Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Β΄, που βασίλεψε από το 408 ως το 450 μ.Χ., όπως και η αυτοκράτειρα Ευδοκία (κόρη Αθηναίου ρήτορα) υποστήριξαν αποφασιστικά την πολιτική του βιβλίου και η στάση τους είχε ευεργετικό χαρακτήρα για τις βιβλιοθήκες της Κωνσταντινούπολης κυρίως. Η ενασχόληση μάλιστα του ίδιου του αυτοκράτορα και με την καλλιγραφία μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι από τότε χρονολογείται ειδικό τμήμα της ανακτορικής βιβλιοθήκης με έργα της χριστιανικής γραμματείας.
Ο Θεοδόσιος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τα ερμηνευτικά συγγράμματα της Αγίας Γραφής και χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο περιστατικό: Σύμφωνα με το κείμενο της Αποκάλυψης του αποστόλου Παύλου κάποιος αξιωματικός που κατοικούσε στην Ταρσό, στην οικία του Παύλου, με προτροπή Αγγέλου Κυρίου έσκαψε στα θεμέλια της οικίας και βρήκε γλωσσοκόμον μαρμάρινον έχοντα την αποκάλυψιν ταύτην (Tischendorf, Apoc., 34-35). Ο αξιωματικός παρουσίασε το εύρημά του στον κυβερνήτη της πόλης, ο οποίος με σφραγισμένο μολυβδόβουλο έστειλε την Αποκάλυψη στον αυτοκράτορα. Ο Θεοδόσιος, κατά την ελληνική εκδοχή, αντέγραψε το κείμενο και έστειλε το αντίγραφο στα Ιεροσόλυμα, ενώ, κατά τη λατινική εκδοχή, κράτησε ο ίδιος το πρωτότυπο και έστειλε το ιδιόχειρο αντίγραφο (Μανάφη, Βιβλ., 26 · Βιβλ. ΙΙΙ, 94-96).