Η μόνη μαρτυρία σχετικά με το βιβλίο στην Κωνσταντινούπολη κατά τα χρόνια του ιδρυτή της μαρτυρείται από τον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος καταγράφει την παραγγελία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μεγάλου για πενήντα αντίγραφα Θείων Γραφών. Οι Βίβλοι αυτές έπρεπε να είναι από πολύ καλά κατεργασμένη (στιλπνή) περγαμηνή, σε σχήμα κώδικα και όχι ειληταρίου και φιλοτεχνημένες από άριστους καλλιγράφους της Καισαρείας, ώστε να είναι ευανάγνωστες και εύχρηστες. Τα αντίγραφα αυτά της Αγίας Γραφής δεν προορίζονταν για κάποια αυτοκρατορική βιβλιοθήκη, αλλά μάλλον για τις εκκλησίες της νέας πρωτεύουσας.
Είναι προφανές, από την πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου, ότι δεν υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη κάποιο αντιγραφικό κέντρο ικανό να ανταποκριθεί στην επιθυμία του και αυτός είναι ο λόγος που απευθύνθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Εκεί λειτουργούσε το φημισμένο βιβλιογραφείο που είχε οργανωθεί υπό την εποπτεία του Πάμφιλου από την εποχή του Ωριγένη, το οποίο ήταν εξειδικευμένο στην αναπαραγωγή αξιόπιστων και καλλιγραφικών κωδίκων της χριστιανικής γραμματείας. Το αντιγραφικό αυτό κέντρο της Καισαρείας και η βιβλιοθήκη του είχαν φήμη αντίστοιχη με αυτή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Εξαιτίας της σύντομης διάρκειας της βασιλείας του (324-337), ο Μ. Κωνσταντίνος δεν κατάφερε να μετατρέψει την Κωνσταντινούπολη σε πολιτιστικό, και όχι μόνο διοικητικό, κέντρο της Αυτοκρατορίας (Βιβ. ΙΙΙ, 28-29).