Από τον 15ο αιώνα και μετά, όπως ήδη αναφέραμε σε σχέση με τις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, ο ελληνικός χώρος και η Ανατολή έγιναν πεδίο συστηματικών συλλεκτικών αναζητήσεων, αγορών και συλήσεων καλλιτεχνικών και πνευματικών θησαυρών. Οι παρατηρήσεις των περιηγητών αναφορικά με τις βιβλιοθήκες όχι μόνο δεν διακρίνονται για την αξιοπιστία τους, αλλά διόγκωσαν θρύλους που κατέληξαν να γίνουν παράδοση. Ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο Ρήτωρ (1571-1663) από την Κύπρο κατηγορήθηκε από τους συγχρόνους του ότι περιοδεύοντας τη δεκαετία του 1643-1635 συγκέντρωσε και φυγάδευσε στην Ευρώπη πολλά χειρόγραφα από τις μονές των Μετεώρων. Ήταν μάλιστα τόσα πολλά, ώστε καταμετρούνταν σύμφωνα με τον όγκο τους, δηλαδή τα ζύγιζαν για να προσδιοριστεί το ακριβές βάρος τους, καθώς τα πουλούσαν με την οκά. Την είδηση αυτή καταγράφει και ο Δοσίθεος στην Ιστορία περί των των εν Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, ενώ η ανάμνηση του περιστατικού αυτού παραμένει ζωντανή, όπως μαρτυρεί ο Σουηδός περιηγητής Björnstaahl. Επισκεπτόμενος τα Μετέωρα το 1779 ο Επίσκοπος Σταγών τον πληροφορεί ότι: κάποιος δυτικός μοναχός, προ περίπου διακοσίων [sic] ετών, έχει απογυμνώσει τις μονές από τα πλέον αξιόλογα χειρόγραφα κειμήλιά τους. Ωστόσο ο Björnstaahl επισήμανε μεγάλο αριθμό κωδίκων στις μετεωρίτικες βιβλιοθήκες αλλά και στη Μονή Δουσίκου ακόμη περισσότερους. Καθώς όμως τον Σουηδό ανατολιστή ενδιέφεραν πρωτίστως χειρόγραφα με έργα της αρχαίας λογοτεχνίας, έκρινε πως το περιεχόμενο των μετεωρίτικων βιβλιοθηκών δεν ήταν άξιο λόγου και μάλλον το θεώρησε πενιχρό. Ο Πρόξενος της Γαλλίας πάλι, που διέτριβε για πολλά χρόνια στα Γιάννενα (1805-1815), ο Pouqueville, απαξίωσε να επισκεφτεί τα Μετέωρα και διαιωνίζει αβασάνιστα τη φήμη ότι οι μοναχοί χρησιμοποιούν τα παλαιά χειρόγραφα για να ανάβουν και να πυρώνουν τους φούρνους. Με το πέρασμα του χρόνου οι αναδιφήσεις αποκτούν αξιόπιστο χαρακτήρα και οι ερευνητές αρχίζουν να παραδίδουν πιο συγκεκριμένες πληροφορίες, όπως λ.χ. ο Άγγλος γιατρός Henry Holland, που ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1812, ο Γάλλος Didron, που επισκέπτεται τα Μετέωρα το 1840 και καταγράφει από τη βιβλιοθήκη του Μεγάλου Μετεώρου 372 κώδικες, από τους οποίους 135 περγαμηνούς και 23 ειλητάρια. Ο ομοεθνής του επίσης L. Heuzey επισκέπτεται τα Μετέωρα το καλοκαίρι του 1858, ενδιαφέρεται όμως κυρίως για το αρχειακό υλικό που φυλάσσεται στις βιβλιοθήκες τους και αναφορικά με τους κώδικες αρκείται να σημειώσει πως όλα τα χειρόγραφα, χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο και χαρακτηρίζονται από μικρογραφίες. Ένα χρόνο αργότερα, το 1859, έρχεται στα Μετέωρα ο Πορφύριος Ουσπένσκυ, για να μελετήσει τα χειρόγραφα, υπολογίζει τους κώδικες της Μονής της Μεταμορφώσεως σε «όχι λιγότερους από 600» και σε 60 αυτούς της Μονής του Αγίου Στεφάνου. Ο Ουσπένσκυ φεύγοντας από τα Μετέωρα, αποκομίζει πολλά χειρόγραφα, τα οποία μετά τον θάνατό του περιήλθαν στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Πετρούπολης. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, η Κυβέρνηση αποφάσισε (1882) να περισυλλέξει και να μεταφέρει στην Αθήνα τα πλέον πολύτιμα χειρόγραφα των μετεωρίτικων αλλά και άλλων θεσσαλικών μονών, του Δουσίκου κυρίως. Σύμφωνα με τα λεγόμενα μελών της αποστολής η αναζήτηση και επιλογή του χειρόγραφου αυτού υλικού απέδωσε γύρω στους 1.200 κώδικες, πολλοί από τους οποίους περιήλθαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Ο αριθμός ακούγεται υπερβολικός, πάντως μετά την επιχείρηση του 1882 κανένας δεν γνώριζε τι είχε απομείνει στις βιβλιοθήκες αυτές.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙΙΙ, Αθήνα, Κότινος, 2007, σ. 372–377.