Η προσωπική βιβλιοθήκη του Αδριανού πρέπει να είχε συγκεντρωθεί στη μεγαλειώδη έπαυλή του έξω από τη Ρώμη, στο Τίβολι (Τίβουρα). Δεν πρόκειται για μια απλή αυτοκρατορική έπαυλη αλλά μοιάζει περισσότερο με αυτοκρατορική πόλη, τεράστιας έκτασης και σε απόσταση 28 χιλιομέτρων από την Πόρτα Εσκουιλίνα (Porta Esquilina) της Ρώμης. Ήταν ένα πολύπλοκο οικοδομικό και πολεοδομικό συγκρότημα, το οποίο περιλάμβανε θέατρα, στάδια, ναούς, γυμνάσια, παλαίστρες, λουτρά, χώρους κατοικίας και τρικλίνια, μεγάλες δεξαμενές πλαισιωμένες από περιστύλια, νοσοκομεία, τρεις τουλάχιστον βιβλιοθήκες και χώρο φιλοσοφικών συζητήσεων. Όλα αυτά συνδέονταν με στοές και χώρους περιπάτων, ενώ ήταν διακοσμημένα με αγάλματα (αυθεντικά και αντίγραφα) και με περίτεχνα ψηφιδωτά δάπεδα. Mε αυτό το «θερινό ανάκτορο» o Αδριανός αποσκοπούσε να απεικονίσει, με αντιπροσωπευτικά δείγματα ελληνικής κυρίως αρχιτεκτονικής και τέχνης απ’ όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες, το Imperium Romanum. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι ασκούσε τα αυτοκρατορικά του καθήκοντα από τη Βίλα Αντριάνα, απ’ όπου, όπως γνωρίζουμε από σημαντικές επιγραφικές αναφορές, έπαιρνε σοβαρές πολιτικές αποφάσεις.
Ακολουθώντας την αυτοκρατορική παράδοση, ο Αδριανός κατασκεύασε δύο τουλάχιστον βιβλιοθήκες, μία ελληνική και μία λατινική. Ως βιβλιοθήκες τις περιγράφει ο Πίρρο Λιγκόριο (Pirro Ligorio), κάτι ωστόσο που σύμφωνα με την τυπολογία των βιβλιοθηκών κατά τη ρωμαϊκή εποχή, μοιάζει εντελώς αμφίβολο. Οι μαρτυρίες, πάλι, που αντλούνται από λογοτεχνικές πηγές και αφορούν βιβλιοθήκες στην περιοχή των Τιβούρων περιορίζονται σε δύο μόνο μνείες του Γέλλιου. Η πρώτη μνημονεύει ένα βιβλίο του Κλαύδιου, το οποίο εντόπισε στην εκεί βιβλιοθήκη, και δίνεται βάση στον τρόπο γραφής της λέξης facies και facii. Η δεύτερη καταγράφει μια φιλοσοφικού περιεχομένου συζήτηση με οπαδό της Περιπατητικής Σχολής και τις παρατηρήσεις του γύρω από τα «φυσικά» συγγράμματα του Αριστοτέλη. Ο «φιλόσοφος» αυτός μάλιστα, για να ενισχύσει τις απόψεις του, επικαλέστηκε ένα σύγγραμμα του Αριστοτέλη, το οποίο θησαυριζόταν μαζί με πολλά άλλα βιβλία στη βιβλιοθήκη, που την εποχή εκείνη στεγαζόταν στον ναό του Ηρακλή Νικητή (Hercules Victor). Αναφέρεται εδώ άραγε ο Γέλλιος στη βιβλιοθήκη της έπαυλης του Αδριανού, την οποία επισκέφθηκε μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα ή σε άλλη της περιοχής των Τιβούρων (σημερινό Τίβολι);
Η ελληνική και η λατινική βιβλιοθήκη στην έπαυλη του Αδριανού. Τα δύο κτίσματα της έπαυλης που έχουν αναγνωριστεί ως βιβλιοθήκες, μία ελληνική και μία λατινική, αποτελούν τμήμα ενός πολύπλευρου συγκροτήματος περιβαλλόμενου από στοές και αίθρια, η αρχική αρχιτεκτονική σύλληψη του οποίου παραμένει αμφίβολη. Η ανατολική πτέρυγα του συγκροτήματος αυτού εφάπτεται στον περίβολο του λεγόμενου Ναυτικού Θεάτρου (Teatro Marittimo). Προσεγγίζοντας τα στοιχεία του σχεδιασμού των βιβλιοθηκών αυτών, τίποτα δεν αλλάζει την πρώτη εντύπωση, ότι δηλαδή τα κτίρια δεν θυμίζουν καθόλου τη γνωστή τυπολογία των δημόσιων βιβλιοθηκών κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Όχι μόνο δεν πρόκειται για τις συνήθεις δίδυμες οικοδομές, καθώς εδώ η ελληνική βιβλιοθήκη είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη λατινική, αλλά επιπλέον δεν διακρίνουμε απολύτως κανένα κοινό γνώρισμα της οργάνωσης και λειτουργίας που χαρακτηρίζουν τις βιβλιοθήκες της Ρώμης, όπως ο αξονικός και συμμετρικός σχεδιασμός της κεντρικής αίθουσας, με αντίστοιχη ανάπτυξη των ερμαρίων στις εσοχές, η προσλαμβάνουσα εικόνα του επισκέπτη από την κύρια είσοδο και τέλος το ίδιο το σχήμα της. Θα μπορούσαμε μάλιστα να μιλήσουμε και για μια σχεδιαστική φιλοσοφία που αφήνει αναπάντητα πολλά ερωτήματα ως προς τη ρυθμολογία και την εσωτερική διευθέτηση των χώρων αυτών, εκτός βέβαια αν πρόκειται για αίθουσες που εξυπηρετούσαν άλλους σκοπούς, όπως λόγου χάριν νυμφαία, ίσως και αίθουσες διαλογισμού και φιλοσοφικών συζητήσεων.
Η πρόσοψη του συγκροτήματος των βιβλιοθηκών βλέπει προς ένα μεγάλο ορθογώνιο αίθριο, ενώ η βορινή εσωτερική του πτέρυγα έχει σχήμα πετάλου, αγκαλιάζοντας μια αυλή που ανατολικά καταλήγει σε ένα κτίριο που χαρακτηρίζεται ως Αίθουσα των Φιλοσόφων. Οι βιβλιοθήκες βρίσκονται εκ διαμέτρου αντίθετα στο οικοδομικό αυτό σύμπλεγμα και επικοινωνούν μέσα από μια στοά που βρίσκεται κατά μήκος της εσωτερικής πτέρυγας. Κοινό αρχιτεκτονικό γνώρισμα των δύο αυτών βιβλιοθηκών είναι ότι αποτελούνται από δύο ανεξάρτητες αίθουσες, που επικοινωνούν από συμμετρικά διατεταγμένες διόδους εκατέρωθεν της κόγχης της μεσοτοιχίας τους. Κανένα άλλο αρχιτεκτονικό στοιχείο δεν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι χώροι αυτοί λειτουργούσαν ως βιβλιοθήκες και στην περίπτωση που εξυπηρετούσαν αναγνωστικούς σκοπούς, εύλογα θα παρατηρήσει κανείς ότι, σύμφωνα με την προτεινόμενη κάτοψη, ο φυσικός φωτισμός πρέπει να ήταν υποτυπώδης έως ανύπαρκτος. Ως βιβλιοστάσια θα μπορούσαν να χρησιμεύουν οι βοηθητικοί χώροι που βρίσκονταν ανατολικά της κάθε βιβλιοθήκης, αλλά και στην περίπτωση αυτή το σχήμα και η διάταξή τους δεν παρέχουν ασφαλείς ενδείξεις. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η αρχιτεκτονική αυτή σύλληψη της λεγόμενης ελληνικής βιβλιοθήκης αποτέλεσε πιθανότατα πρότυπο σχεδιασμού για σημαντικά δείγματα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής κατά τον 17ο αιώνα.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 133–138.