Θέση. Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, που είναι σήμερα σερβικό μοναστήρι, βρίσκεται δυτικότερα από όλες τις μονές της βορειοανατολικής πλευράς της αθωνικής χερσονήσου, σε δασώδη κοιλάδα και σε απόσταση µισής ώρας από τον αρσανά της, που είναι δίπλα στη μονή Εσφιγμένου. Στη διαδρομή προς τη μονή πολλές είναι οι εναλλαγές πολύχρονης χλωρίδας και παλιών κτισμάτων, με πρώτο το μισοερειπωμένο καστρομονάστηρο του Αγίου Βασιλείου, εξάρτημα της μονής, που, χτισμένο πάνω σε βραχώδες έξαρμα, προχωρεί προς τη θάλασσα. Το συγκρότηµα του Αγίου Βασιλείου κτίστηκε από τον κράλη της Σερβίας Μιλούτιν το 1300–1302.
Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου κατέχει την τέταρτη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Το όνομα της μονής Χιλανδαρίου προήλθε κατά πάσα πιθανότατα από τον Γεώργιο Χελανδάριο, ιδρυτή και κτίτορά της, που έζησε στα τέλη του 10ου αιώνα. Το αρχικό της όνοµα «Του Χελανδάρη», που οι Σέρβοι αργότερα το μετέτρεψαν σε Χιλανδάρ, σχετίζεται με το βυζαντινό χελάνδιον (είδος κωπήλατης φορτηγίδας). Προφανώς ο ιδρυτής της είχε σχέση με τέτοια πλοία ως κατασκευαστής ή πλοίαρχος. Έχουν προταθεί και άλλες προελεύσεις της ονοµασίας, μάλλον παρετυµολογίες, π.χ. «Χίλιες αντάρες» ή «Χίλιοι άνδρες».
Η μονή Χιλανδαρίου είναι από τις παλαιότερες του Όρους. Στα ιστορικά έγγραφα εντοπίζεται για πρώτη φορά το 1015, με Έλληνα ηγούμενο που, δέκατος έβδομος στη σειρά, υπογράφει ως «Ευστάθιος μοναχός και ηγούμενος Χελανδ...». Το όνομα θα μπορούσε να συμπληρωθεί σε Χελανδ-άριος, οπότε ο Ευστάθιος είναι ο ιδρυτής της, ή σε Χελανδ-αρίου, οπότε είναι ηγούμενος μονής που προϋπήρχε. Η δεύτερη άποψη είναι η ορθή, γιατί σε πράξη του Πρώτου Θωμά του έτους 985, οι Αθωνίτες έγραψαν προς τον Βασίλειο Β΄ ότι τους αποδόθηκε ο μονή Κολοβού «διὰ χειρὸς Γεωργίου Χελανδάρη». Ο Γεώργιος Χελανδάρης είχε πουλήσει το 982 τον αγρό του στους Ίβηρες για να εγκατασταθεί κοντά στη θάλασσα. Αυτός λοιπόν πρέπει να είναι ο ιδρυτής της μονής.
Η μονή Χιλανδαρίου συνέχισε απρόσκοπτα τη ζωή της για δύο αιώνες, αν και χωρίς να έχει ιδιαίτερη προβολή. Το 1076 αναφέρεται ως ελληνικό μοναστήρι και το 1141 ως προϊστάμενός της εμφανίζεται ο μοναχός Συμεών, που υπογράφει σε έγγραφο της Λαύρας. Η τελευταία διαθέσιμη μαρτυρία, με υπογραφή του ηγουμένου της μονής Χιλανδαρίου Γερασίμου, εντοπίζεται το 1169 σε έγγραφο του Πρωτάτου. Μετά από την πράξη αυτή, η μονή εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε.
Με τη µεσολάβηση της «Μεγάλης Μέσης των Καρυών» προτάθηκε να απεξαρτηθεί η μονή από τη Βατοπαιδίου και τον Πρώτο και το μοναστήρι να είναι ελεύθερο τόσο από τις Καρυές όσο και από την αυτοκρατορική εξουσία. Ο Σάββας ζήτησε από τον αυτοκράτορα να παραχωρήσει στη μονή ανεξάρτητο καθεστώς και η απεξάρτηση επικυρώθηκε µε χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, το 1198, ο οποίος έθεσε την έρημη μονή στην εξουσία του συμπέθερού του Στέφανου Νεμάνια, βασιλιά της Σερβίας, και του δευτερότοκου γιου του Ράστκο, «ὅπως εἶναι τοῖς Σέρβοις δῶρον αἰώνιον … εἰς ὑποδοχὴν χρηματίζειν τοῖς ἀπὸ τοῦ σερβικοῦ γένους τὴν μοναχικὴν προαιρουμένοις διαγωγήν». Ο Ράστκο είχε ήδη καρεί μοναχός στο Άγιο Όρος, στη μονή του Θεσσαλονικέως, το 1191, με το όνομα Σάββας, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό στη Βατοπαιδίου και έπειτα σε Κελλί των Καρυών, που του παραχώρησε η Σύναξη. Εκεί, το 1197, υποδέχτηκε τον πατέρα του, ο οποίος είχε παραιτηθεί από τον θρόνο και είχε γίνει μοναχός στη μονή της Στουντένιτσας το 1196, λαμβάνοντας το όνομα Συμεών (και η σύζυγός του Άννα ακολούθησε το ίδιο στάδιο και μετονομάσθηκε σε Αναστασία). Το Βατοπαίδι, ύστερα από παράκληση του νέου ηγεμόνα των Σέρβων Στεφάνου Β´, τους παραχώρησε το ερειπωμένο μονύδριο του Χιλανδαρίου. Οι δύο άνδρες φρόντισαν αμέσως για την ανοικοδόμηση και την επέκταση της μονής και δικαιολογημένα θεωρούνται οι ιδρυτές της. Ο Στέφανος Β´ ο Πρωτόστεπτος, αδελφός του Ράτσκο/Σάββα, ενίσχυσε με χρήματα τη μονή, που, ως καθίδρυμα του ξακουστού ηγεμόνα και των γιων του, δέχθηκε αναμφίβολα πολλά πλούσια δώρα, μεταξύ των οποίων εικόνες μεγάλης αξίας, και έγινε πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο των Σέρβων ήδη από τον 13ο αιώνα. Ενώ οι εργασίες στο μοναστήρι δεν είχαν ακόμη τελειώσει, ο Συμεών απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 1199. Ο Σάββας ολοκλήρωσε τις εργασίες και, επισκεπτόμενος ξανά την Κωνσταντινούπολη, εξασφάλισε για την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου το παλιό και εγκαταλειμμένο μοναστήρι του Ζυγού.
Στο ξεκίνημά της η μονή είχε δέκα με δεκαπέντε μοναχούς, μετά όμως από έξι χρόνια έφτασε τους ενενήντα. Το Τυπικό συντάχθηκε από τον Σάββα και σε αυτό τονίζεται ιδιαίτερα η ανεξαρτησία και πλήρης αυτονομία του μοναστηριού ως προς την επιλογή του ηγουμένου της που δεν απαιτεί την αυτοκρατορική επικύρωση: παρουσιάζει μια αξιόλογη πρωτοτυπία, ορίζοντας δύο προϊσταμένους, τον πρώτο με τον τίτλο του ηγουμένου υπεύθυνο για τα πνευματικά, τον δεύτερο με τον τίτλο του οικονόμου για τα διοικητικά. Το 1219 ο Σάββας χειροτονήθηκε πρώτος αρχιεπίσκοπος Πεκίου και αγωνίστηκε για τη συνένωση του σερβικού έθνους σε ένα κράτος κάτω από την ορθόδοξη πίστη. Και οι δύο ανακηρύχθηκαν άγιοι της σερβικής Εκκλησίας. Η δημιουργία ανεξάρτητης σερβικής Εκκλησίας σε καμιά περίπτωση δεν δήλωνε διακοπή των πνευματικών της σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι κανονικοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες διατηρήθηκαν με ευλάβεια και οι προσωπικοί δεσμοί των προκαθημένων υπήρξαν πάντα σύμφωνοι με τη γραμμή που είχε χαράξει ο Σάββας.
Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου γίνεται τον 13ο αιώνα ο πνευματικός φωτοδότης του σερβικού λαού, το πνευματικό του κέντρο, το πρώτο σερβικό διδακτήριο των γραμμάτων και των τεχνών και γενικά ο θεματοφύλακας του πνευματικού και του εθνικού πολιτισμού των Σέρβων. Από τη μονή αυτή προήλθαν οι περισσότεροι μορφωμένοι κληρικοί και σοφοί άνδρες, εκεί μεταφράστηκαν και γράφτηκαν εκκλησιαστικά βιβλία με σκοπό την οργάνωση της σερβικής Εκκλησίας.
Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος εξέδωσε υπέρ της μονής δύο χρυσόβουλα (το 1271 και το 1277) που κατοχύρωναν τις κτήσεις της καθώς και το «αὐτοδέσποτον», ενώ ο διάδοχός του, ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, προέβη σε παραχωρήσεις και διευθετήσεις υπέρ της μονής µε περίπου 33 επικυρωτικές πράξεις.
Η παρουσία των Σέρβων στο Όρος ενισχύθηκε μετά τον γάμο του Στεφάνου Μιλούτιν (1282–1321) με την κόρη του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου Σιμωνίδα, που ενίσχυσε τη μονή, και ακολούθησαν ως ενισχυτές ο Στέφανος Δουσάν, ο πρίγκιπας Λάζαρος, ο δεσπότης Μπράγκοβιτς και άλλοι, μέχρι το πρώτο μισό του 15ου αιώνα. Τον 15ο αιώνα η μονή έχει και την προστασία της σερβίδας Μάρας Μπράγκοβιτς, που ήταν μητριά του Μωάμεθ του Πορθητή. Η μονή αποτέλεσε έκτοτε για αιώνες την κύρια πνευματική εστία των Σέρβων.
Στις αρχές του 14ου αιώνα πολιορκήθηκε στενά από τους Καταλανούς, σύμφωνα µε τη διήγηση του ηγουμένου της Δανιήλ, αλλά δεν εκπορθήθηκε χάρη στην ισχυρή οχύρωσή της.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας συνδράμουν το μοναστήρι ηγεµόνες των παραδουνάβιων χωρών, όπως ο Νεάγκος Βασαράβας (1512–1521) της Βλαχίας, που του εξασφάλισε ετήσια επιχορήγηση 7.000 άσπρων. Την ίδια περίοδο μεγάλο ενδιαφέρον για τη μονή δείχνουν και άλλοι Βλάχοι. Το 1534 ο ηγεμόνας της Βλαχίας Βιντίλας ο Βλάδος της δώρισε 10.000 άσπρα. Το 1589 ο Μίχνας Β´ ο Τουρκομένος, ηγεμόνας της Βλαχίας, πρόσφερε 15.000 άσπρα.
Μέχρι το 1568 οι μοναχοί της μονής είχαν την έγκριση από τον τσάρο για τη συλλογή συνδρομών ανά τετραετία με αποστολή ομάδας στη Ρωσία. Αυτή η αποστολή, από το 1592 και μετά, γινόταν ανά επταετία, με πρώτο τον Γρηγόριο Χιλανδαρηνό, που έφτασε στη Μόσχα και συγκέντρωσε μεγάλα ποσά και αντικείμενα υπέρ της μονής. Κατά την περίοδο αυτή δεν υφίσταται εθνική αντίθεση και στα μοναστήρια μπορούσαν να συμβιώσουν άνετα εκπρόσωποι όλων των εθνοτήτων, με εναλλαγή ηγουμένων και με διγλωσσία. Βλέπουμε π.χ. πως η σερβική μονή Χιλανδαρίου το 1503 παρουσιάζεται σλαβόφωνη, το 1506 ελληνόφωνη, το 1513 σλαβόφωνη, το 1541 ελληνόφωνη, το 1544 σλαβόφωνη.
Κατά τον 17ο αιώνα η μονή είναι σε θέση να προχωρήσει στην εκτέλεση αρκετών έργων, όπως η ανακαίνιση της νοτιοανατολικής πτέρυγας (1610), η τοιχογράφηση της τράπεζας (1622), ο εξωραϊσμός του καθολικού (1632, 1633, 1635), η ανακαίνιση ή ανοικοδόµηση των κελιών της ανατολικής πτέρυγας (1640, 1649), κλπ. Περί τα µέσα του ίδιου αιώνα, η βιβλιοθήκη της μονής θεωρείται από τις αξιολογότερες σλαβικές βιβλιοθήκες. Την περίοδο αυτή αρωγός αναδείχθηκε ένας Σέρβος μεγαλέμπορος από τη Βενετία, ο οποίος, αφού δώρισε στη μονή την περιουσία του, εγκαταβίωσε σε αυτήν μέχρι τον θάνατό του (1665) ως μοναχός Νικάνωρ. Έντονη δραστηριότητα παρουσιάζει και ο ντασκάλ (δάσκαλος) Σαμουήλο Μπάκατσιτς, που ήλθε στο Όρος το 1669 και έζησε στο Χιλανδάρι. Μετέφρασε στα σερβικά την Ἁμαρτωλῶν σωτηρία του Αγαπίου Λάνδου, τον Πνευματικὸν μαγνήτην του Γαβριήλ Αθωνίτη, τον Θησαυρὸν του Δαμασκηνού Στουδίτη και το Ἐγχειρίδιον του Μαξίμου του Πελοποννησίου. Από το 1675 ωστόσο άρχισε η παρακμή —οι Σέρβοι αρχίζουν να μειώνονται και να αντικαθίστανται από Έλληνες και Βουλγάρους.
Στην αρχή του 18ου αιώνα ζουν στη μονή κυρίως βουλγαρόφωνοι μοναχοί, ενώ από το 1740 η πλειονότητα γίνεται ελληνική. Το 1722, ύστερα από την πυρκαγιά, καταστράφηκε το μισό του κτιριακού όγκου, και η μονή περιήλθε σε κατάσταση ένδειας. Παρά ταύτα, η οικονομική της κατάσταση ήταν καλύτερη από άλλων μονών, αφού μπορούσε όχι μόνο να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της αλλά και να αναλάβει τα βάρη των πτωχότερων μονών με το σύστημα του δανεισμού (τέσσερις ήταν συνολικά αυτές οι μονές, η Χιλανδαρίου, η Μεγίστης Λαύρας, η Βατοπεδίου και η Ιβήρων).
Την περίοδο αυτή έζησε στο Χιλανδάρι ο Παΐσιος (1720–π. 1770) από την περιοχή του Σάμοκοβ (στη σημερινή νοτιοδυτική Βουλγαρία), ενώ την ίδια περίοδο ο μεγαλύτερος αδελφός του Λαυρέντιος ήταν προϊστάμενος της μονής. Έχει συνθέσει το έργο Ἱστορία σλαβοβουλγαρικὴ περὶ τῶν λαῶν, τῶν βασιλέων καὶ τῶν ἁγίων τῶν Βουλγάρων, με μικρή ιστορική αξία, αλλά σε αυτό το έργο στηρίχθηκε η εκρηκτική εκδήλωση του εθνικού φρονήματος των Βουλγάρων μετά από έναν περίπου αιώνα. Επίσης, στην αδελφότητα της μονής έχουμε και τον Βούλγαρο μοναχό Κύριλλο Παϊσίμοβιτς (1770–1845), που συνέγραψε τον Καθρέπτη τῶν ἁμαρτωλῶν, τον βίο του πρίγκιπα Λαζάρου, κ.ά. Η βοήθεια ωστόσο που έφτασε τον 18ο αιώνα στη μονή και το γενικό ενδιαφέρον για την ευημερία της την έκαναν προοδευτικά προπύργιο στα Βαλκάνια ενός ενιαίου ορθόδοξου πολιτισμού χωρίς εθνικούς ανταγωνισμούς. Την περίοδο αυτή πέραν των προσκυνητών τη μονή επισκέπτονται και ταξιδιώτες ή μελετητές χειρογράφων, όπως ο Βασίλι Μπάρσκι, που την επισκέφτηκε το 1725 και ξανά το 1744, καταλείποντας περιγραφή της μονής και των θησαυρών της.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, με την εμπλοκή του Αγίου Όρους στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, η αδελφότητα της μονής Χιλανδαρίου κατέβαλε στους επαναστάτες αρκετές χρηματικές εισφορές, με αποτέλεσμα τις βίαιες πράξεις της τουρκικής φρουράς που παρέμεινε στο μοναστήρι για αρκετά χρόνια. Μαρτυρία για τα δεινά της περιόδου παρέχεται από επιστολή της μονής προς τον αρχιμανδρίτη Ησαΐα, με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1828. Η μονή σχεδόν εγκαταλείφθηκε.
Το 1896, όταν ο Σέρβος βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ Οβρένοβιτς επισκέφτηκε το Χιλανδάρι διαπίστωσε πως μεταξύ των μοναχών δεν υπήρχε κανένας Σέρβος. Τότε, αφού ανέλαβε την εξόφληση όλων των χρεών της μονής και καθόρισε ετήσια επιχορήγηση, προέβη στη μαζική είσοδο μοναχών από τη Σερβία. Έτσι η μονή πολύ σύντομα τέθηκε υπό τον έλεγχό τους. Τότε άρχισαν και τα έργα ανοικοδόµησης και ανακαίνισης των κτιρίων.
Στην απελευθέρωση της Μακεδονίας (1912–1913) οι Σέρβοι μοναχοί πρωτοστάτησαν υπέρ της ένωσης του Αγίου Όρους με την Ελλάδα, αποκρούοντας τις ρωσικές βλέψεις κατάληψής του. Πρέπει να σημειωθεί πως πρωτεπιστάτης στη Σύναξη για την έκδοση του ψηφίσματος υπέρ της ένωσης (3.10.1913) ήταν ο σερβικής καταγωγής εκπρόσωπος της μονής Χιλανδαρίου, ο οποίος όχι μόνον υπέγραψε το ψήφισμα, αλλά και το προσκόμισε στην Αθήνα ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας που ορίστηκε για τον σκοπό αυτό, προσφωνώντας μάλιστα τον βασιλιά των Ελλήνων. Το ψήφισμα ελήφθη σοβαρά υπόψη κατά τη διάσκεψη του Λονδίνου (Νοέμβριος 1913).
Κατά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο οι μοναχοί της δεν συνεργάστηκαν µε τις δυνάμεις κατοχής. Την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Γιουγκοσλαβία, όταν αποσχίσθηκε (1963) από το Σερβικό Πατριαρχείο του Βελιγραδίου η Αυτόνοµη Εκκλησία της Διασποράς, η μονή Χιλανδαρίου διχάστηκε επίσης και διασπάστηκε σε δύο μερίδες.
Η μονή Χιλανδαρίου δοκιμάστηκε από πυρκαγιές το 1722 και το 1891, αλλά και πρόσφατα, το 2004. Στην τελευταία πυρκαγιά καταστράφηκε το 50% της έκτασής της —η δυτική πτέρυγα, μέρος της βόρειας πτέρυγας μέχρι τον Πύργο του Αγίου Σάββα και το «Λευκό Κονάκι» (ανατολική πτέρυγα) σε έκταση 2.000 τ.μ. και σε δομημένους χώρους 10.000 τ.μ.
Σήμερα αριθμεί περί τους 30 μοναχούς, ενώ έχει και αρκετούς εξαρτηματικούς που ζουν σε Κελλιά της. Ηγούμενος είναι ο αρχιμανδρίτης Μεθόδιος.
Το καθολικό της μονής είναι αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Χτίστηκε µε την χορηγία του κράλη Στεφάνου Ούρος Β΄ Μιλούτιν (της δυναστείας των Νεμάνια), γύρω στο 1293, σε τύπο αθωνικό, µε τυπικά διαµορφωμένη λιτή αλλά χωρίς παρεκκλήσια. Ο δεύτερος νάρθηκας, που έχει επίσης διαμόρφωση λιτής, προστέθηκε αργότερα από τον πρίγκιπα Λάζαρο.
Από τον εσωτερικό διάκοσµο αξίζει να αναφερθούν το εξαιρετικό µαρµαροθετηµένο δάπεδο, οι σηµαντικές παλαιολόγειες τοιχογραφίες και το επίσης παλαιολόγειο μαρμάρινο τέµπλο πίσω από το µεταγενέστερο ξυλόγλυπτο (1774).
Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής Χιλανδαρίου βρίσκεται στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο της ανατολικής πτέρυγας. Το τμήμα αυτό ανασκευάστηκε ειδικά για να στεγάσει και το Εικονοφυλάκιο και τη Βιβλιοθήκη.
Το μοναστήρι θεωρείται πλούσιο από πλευράς κειμηλίων. Αξιολογότερα κειμήλια αποτελούν δύο σταυροί με τίμιο ξύλο, δώρα του αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη, καθώς και τα παραπετάσματα της Ευφημίας, του 1399, και της Αναστασίας, του 1566. Στη μονή φυλάσσονται επίσης διάφοροι πολύτιμοι λίθοι με παραστάσεις του Χριστού, της Θεοτόκου και του αγίου Δημητρίου, το περίφημο δίπτυχο με 24 μικρογραφίες, ένα τρίπτυχο του έτους 1548, βημόθυρο με την παράσταση του Ευαγγελισμού, έργο του ζωγράφου Μητροφάνοβιτς, του 1616, ένα ποτήρι του ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν από ελεφαντοστό (14ος αι.), η ποιμαντορική ράβδος του Συνέσιου Ζίγκοβιτς, του 1757, καθώς και πολλά άμφια και λειτουργικά σκεύη, νομίσματα και λειψανοθήκες. Σε ίασπι είναι επίσης φιλοτεχνημένο το παναγιάριο (δίσκος για τον ευλογημένο άρτο) της μονής (13ος αι.) και ένας σταυρός με βάση από αμέθυστο.
Εικονοφυλάκιο. Το Εικονοφυλάκιο της μονής Χιλανδαρίου βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγά της, στον δεύτερο όροφο, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Περιλαμβάνει συλλογή από φορητές εικόνες, πολλές από τις οποίες προέρχονται από τη βυζαντινή εποχή και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Από τις σπουδαιότερες είναι δύο εικόνες της Θεοτόκου Οδηγήτριας, εκ των οποίων η μία ψηφιδωτή (12ου αι.), και οι εικόνες του Χριστού (13ου αι.), των Ευαγγελιστών, των Εισοδίων της Θεοτόκου, των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του Τιμίου Προδρόμου, των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, των αγίων πέντε Μαρτύρων και του αγίου Παντελεήμονος, του 13ου αιώνα. Στον πρώτο όροφο της πτέρυγας έχει διαμορφωθεί ειδικός χώρος συντήρησης εικόνων.
Η εικόνα που κατέχει κεντρική θέση στη μονή είναι η Τριχερούσα. Μεταφέρθηκε στη μονή από τα Ιεροσόλυμα τον 14ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, σε αυτήν προσευχήθηκε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και θεραπεύτηκε το χέρι που του είχε κόψει ο χαλίφης Ισάμ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ (724–743) μετά από διαβολή του εικονομάχου Λέοντος Γ΄ Ισαύρου. Στην εικόνα προστέθηκε ένα τρίτο ασημένιο χέρι.
Βιβλιοθήκη. Η απαρχή της βιβλιοθήκης του Χιλανδαρίου θα πρέπει να συνδεθεί με τις δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντα του αγίου Σάββα, ιδιαίτερα όμως με την άφιξη του πατέρα του Συμεών Νεμάνια και τις κοινές τους προσπάθειες για την ίδρυση σερβικής μονής. Η αρχική συλλογή περιλάμβανε βιβλία λειτουργικά. Ξεκινώντας, ο Σάββας προμηθεύτηκε τα πρώτα χειρόγραφα από το Άγιον Όρος. Στα τέλη του 12ου αιώνα επικρατούσε στους Αγιορείτες Σλάβους η ρωσική παιδεία, γι’ αυτό τα πρώτα βιβλία ήταν ρωσικά, ακολουθούσαν τα βουλγαρικά, αφού το παλαιότερο σλαβονικό μοναστήρι στον Άθω ήταν το βουλγαρικό του Ζωγράφου, και τέλος τα ελληνικά, λόγω της γλωσσικής κυριαρχίας και της πνευματικής παράδοσης της ελληνικής ορθοδοξίας. Παράλληλα βεβαίως, ήδη από την ίδρυση της μονής, μεταφέρθηκαν και χειρόγραφα από σερβικά εδάφη, όπως το Ευαγγέλιο του Μιροσλάβ (Мирослављево Јеванђеље) και το Ευαγγέλιο του Βουκάν (Вуканово Jеванђеље).
Στην πορεία, η συλλογή χειρογράφων διευρύνθηκε με δωρεές, αγορές ή με άλλους τρόπους. Παράλληλα όμως χάθηκαν και αρκετοί κώδικες με επανειλημμένες αφαιρέσεις. Εκτός από απώλειες που οφείλονταν στη φυσική φθορά, οι πυρκαγιές κατέκαψαν σημαντικό αριθμό κωδίκων, ιδιαίτερα το 1772 και το 1776. Επίσης η βιβλιοθήκη υπέστη κατά καιρούς λεηλασίες που φτάνουν μέχρι τον 19ο αιώνα και την ελληνική επανάσταση (1821–1831). Τέλος, πολλά σημαντικά χειρόγραφα αφαιρέθηκαν από τους ίδιους τους μοναχούς της μονής, μολονότι αυτό απαγορευόταν αυστηρά. Ήδη από τον 16ο αιώνα οι μοναχοί χάριζαν ως δώρα χειρόγραφα, ειδικά στη Ρωσία. Η Ρωσία συνδέεται με μια από τις πρώτες και ίσως συστηματικότερες απογυμνώσεις βιβλιοθηκών στο Άγιον Όρος, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Αρσενίου Σουχάνοφ, ο οποίος κατά τα έτη 1653–1654 επέλεξε και πήρε μαζί του 498 κώδικες από τις μονές του Άθωνα.
Οι χειρότερες «φιλικές κλοπές» συνέβησαν τον 19ο αιώνα, όταν ήταν μεγάλο το ενδιαφέρον των σλαβολόγων. Δεν είναι λίγα τα μεμονωμένα φύλλα, τα θραύσματα και οι κώδικες που βρέθηκαν σε συλλογές της Μόσχας, της Αγίας Πετρούπολης και της Οδησσού και προέρχονται από τις επισκέψεις του Βίκτωρα Γρηγόροβιτς (1844) και του Πορφύριου Ουσπένσκι (1845/1846 και 1858/1859). Χρονολογικά είχε προηγηθεί ο γλωσσολόγος Γέρνεϊ Κοπίταρ, ο οποίος το 1826/1827 αγόρασε 12 χειρόγραφα από το Άγιον Όρος, 8 από το Χιλανδάρι και 4 από του Ζωγράφου, για τη Βιβλιοθήκη της Αυτοκρατορικής Αυλής της Βιέννης. Η αποστολή του ωστόσο διακόπηκε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από την αυτοκρατορική Αυλή για αγορά σλαβικών θησαυρών.
Στη μονή Χιλανδαρίου είχε αναπτυχθεί έντονη αντιγραφική δραστηριότητα, αφού έχει διαπιστωθεί ότι ήδη από τον 12ο αιώνα οι μοναχοί της άρχισαν να παράγουν μεγάλο αριθμό χειρογράφων. Αυτή η δραστηριότητα συνεχίστηκε μέχρι τον 20ό αιώνα και ικανός αριθμός αυτών των χειρογράφων βρίσκεται σε συλλογές ανά τον κόσμο, όπως στην Οξφόρδη και στο Νοβοσιμπίρσκ. Σήμερα οι ευρωπαϊκές συλλογές χειρογράφων περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό χειρογράφων προερχόμενων είτε από το Χιλανδάρι είτε από Χιλανδαρηνό γραφέα.
Τελικά, η Βιβλιοθήκη της μονής διαθέτει περίπου 700 χειρόγραφα, 100 ελληνικά, σε περγαμηνή 25 σλαβικά και 27 ελληνικά, 9 ειλητάρια περγαμηνά, εκ των οποίων 2 ελληνικά, 6.600 έντυπα, από τα οποία 1.000 ελληνικά, σύμφωνα με το έργο του Μοναχού Σωφρονίου Αγιοπαυλίτου Θησαυροί του Αγίου Όρους. Από τα χειρόγραφα περίπου τα 200 από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα είναι αρκετά αξιόλογα για τις ωραίες μικρογραφίες τους, επηρεασμένα από δυτικά και βυζαντινά πρότυπα. Φανταστικά ζώα και μέλη του σώματος απεικονίζονται κυρίως στις μικρογραφίες. Το ύφος της διακόσμησης των χειρογράφων σε κυριλλική γραφή είναι εκείνο των πρώτων μεταφράσεων στη σλαβική και δεν άλλαξε ουσιαστικά από τον 9ο με 10ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 14ου. Απαντούν κυρίως φανταστικά πλάσματα και περίπλοκα γεωμετρικά σχέδια που κοσμούν τα αρχιγράμματα. Παρόμοια διακόσμηση έχει βρεθεί σε ελληνικά βιβλία από επαρχιακά εργαστήρια αλλά και από σκριπτόρια της Δυτικής Ευρώπης. Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου διαθέτει τα περισσότερα διακοσμημένα σερβικά χειρόγραφα βιβλία του 13ου αιώνα. Ένας ολόκληρος κόσμος που δημιούργησε η φαντασία του μεσαιωνικού ανθρώπου εμφανίζεται στα σλαβικά χειρόγραφα του σκριπτόριου της Χιλανδαρίου, όπως σημειώνει ο Δημοσθένης Χατζηλέλεκας (βλ. Βιβλιογραφία).
Αρχείο. Το Αρχείο της μονής Χιλανδαρίου περιλαμβάνει περισσότερα από 400 έγγραφα. Από αυτά, τα 165 είναι βυζαντινά ελληνικά, 160 σερβικά, 18 ρωσικά, 2 βουλγαρικά, 31 μολδοβλαχικά και 70 τουρκικά φιρμάνια και βεράτια. Στα έγγραφα αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα ιδρυτικά χρυσόβουλα του μοναστηριού. Τα μεταβυζαντινά έγγραφα, από το 1453 μέχρι το 1800, ανέρχονται στα 1.800, με τα 1.200 περίπου από αυτά να έχουν οικονομικό περιεχόμενο.
Η πρώτη προσπάθεια ταξινόμησης του αρχείου έγινε το 1894 από τον μοναχό Σάββα Χιλανδαρηνό, ο οποίος όμως ασχολήθηκε κυρίως με τα βυζαντινά έγγραφα, προσπάθεια όχι ιδιαίτερα ικανοποιητική ως προς το αποτέλεσμά της.
Πολλές αποστολές, κυρίως Σέρβων ερευνητών στον 19ο και τον 20ό αιώνα (μνημονεύονται λεπτομερώς από τη Mirjana Živojinović στο Actes de Chilandar I), ασχολήθηκαν με το αρχείο της μονής, αλλά εστίασαν κυρίως στην έρευνα των βυζαντινών ή των σλαβικών εγγράφων. Μόνον ο πρώτος εκδότης του ελληνικού αρχείου L. Petit και οι εκδότες των προσθηκών σε αυτό Μοσίν (V. Mošin) και Σοβρ (A. Sovre) περιέλαβαν στις εκδόσεις τους τα 22 έγγραφα από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα και 3 έγγραφα του 18ου αιώνα. Ακολούθησε η έκδοση επιτομών του Β. Αναστασιάδη (2002), που περιλαμβάνει τα έγγραφα μέχρι το 1800.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Από την πυρκαγιά του 2004 σώθηκαν οι εικόνες και τα χειρόγραφα που βρίσκονταν στη νότια πτέρυγα της μονής. Η πτέρυγα αυτή είχε ανακατασκευαστεί το 1784 στη θέση παλαιότερης, που είχε καταστραφεί από πυρκαγιά το 1722. Με τις επεμβάσεις του 1988, του 1992 και του 1995 εγκαταστάθηκαν σε αυτή νέες λειτουργίες, όπως εκθεσιακοί χώροι στο ισόγειο, βιβλιοθήκη-βιβλιοδετείο στον πρώτο όροφο και κελιά και χώροι υγιεινής στον δεύτερο και τον τρίτο όροφο. Σήμερα, η Βιβλιοθήκη των χειρογράφων της μονής Χιλανδαρίου στεγάζεται στην ανατολική πτέρυγα, όπου και το Σκευοφυλάκιο και το Εικονοφυλάκιο του μοναστηριού.
Ο Σπυρίδων Λάμπρος στα τέλη του 19ου αιώνα, την εποχή της πρώτης καταλογογράφησης, κατέγραψε συνολικά 105 ελληνικούς χειρόγραφους κώδικες, από τους οποίους περιγράφονται μόνον οι 26 που έχουν περιεχόμενο θεολογικό ή άλλο, ενώ οι 79, που περιέχουν εκκλησιαστική μουσική, απλώς μνημονεύονται. Το 1973 επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη ο Δημήτριος Κύρου, ο οποίος κατέγραψε 136 χειρόγραφα, εκτός εκείνων του Λάμπρου. Το 2007 ακολούθησε ο συμπληρωματικός κατάλογος των Ευθυμίου Λίτσα και Δημητρίου Κύρου.
Ακόμη, το 1978 ο Γιακόβλεβιτς (A. Jakovljević) συνέταξε και δημοσίευσε απογραφή όλων των ευρεθέντων εκείνη τη στιγμή (σλαβονικών και ελληνικών) μουσικών χειρογράφων, και ο Β. Κοντοβάς δημοσίευσε το 1982 και το 1983 δύο άρθρα σχετικά με τους γραφείς που εμφανίζονται στα ελληνικά χειρόγραφα της μονής.
Η πιο πλήρης και ακριβής περιγραφή της συλλογής των σλαβονικών χειρογράφων (Catalogue of Cyrillic Manuscripts of the Monastery of Hilandar) δημοσιεύτηκε στο Βελιγράδι το 1978 από τον Μπογκντάνοβιτς (Dimitrije Bogdanović).
Σήμερα η συλλογή της μονής περιέχει 990 κώδικες, από τους οποίους 181 ελληνικοί και 809 σλαβικοί. Οι 47 από αυτούς είναι περγαμηνοί και όλοι οι άλλοι χαρτώοι, ενώ περιλαμβάνει επιπλέον 7 ελληνικά ειλητάρια και 5 σλαβικά.
Η αρχική συλλογή συγκροτήθηκε από βιβλία λειτουργικού περιεχομένου του 12ου αιώνα με σκοπό να ικανοποιηθούν οι ανάγκες της μονής. Η θεματολογία του αρχικού πυρήνα των χειρογράφων φαίνεται πως δεν μεταβλήθηκε ιδιαίτερα στο πέρασμα των αιώνων, αφού στη συλλογή της εντοπίστηκε μόνο στον Κώδικα 11 (18ος αι.) το έργο Περὶ τοῦ πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν του Λουκιανού. Μάλιστα το έργο αυτό είναι μοναδικό στις συλλογές των μονών του Αγίου Όρους.
Μεταξύ των ελληνικών χειρογράφων ξεχωρίζουν το περγαμηνό εικονογραφημένο Ευαγγέλιο του 14ου αιώνα (Κώδικας 5), το περγαμηνό Τετραευάγγελο των τελών του 14ου αιώνα (Κώδικας 6), το περγαμηνό Ευαγγέλιο των τελών του 13ου ή των αρχών του 14ου αιώνα (Κώδικας 105).
Μεταξύ των σλαβικών περγαμηνών χειρογράφων ξεχωρίζουν το Τετραευάγγελο του κράλη Μιλούτιν του έτους 1316 (Κώδικας 1), και άλλα χειρόγραφα που συνδέονται με το χιλανδαρινό Κελλί στις Καρυές (Κώδικες 9, 13, 14, 47, κ.ά.), τα οποία χρονολογούνται στον 14ο αιώνα και τα περισσότερα είναι έργα καλλιγράφων μοναχών της μονής. Ο μοναχός της Σάββας (†1910), ο οποίος συνέταξε ιστορία του Αγίου Όρους στα σερβικά και ιστορία της μονής χωριστά, αφού τακτοποίησε τα χειρόγραφα της μονής γενικά, συνέταξε και κατάλογο των σλαβικών.
Η μονή Χιλανδαρίου διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό σερβικών κοσμημένων χειρόγραφων κωδίκων του 13ου αιώνα.
Αξιομνημόνευτα είναι το περγαμηνό Τετραευάγγελο του 14ου αιώνα (Κώδικας 5), γραμμένο σε κυριλλική μεγαλογράμματη γραφή, με ελληνικές επικεφαλίδες, καθώς και ο Κώδικας 13, που κοσμείται από έξοχες εικόνες μέσα σε επίτιτλα των Ευαγγελιστών, πίσω από τους οποίους παριστάνεται γυναικεία μορφή με κοσμικά χαρακτηριστικά, προφανώς η εμπνέουσα Σοφία, εκτός από την περίπτωση του Ιωάννη, που ο ίδιος υπαγορεύει στον Πρόχορο τους λόγους του.
Έντυπα Βιβλία. Η βιβλιοθήκη εντύπων της μονής βρίσκεται στη νότια πτέρυγα, κάτω από το συνοδικό και περιέχει πάνω από 20.000 ελληνικά και 4.000 σλαβικά βιβλία.
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους (σ. 13) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που έχει εντοπίσει στη μονή Χιλανδαρίου είναι ένα Ευαγγέλιο του 1550, τυπωμένο στη Βενετία «ἐν οἰκίᾳ Ἀνδρέου τοῦ σπινέλου, ἐπιμελείᾳ δὲ βασιλείου βαλέριδος». Τα αμέσως επόμενα χρονολογικά έντυπα είναι κι αυτά λειτουργικού περιεχομένου. Πρόκειται για Μηναῖα του 1558 του Ανδρέα Σπινέλου, με επιμέλεια του Γρηγορίου Μαλαξού. Όλα τα επόμενα έντυπα μέχρι την Καινή Διαθήκη σε μετάφραση του Μαξίμου Καλλιπολίτη του 1638 είναι λειτουργικά, ενώ το πρώτο μη λειτουργικό είναι ο Θησαυρὸς του Δαμασκηνού Στουδίτη του 1642.
Βιβλιογραφία
Αγγελόπουλος, Α., Η εν Άθω σερβική μονή του Χιλανδαρίου, Αθήνα 1968.
Αναστασιάδης, Β., Αρχείο Ι. Μ. Χιλανδαρίου. Επιτομή μεταβυζαντινών εγγράφων, Αθήνα 2002.
Bojović, B., Les actes slaves du Mont-Athos et les Archives de Chilandar, Méthodologie d'édition, état et perspectives de la recherche des archives post- byzantines, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Venise 2001, 129–140.
–––––, Chilandar et les pays roumains (XVe – XVIIe siècles). Les actes des princes roumains des archives de Chilandar, Paris 2008.
Boškov, V., Les actes des sultans ottomans conservés dans le monastère athonite de Chilandar 1512–1600 [Султанске повеље из манастира Хиландара], Recueil de Chilandar 8 (1991), 169–213.
Ćurćić, S. (ed.), Hilandar Monastery. An Archive of Architectural Drawings, Sketches, and Photographs, Princeton 1987.
Fotić, Al., Non-Ottoman Documents in the Kādīs’ Courts (Mōloviya, Medieval Charters): Examples from the Archive of the Hilandar Monastery (15th–18th C.), Frontiers of Ottoman Studies: State, Province, and the West, Volume II, London-New York 2005, 63–73.
Gastgeber, Ch., Die privilegienurkunden Kaiser Alexios’ III. Angelos für das Chilandar-Kloster (1198, 1199): Paläographisch-diplomatisches resumee im kontext der urkunden der Angeloi-Kaiser, ZRVI (ЗРВИ) 55 (2018), 165–178.
Jagić, V., Tipik Romanov. Rukopis nekoć hilandarski, sada berlinski, Starine 5 (1873), 3–7.
Kämpfer, F., Die russischen Urkunden in Archiv des Klosters Hilandar, Recueil de Chilandar 6 (1986), 271–296.
Κοντοβάς Β., Τα ελληνικά χειρόγραφα της Μονής Χελανδαρίου και οι βιβλιογράφοι τους. Μέρος Α´, Κληρονομία 15Α (1983), 98–143.
–––––, Έλληνες βιβλιογράφοι ελληνικών κωδίκων ιεράς μονής Χελανδαρίου, JÖB 32/4 (1982), 65–78.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 28–30.
Λίτσας, Ε. / Κύρου, Δ., Συνοπτικός συμπληρωματικός κατάλογος των ελληνικών χειρογράφων της μονής Χιλανδαρίου, Τεκμήριον 7 (2007), 9–87.
Μελισσάκης, Ζ., Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων, Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83.
Μπάκιτς, Μ., Η βασιλομήτωρ (βαλιδέ σουλτάνα) Μάρα Μπράνκοβιτς και ο ρόλος της στα πολιτικά και εκκλησιαστικά δρώμενα της εποχής της, Θεσσαλονίκη 2020.
Nenadović, S., Nouvel édifice abritant le bibliothèque du monastère Chilandar [Ненадовић Слободан, Нова зграда библнотеке мамастира Хиландара], Саопштења 15 (1983), 355–368.
Novaković, S., Actes de Chilandar ΙΙ. Actes Slaves. (Actes de l’Athos V), από τον B. Korablev, στο Византийский Временникъ 1 (1915), 95 πράξεις (1193–1684) 369–596.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα, Αθήνα 2000.
Petit, L. / Korablev, B., Actes de Chilandar Ι (Actes de l'Athos V), Amsterdam 1975.
Πόποβιτς, Ιουστίνος αρχιμ., Βίος και πολιτεία των αγίων πατέρων ημών Σάββα και Συμεών, κτιτόρων της Ι. Μ. Χιλανδαρίου και φωτιστών των Σέρβων, Αθήνα 1975.
Puzović, Ljiljana, Katastich of the Chilandar monastery (n. 522) as a source for the history of the Hilandar monastery in the first part of 17th century [Пузовић Љиљана, Катастих манастира Хиландара (бр. 522) као извор за историју манастира у првој половини XVII века], Прилози за КЈИФ 83 (2017), 177–206.
Radojihić, Đ., Anciennes chartes serbes et livres manuscrits à Hilandar [Радојихић Ђорђе, Старе српске повеље и рукописне књиге у Хиландару], Архивиста 2.2 (1952), 47–82.
Sindik, D. I., Sur les archives de Chilandar [Iz Hilandarskog arhiva], Recueil de Chilandar 5 (1983), 69–73.
–––––, Les actes serbes du Moyen Age au monastère de Chilandar [Српска средњовековна акта у манастиру Хиландару], Recueil de Chilandar 10 (1998), 9–134.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988).
Subotić, G. (ed.), Hilandar Monastery, Belgrade 1998.
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.
Živojinović Mirjana / Kravari Vassiliki / Giros Christophe, Actes de Chilandar I. Des origines à 1319, (Archives de l'Athos XX), Paris 1998.