Άννα Κομνηνή, Βυζαντινή πριγκίπισσα και ιστορικός

Η Άννα Κομνηνή (2 Δεκεμβρίου 1083–1153;), ηγετική πνευματική μορφή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα, ήταν κόρη και πρωτότοκο παιδί του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Έλαβε εξαιρετική μόρφωση που περιλάμβανε αρχαία φιλοσοφία, αττική τραγωδία και κωμωδία, μαθηματικά, αστρονομία, ακόμα και κάποιες γνώσεις ιατρικής και εξελίχτηκε σε μία από τις καλύτερες ιστοριογράφους των μεσαιωνικών χρόνων.

Η ζωή της επηρεάστηκε από την ανάγκη του πατέρα της να εδραιώσει την πολιτική του θέση στην αρχή της βασιλείας του, διάστημα κατά το οποίο είχε να αντιμετωπίσει διάφορες επαναστάσεις. Όταν ήταν βρέφος η Άννα, μόλις λίγων ημερών, την έστεψαν και την αρραβώνιασαν με τον Κωνσταντίνο Δούκα, εννιάχρονο γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ και της Αλανής πριγκίπισσας Μαρίας, που εκείνη την περίοδο ήταν συμβασιλέας του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄, αλλά όχι με αυτοκρατορική ιδιότητα. Στην πατρική οικογένεια, η γέννηση  αγοριού, του Ιωάννη (13 Σεπτεμβρίου 1087), είχε ως αποτέλεσμα μετά από λίγα χρόνια την έκπτωση του Κωνσταντίνου Δούκα από τη συμβασιλεία, επομένως και της Άννας, γεγονός με το οποίο εκείνη ποτέ δεν συμφιλιώθηκε και ανέπτυξε αισθήματα μίσους για τον εστεμμένο μικρό αδερφό της.

Ο μνηστήρας της πέθανε το 1095 και πολιτικοί λόγοι οδήγησαν την Άννα σε γάμο το 1097 με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, εγγονό του ομώνυμου στασιαστή. Παρόλο που ο γάμος τους έγινε για πολιτιό όφελος μεταξύ των δύο οικογενειών, οι νεόνυμφοι είχαν κοινά πνευματικά ενδιαφέροντα. Έτσι με τον σεβασμό και τη στήριξη του συζύγου της, η Άννα Κομνηνή μπήκε σε έναν κύκλο λογίων που μελετούσαν κλασική φιλοσοφία και αρχαία λογοτεχνία.

Η διαδοχή του Αλεξίου Α΄ υπήρξε δραματική, καθώς σήμανε σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Η σύζυγος του Αλεξίου Ειρήνη Δούκαινα και η πρωτότοκη θυγατέρα Άννα συνωμότησαν για να μην ανέλθει στο θρόνο ο Ιωάννης, αλλά απέτυχαν και η Άννα αναγκάστηκε να αποσυρθεί στη μονή της Θεοτόκου της Κεχαριτωμένης. Εκεί, ζώντας απομονωμένη –αφού δεν επιτρεπόταν να την επισκεφτούν συγγενείς ή οικείοι, ενώ οι αφανέστεροι φοβούνταν– ασχολήθηκε με τη συγγραφή της Αλεξιάδας, συνεχίζοντας το έργο του συζύγου της, ο οποίος είχε ξεκινήσει μια ιστορία για τον Αλέξιο Α΄, έπειτα από παράκληση της Ειρήνης Δούκαινας.

Το έργο. Με τον τίτλο Αλεξιάς, κατά το ομηρικό Ιλιάς για να τονιστεί η αρχαιοελληνική παράδοση, καταγράφει η Άννα Κομνηνή την αποκλειστική βιογραφία του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, ιδρυτή της δυναστείας. Το έργο ολοκληρώθηκε γύρω στο 1148, εκτείνεται σε 15 βιβλία και αφορά την περίοδο 1069–1148.

Η συγγραφέας παραθέτει τα συμβάντα, όπως εκείνη, ως πρωτότοκη θυγατέρα του αυτοκράτορα, τα έζησε και τα αντιλήφθηκε μέσα στη στενή οικογένεια και αυλή. Επιστρατεύοντας την αρχαιομάθειά της, ακολούθησε, τόσο για τη συλλογή του υλικού όσο και για την επεξεργασία του, τα πρότυπα της ελληνικής Αρχαιότητας (Θουκυδίδη, Πολύβιο). Έτσι έδωσε βαρύτητα στις πληροφορίες των προηγούμενων βυζαντινών ιστορικών, Ψελλού, Ζωναρά, Ατταλειάτη και κατέγραψε με επιμέλεια τις μαρτυρίες του οικογενειακού της περιβάλλοντος: του αυτοκράτορα πατέρα της, της μητέρας της Ειρήνης Δούκαινας, της γιαγιάς της Άννας Δαλασσηνής –από διηγήσεις τρίτων– του πεθερού της Βρυέννιου, των συντρόφων του Αλέξιου Α΄ στον στρατό και το ναυτικό και των περισσότερων ανωτέρων στην ιεραρχία στενών συγγενών. Επίσης, έχοντας πρόσβαση σε αρχειακό υλικό, παραθέτει αυτούσια έγγραφα καίριας σημασίας, όπως εκείνο με το οποίο ο αυτοκράτορας ανέθεσε στη μητέρα του την αντιβασιλεία τον Αύγουστο 1081 (Αλεξιάς Γ΄ 6. 4–8), τις επιστολές του Αλεξίου Α΄ προς τον Ερρίκο Δ΄ ρήγα Αλαμανίας (Γερμανίας· άνοιξη 1083, Γ’ 10. 2–8), τη συνθήκη με τον Βοημούνδο γνωστή ως της Δεαβόλεως (1108, ΙΓ΄ 12) μία επιστολή του αυτοκράτυορα προς τον σουλτάνο του Ρουμ, Κιλίτζ Αρσλάν (1116· Ε΄ 6.5) και πολλά άλλα. H εξοικείωσή της με το αρχειακό υλικό και η επιμελημένη της πραγμάτευση έχει υπογραμμιστεί από τον Κρέστεν στην εμπεριστατωμένη μελέτη του για τη χρησιμοποίηση αυτοκρατορικών εγγράφων ενώ και η Άννα εκθέτει τις αρχές που ακολούθησε για τη συγγραφή της Ιστορίας της (ΙΔ΄ 7).

Έχοντας ως οδηγό την αρχαία ελληνική γραμματεία, η ιστοριογράφος παρουσιάζει σταδιακά τα στοιχεία της. Παρακολουθώντας με προσοχή τις κινήσεις των εμπόλεμων,  θέτει ως αφετηρία την οργάνωση και τον εξοπλισμό του στρατού, συνεχίζει με την εξέλιξη της μάχης, περιλαμβάνοντας και την πολιορκία πόλεων. Για κάθε περίπτωση στηρίζεται σε αυθεντικές μαρτυρίες, είτε είναι επίσημες εκθέσεις, είτε προφορικές αφηγήσεις προσώπων που έλαβαν μέρος στη μάχη. Αφηγείται με θαυμασμό διάφορα τεχνάσματα του Αλέξιου, εξαίροντας φανερά τις στρατηγικές ικανότητες του πατέρα της, ιδίως όταν είχε να αντιμετωπίσει πολυαριθμότερο στρατό, διασπά όμως την καθαρότητα της συνολικής εικόνας σύγκρουσης. Η αφήγηση, ωστόσο, των ίδιων γεγονότων από τον Νικηφόρο Βρυέννιο είναι σαφέστερη, ίσως λόγω της απλούστερης γλώσσας του σε σύγκριση με την αττικίζουσα μερικές φορές γλώσσα της Άννας. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι αυτά τα λαμπρά κατορθώματα, ουσιαστικά, ήταν μάλλον ασήμαντα για την έκβαση της σύρραξης, παρά τον προβαλλόμενο στόχο της ιστορικού, που δεν είναι άλλος από την αναζήτηση της αλήθειας για την αμερόληπτη αφήγηση των συμβάντων. Σχετικά με τη δραστηριότητα του αυτοκράτορα πατέρα της, η απόσταση από την αλήθεια δεν οφείλεται σε υπέρμετρη προβολή των κατορθωμάτων του Αλέξιου Α΄, όσο στη συχνή παράλειψη δυσάρεστων λεπτομερειών, αλλά και την επίρριψη της ευθύνης σε άλλους. Προτερήματά της η προσέγγιση του υλικού με κριτική διάθεση, αγάπη για την ιστορία, αρχαιογνωσία, οι πλούσιες και ακριβείς γεωγραφικές γνώσεις και κατά περιπτώσεις η αυτοπρόσωπη γνώση του χώρου και οι πλούσιες τοπογραφικές πληροφορίες για την Κωνσταντινούπολη. Γενικότερα η αφήγηση των γεγονότων του μικρασιατικού χώρου από τη συγγραφέα είναι, κατά γενική ομολογία, η πληρέστερη, πιο αξιόπιστη και κατά μεγάλο ποσοστό μοναδική.

Η ιστοριογράφος εντοπίζει το ενδιαφέρον της στα πολιτικο-στρατιωτικά γεγονότα, αφιερώνει ωστόσο αρκετές σελίδες σε θεολογικά θέματα (Βογόμιλοι, αιρετικές διδασκαλίες), και πάντα με επίκεντρο τον αυτοκράτορα πατέρα της ως υπέρμαχο της ορθοδοξίας. Αποφεύγει ωστόσο να προσεγγίζει θέματα προσωπικά και παρακάμπτει την αντίθεση του Αλεξίου Α΄ με την Εκκλησία, έκδηλη και στις αλλεπάλληλες αλλαγές πατριαρχών στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Κι ενώ θα ήταν προς τιμήν της δυναστείας, δεν γράφει λέξη για τα μοναστηριακά ιδρύματα της οικογένειας, εντυπωσιακά σε πλούτο και κοινωνική προσφορά, σύμβολα σύγχρονης βαθιάς θρησκευτικής πίστης και αγάπης στον άνθρωπο.

Στις καινοτομίες της Άννας Κομνηνής πρέπει να συνυπολογιστεί η παρουσίαση του πλαισίου, στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα όποια και αν είναι: αστικά οικοδομήματα, δρόμοι, πλατείες, τείχη των πόλεων, πεδία των μαχών, τόποι πορείας, καθώς και η ανταπόκριση που τα γεγονότα βρίσκουν στη λαϊκή ψυχή, όπως διατυπώνεται επιγραμματικά σε λαϊκά δίστιχα, με πιο χαρακτηριστικό εκείνο της δραματικής φυγής του Αλεξίου από την Πόλη, στην αρχή της αποστασίας του. Να επισημάνουμε εδώ ότι η Άννα, προκειμένου να μεταφέρει τον συγκινησιακό αυθορμητισμό του πλήθους που χαίρεται, αγωνιά, αποδοκιμάζει δεν διστάζει να παραθέσει κάποια συμβάντα σε δημώδη γλώσσα. Όπως λ.χ. τα φάμουσα λοιδορήματα τινα έγγραφα δηλ. λιβελλογραφήματα κατά υψηλών προσώπων με συκοφαντικές καταγγελίες.

Γλαφυρή είναι η περιγραφή πρωταγωνιστικών προσώπων, επηρεασμένη ενδεχομένως ίσως και από μια  φυσιογνωμική αντίληψη, είτε πρόκειται για μέλη της βασιλικής οικογένειας, είτε για αλλοεθνείς Σταυροφόρους αρχηγούς. Σωματική διάπλαση, χαρακτηριστικά του προσώπου, χρώμα των μαλλιών, βλέμμα, βάδισμα, στολές και συμπεριφορά γίνονται αντικείμενο παρατήρησης και συνθέτουν έναν πλούσιο σε λεπτομέρειες πίνακα. Η πριγκίπισσα τολμά να αναφερθεί σε ερωτικές σχέσεις πρωταγωνιστικών προσώπων, χωρίς να κάνει εξαίρεση για τον αυτοκράτορα πατέρα της, ενώ δεν αποκρύπτει επίσης το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της ή τον θαυμασμό της για τη φυσική εμφάνιση και ηθική υπόταση κάποιων ηγετικών προσωπικοτήτων. Εντύπωση προκαλεί η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς της Άννας στα παιδιά της, αγόρια και κορίτσια. Να σημειωθεί ότι η κόρη της Ειρήνη είναι το προσφιλέστερο εγγόνι της αυτοκράτειρας μητέρας της. Μερικοί νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν την αξιοπιστία της αφήγησής της, λόγω του μεγάλου εύρους χρόνου που μεσολάβησε από τα γεγονότα έως τη συγγραφή. Ωστόσο δεν είναι απίθανο να είχε κρατήσει σημειώσεις, όπως επίσης είναι ενδεχόμενο η ζωντανή αφήγησή της σε νεότερους να είχε συντηρήσει αλώβητη την ανάμνηση των γεγονότων.

 

Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία, τόμ. Γ΄1 1081–1204, Αθήνα, Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, 2001, σ. 17–22, 108.
Neville, LeonoraAnna Komnene: the life & work of a medieval historian, Νέα Υόρκη, Oxford University Press, 2016.

 

Ιστορικό πλαίσιο: Βυζαντινή Εποχήsemantics logo
Τόπος γέννησης: Κωνσταντινούποληsemantics logo
Τόπος θανάτου: Κωνσταντινούποληsemantics logo
Τόπος δράσης: Κωνσταντινούποληsemantics logo
Χρόνος γέννησης: 1083 μ.Χ.
Χρόνος θανάτου: 1153;
Χρόνος δράσης: 1137–1148
Λέξεις κλειδιά: Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, αυτοκράτορας
Ειρήνη Δούκαινα
Πορφύρα
Νικηφόρος Βρυέννιος
Αλεξιάς
Βιβλιογραφία: Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τόμ. Γ΄1 1081–1204, Αθήνα, Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, 2001, σ. 17–22, 108. Leonora Neville, Anna Komnene: the life & work of a medieval historian, Νέα Υόρκη, Oxford University Press, 2016.
Αναφέρει: Εικόνες
Η Άννα Κομνηνή γράφει την Αλεξιάδα.
Ο Χριστός ευλογεί τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό. Μικρογραφία σε χειρόγραφο του δωδέκατου αιώνα που περιέχει τη «Δογματική Πανοπλία» του Ευθύμιου Ζιγαβηνού.
Η Άννα Κομνηνή.
Η Αλεξιάδα σε περγαμηνό κώδικα του δωδέκατου αιώνα (Coislin 311) που φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.
Το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη με τίτλο Άννα Κομνηνή (Αρχείο Καβάφη, Ίδρυμα Ωνάση).
Άδεια χρήσης: Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
Δικαιώματα: Το λήμμα αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική εργασία της ομάδας ανάπτυξης του ψηφιακού χώρου «Περί Βιβλιοθηκών».
Εμφανίζεται στις συλλογές:Πρόσωπα
Προβολή λιγότερων