Κατά την ηγουμενία του Θεοδωρήτου Μπουρνή, το 1977, ο Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος ανέλαβε τον σχεδιασμό και τη μελέτη για τη νέα εγκατάσταση της βιβλιοθήκης της Μονής του Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Ο χώρος που επιλέχθηκε για τη διαμόρφωσή της βρίσκεται στα έγκατα της Μονής. Η πρόσβαση γίνεται με κεκλιμένη σήραγγα σε μια από τις πλευρές της οποίας είχε τοποθετηθεί η επιγραφή Ψυχής Ιατρείον. Τα κτίσματα που είχαν πληγεί από τον σεισμό του 1956 κατεδαφίστηκαν και ανοικοδομήθηκαν με βάση τα νέα σχέδια του καθηγητή Αναστασίου Ορλάνδου. Στη θέση αυτή υπάρχει σήμερα ένας υπόγειος χώρος και τρεις ανώγειοι, οι δύο από τους οποίους διασκευάστηκαν σε μουσείο της Μονής. Η βιβλιοθήκη οργανώθηκε στο υπόγειο γύρω από μια επιμήκη κεντρική αίθουσα και από μικρότερες δορυφορικές κάμαρες όπου φυλάσσεται το αρχείο, μια εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα βιβλιοθήκη και το εργαστήρι φωτογράφισης και ανάγνωσης υλικού μέσω υπολογιστών. Ο κυρίως χώρος της μουσειακής βιβλιοθήκης σχεδιάστηκε σύμφωνα με τα λοιπά αρχιτεκτονικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη Μονή αλλά και το γενικότερο ύφος σχεδιασμού των αρχοντικών της Χώρας της Πάτμου. Δηλαδή, ένα υστερογοτθικό ιδίωμα που γεννήθηκε στη Ρόδο και επεκτάθηκε και σε άλλα νησιά και το οποίο καθιέρωσαν μάστορες μιας τοπικής «σχολής». Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τυπολογίας αυτής διαφαίνονται σε πολλά αρχιτεκτονικά μέλη των κτισμάτων της Μονής, όπως στα θυρώματα, στα οξυκόρυφα ή χαμηλωμένα τόξα, στους επίπεδους θόλους και σε άλλες κατασκευές που έγιναν με βάση έναν ντόπιο τεφρό ανδεσίτη, τη γνωστή ως πέτρα του Μανώλακα.
Από την κεντρική αίθουσα της βιβλιοθήκης, διαστάσεων 18,80×7,20 μ., ορθώνονται δέκα ελεύθερες κολόνες που συνδέονται με ημικίονες στις αντικριστές πλευρές, σχηματίζοντας κόγχες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν τα βιβλιοστάσια. Εκτός από την κεντρική είσοδο της βιβλιοθήκης, δύο ακόμη θύρες οδηγούν προς το αρχείο και τους βοηθητικούς χώρους που προαναφέραμε. Τα βιβλιοστάσια δεν εφάπτονται με τους περιφερειακούς τοίχους, επιτρέποντας έτσι την αναπνοή των επιτοίχιων κονιαμάτων. Ο φωτισμός είναι τεχνητός, εκτός από έναν μικρό φεγγίτη, που αφήνει αμυδρό φως να διαπερνά ένα πολύχρωμο υαλοστάσιο.
Τα βιβλιοστάσια χαρακτηρίζονται σχεδιαστικά από αράβδωτους ημικίονες ιωνικού ρυθμού, χωρίς κανένα ιδιαίτερο σκάλισμα, πέρα από τα ελαφρά κυμάτια του κιονόκρανου. Οι ημικίονες αυτοί συνδέονται με επιστύλια και τραβηχτά κορδόνια με τον υπόλοιπο κορμό της κατασκευής. Υπάρχουν δύο ειδών βιβλιοστάσια, άλλα για τα έντυπα και άλλα για τους κώδικες, και η διαφορά τους περιορίζεται στα ράφια, καθώς αυτά για τους κώδικες κατασκευάστηκαν έτσι ώστε να μην τραυματίζουν τις à la Grecque βιβλιοδεσίες τους. Πρόκειται δηλαδή για συρταρωτά ράφια, επικαλυμμένα με τελάρα επενδυμένα με ύφασμα, που δημιουργούν επιφάνειες έτσι ώστε να μην τραυματίζουν τις περίτεχνες σταχώσεις με τις μεταλλικές διακοσμητικές ενθέσεις. Στο κεντρικό κλίτος αναπτύχθηκαν έδρανα και καθίσματα κι έτσι η βιβλιοθήκη της Μονής λειτουργούσε και ως αναγνωστήριο. Η οικοδόμηση του χώρου της βιβλιοθήκης και ο εξοπλισμός της διήρκεσαν δέκα χρόνια. Εγκαινιάστηκε το 1989 από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Δημήτριο, επί ηγουμενίας Ισιδώρου, με την ευκαιρία του εορτασμού των 900 χρόνων της Μονής.
Κ. Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 196–201.