Ο Ευστάθιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1115 και πέθανε μεταξύ του 1195 και 1197. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α´ τον μετέθεσε στον επισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, όπου και έδρασε (Kazdan, Eus.). Κατά το διάστημα της διδασκαλίας του στην Κωνσταντινούπολη σχολίασε τον Όμηρο (Stallbaum, Com.) και τον Αριστοφάνη, όπως και άλλα κλασικά έργα, χρησιμοποιώντας πηγές που έχουν σήμερα χαθεί. Συγκρότησε σπουδαία βιβλιοθήκη, με την οποία υποστήριζε όχι μόνο το διδακτικό του έργο, αλλά και τις συγγραφικές του δραστηριότητες: ἄλλη τις Ἀκαδημία καί Στοά καί Περίπατος (Μπόνης, Μαλ.) Στα γραπτά του σώζονται πληροφορίες γύρω από τη σχέση των μοναχών με τα γράμματα και κατ’ επέκταση με τα βιβλία.
Σε ένα από τα μεταρρυθμιστικού περιεχομένου έργα του στηλιτεύει την αγραμματοσύνη των μοναχών. Ο αναλφάβητος καλόγερος, τον οποίο ο επίσκοπος αντιμετωπίζει ως εκπρόσωπο ολόκληρης της μονής (τον αποκαλεί επανειλημμένως αγράμματον και αναλφάβητον), πετούσε τα βιβλία σε κάποια απόμερη γωνιά (στην κυριολεξία τα καταχώνιαζε), καταδικάζοντάς τα να περάσουν και αυτά μια πραγματικά «μοναχική ζωή». Όταν ο μοναχός αυτός βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα ανοιχτό βιβλίο, νόμιζε πως το χάος έχασκε απέναντί του. Αλλά δεν αρκούν αυτά: ο «αναλφάβητος» πουλούσε τα βιβλία σε γελοίες τιμές, χωρίς να σκέφτεται τη ζημιά που προξενούσε με τον τρόπο αυτόν στο μοναστήρι: «Εξομοιώνεις τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού με την ψυχή σου; Επειδή εσύ είσαι αμόρφωτος, την αδειάζεις και εκείνη από τα δοχεία της μόρφωσης (= τα βιβλία)!» (Hunger, Κοσμ., 103). Αναφέρει, επίσης, ότι κάποιος ηγούμενος πούλησε ένα θαυμάσια καλλιγραφημένο χειρόγραφο με έργα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, επειδή η μονή δεν το χρειαζόταν πλέον (Βιβλ. III, 388-389).