Ο Matthew Parker (1504-1575), δεύτερος διαμαρτυρόμενος αρχιεπίσκοπος του Canterbury, έλαβε αρχικά κατ’οίκον εκπαίδευση και κατόπιν σπούδασε στο Corpus Christi College του Καίμπριτζ. Διετέλεσε ιερέας της βασίλισσας Άννας Μπολέυν, ενώ έναν χρόνο μετά την άνοδο της Ελισάβετ στον θρόνο, το 1559, ορίστηκε αρχιεπίσκοπος του Canterbury.
Διαπρεπής λόγιος και κληρικός, ενθουσιώδης κυνηγός της γνώσης, ο Parker ήταν παθιασμένος συλλέκτης βιβλίων. Στη συλλογή του περιλαμβάνονταν και πολλά σπάνια χειρόγραφα, κάποια από τα οποία είχε αγοράσει από την περίφημη συλλογή του John Bale. Kατά τη διάρκεια της ζωής του δώρισε αρκετά βιβλία στην Cambridge University Library, όπως και στις βιβλιοθήκες των κολλεγίων Caius και Trinity Hall. Μετά τον θάνατο του, η πλειοψηφία των χειρογράφων και των έντυπων βιβλίων του κληροδοτήθηκε στο Corpus Christi College και στον γιο του, Sir John Parker.
Ενδεικτικό στοιχείο της αγάπης του αρχιεπισκόπου για τα βιβλία ήταν οι επίμονες προσπάθειες του να σώσει τους πολύτιμους τόμους, που, μετά τη διάλυση των αββαείων και των θρησκευτικών οίκων, καταστρέφονταν ή πωλούνταν για ευτελείς σκοπούς. Προσέλαβε καλλιεργημένους άνδρες για να ψάξουν σε όλη την Αγγλία και την Ουαλία για παλιά και νέα βιβλία.
Συμμετείχε στην ίδρυση της Εταιρείας Αρχαιοδιφών (Society of Antiquaries) το 1572, ενώ αναζωπύρωσε τη μελέτη της σαξονικής διαλέκτου εκδίδοντας ένα σαξονικό λεξικό (Fletcher, Collectors, 21-30).