Βιογραφικά στοιχεία. Ο Αριστοφάνης, ο σπουδαιότερος κωμικός ποιητής της αρχαιότητας και κύριος εκπρόσωπος της Αρχαίας Κωμωδίας, γεννήθηκε γύρω στο 445 π.Χ. στον δήμο Κυδαθηναίων στην Αθήνα και πέθανε στην ίδια πόλη περίπου το 386 π.Χ. Γιος του Φιλίππου και της Τηνοδώρας κυριάρχησε για 40 χρόνια στο Αττικό Θέατρο και έδρασε σε μια εποχή που συντελέστηκαν στην Αθήνα μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές αλλαγές, οι οποίες άλλωστε καθρεφτίζονται ποικιλότροπα στα έργα του.
Από μια περίοδο άνθησης και ειρήνης στα πρώτα χρόνια της ζωής του, η πόλη της Αθήνας πέρασε στον πιο καταστροφικό πόλεμο μεταξύ των ελληνικών πόλεων, τον Πελοποννησιακό (431–404 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική τάξη και υπήρξε σφοδρός επικριτής της αθηναϊκής δημοκρατίας ειδικά μετά τον θάνατο του Περικλή και την επικράτηση των σοφιστών και των δημαγωγών στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της πόλης. Όντας ιδιαίτερα μορφωμένος, όπως μαρτυρούν τα έργα του, υπερασπίστηκε με πάθος τη λήξη του πολέμου και την επικράτηση των νηφάλιων φωνών.
Το έργο του. Σε νεαρή ηλικία συνέγραψε τις τρεις πρώτες κωμωδίες του, τους Δαιταλείς, τους Βαβυλωνίους και τους Αχαρνείς με το ψευδώνυμο Καλλίστρατος. Από τις 46 κωμωδίες που έγραψε (κερδίζοντας συνολικά 10 μεγάλα πρώτα βραβεία σε θεατρικούς διαγωνισμούς) σώζονται μόνο οι 11 και πολλά αποσπάσματα (περί τα 924). Από αυτές, οι 9 γράφτηκαν μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού πολέμου εκ των οποίων έχουν σωθεί ακέραιες οι εξής: Αχαρνείς (425 π.Χ.), Ιππείς (424 π.Χ.), Νεφέλες (423 π.Χ.), Σφήκες (422 π.Χ.), Ειρήνη (421 π.Χ.), Όρνιθες (414 π.Χ.), Λυσιστράτη (411 π.Χ.), Θεσμοφοριάζουσες (411 π.Χ.), Βάτραχοι (405 π.Χ.), Εκκλησιάζουσες (392 π.Χ.), Πλούτος (388 π.Χ.)
Η διαχρονικότητα των έργων του έγκειται στη θεματολογία και στο ευφυώς δοσμένο περιεχόμενο τους που αφορά τόσο τους Αθηναίους των ημερών του όσο και τους σύγχρονους πολίτες μιας δυτικής δημοκρατίας. Ο Αριστοφάνης αντλεί έμπνευση από το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής του, τα προβλήματα του Δήμου, τις πολιτικές διενέξεις, τις νέες ιδεολογικές και φιλοσοφικές τάσεις (σοφιστική), τα φαινόμενα διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας και όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τους Αθηναίους στην καθημερινότητά τους. Το έργο του χαρακτηρίζεται από καυστική σάτιρα και διακριτική ειρωνεία, άσεμνες σκηνές και χειρονομίες, δηκτικά πολιτικά σχόλια, ελευθεριάζουσα σκέψη, λογοπαίγνια, φάρσες, βωμολοχίες , λεκτικός πλούτος με γνήσιο αττικό ύφος και σκηνική πρωτοτυπία.
Ο Αριστοφάνης και το βιβλίο. Η στάση του κωμωδιογράφου απέναντι στο βιβλίο ήταν επικριτική, κυρίως εξαιτίας της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας του και χρήσης του από τους σοφιστές ως εκπαιδευτικού εργαλείου. Ο Αριστοφάνης κατηγορούσε ανοικτά τον Ευριπίδη για τις γνώσεις που σταχυολογούσε, ειρωνευόμενος παράλληλα τη σπουδαία βιβλιοθήκη του αλλά και τον προσωπικό γραφέα-εκδότη που χρησιμοποιούσε: «από βιβλία στράγγιζα χυλό εξυπνοκουβέντες» (Βάτραχοι, 943).
Φαίνεται ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα τα «βιβλιοπωλεία» στην Αθήνα αποτελούσαν φιλολογικά στέκια, και έτσι στους Όρνιθες (414 π.Χ.) οι Αθηναίοι εμφανίζονται ως διψασμένοι αναγνώστες, οι οποίοι αμέσως μετά το πρόγευμα σπεύδουν στα βιβλιοπωλεία για να «ξεφυλλίσουν» βιβλία, να ενημερωθούν και να συζητήσουν για τις αρετές, αλλά και τις φιλολογικές ατέλειες και τα μειονεκτήματα των έργων. Την εποχή του Αριστοφάνη μάλιστα κυκλοφορούσε ένα βιβλιοφιλικό ανέκδοτο, το οποίο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές, αφού παρέμεινε επίκαιρο και κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, στην Ποικίλη Ιστορία (XIII, 38) του Αιλιανού. Το περιστατικό αλιεύει ο Αιλιανός από τον σύγχρονό του Πολυδεύκη, ο οποίος το μνημονεύει για να επισημάνει τη στενή σχέση που είχαν κατά την αρχαιότητα οι βιβλιόφιλοι με τους βιβλιοπώλες: «Ο Αλκιβιάδης, που θαύμαζε ιδιαίτερα τον Όμηρο, πήγε σε κάποιο διδασκαλείο και ζήτησε ένα αντίγραφο της Ιλιάδας (που είχε παραγγείλει), επειδή όμως ο δάσκαλος δεν μπορούσε να του το προμηθεύσει, του κατάφερε μια γροθιά». Προφανώς ο δάσκαλος εκτελούσε και βιβλιογραφικές εργασίες και, ίσως, να εισέπραξε την «αμοιβή» από τον Αλκιβιάδη για την καθυστέρηση της εκτέλεσης της παραγγελίας. Το ανέκδοτο αυτό που αφορά τον Αλκιβιάδη, με τον οποίο ο Αριστοφάνης είχε συγκρουστεί γύρω στο 410 π.Χ. δεν είναι απίθανο να το κυκλοφόρησε ο ίδιος, στιγματίζοντας τη γενικότερη απληστία του Αλκιβιάδη, όπως του καταλογίζει στην κωμωδία του Ταγηνισταί.
Στους αντίποδες του «σοφιστικού» βιβλίου ο Αριστοφάνης είχε να αντιπαραθέσει το θεατρικό βιβλίο και την πίστη του ότι, τελικά, οι Αθηναίοι δεν διατρέχουν τον κίνδυνο της αμάθειας, αφού στο θέατρο συχνάζουν νέοι άνθρωποι, «αναγνώστες βιβλίων ικανοί να κατανοούν τα ορθά σημεία». Φαίνεται ότι οι περισσότεροι θεατές των θεατρικών παραστάσεων ήταν εφοδιασμένοι και με ένα αντίγραφο του έργου: βιβλίον τ’ έχων έκαστος μανθάνει τα δεξιά (Βάτραχοι, 1114).
Ο φιλόσοφος Πλάτων έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στο πρόσωπο του Αριστοφάνη όπως διαφαίνεται στους Διαλόγους του, κάτι που μεταλαμπαδεύτηκε και στον Αριστοτέλη, στους Αλεξανδρινούς ποιητές, στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς και στους λόγιους της δυτικής Αναγέννησης, με τον Έρασμο να θεωρεί τις κωμωδίες σπουδαίο εκπαιδευτικό εργαλείο. Ιδιαίτερη επιρροή άσκησε το αριστοφανικό corpus στον Σαίξπηρ και τους δραματουργούς της Παλινόρθωσης του 17ου αιώνα με το προκλητικό και ελευθεριάζον περιεχόμενο των έργων τους. Σήμερα οι κωμωδίες του Αριστοφάνη συνεχίζουν να ελκύουν το θεατρόφιλο κοινό προκαλώντας τα ίδια συναισθήματα με τους αρχαίους θεατές και ασκώντας κριτική στα κακώς κείμενα του σύγχρονου κοινωνικού και πολιτικού βίου.
Βιβλιογραφία
Παππάς Γ. Θ., Αριστοφάνης, ο ποιητής και το έργο του, Αθήνα 2019.
Στάικος Σπ. Κ., Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. Ι, Αθήνα 2002, σ. 89–92.
Bowie Μ. A., Αριστοφάνης, Μύθος, Τελετουργία και Κωμωδία, Αθήνα 2005.