Θέση. Η Σκήτη του Προφήτου Ηλιού βρίσκεται σε αμφιθεατρική επικλινή πλαγιά, στα δυτικά της μονής Παντοκράτορος, της οποίας αποτελεί εξάρτημα, και σε απόσταση μισής ώρας από αυτήν πεζή.
Ίδρυση και εξέλιξη. Το 1757 ή το 1761 ένα παλαιό και έρημο Κελλί, που ανάγεται στον 15ο αιώνα, παραχωρήθηκε από την κυρίαρχη μονή Παντοκράτορος στον Ουκρανό ασκητή Παΐσιο Βελιτσκόφσκι (1722–1794), μετά από αίτημά του προς τους προϊσταμένους της μονής και τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β΄, που εγκαταβιούσε σε αυτό.
Ο Παΐσιος ήδη από το 1746 ασκήτευε στον οικισμό της Καψάλας, σε μια Καλύβα γνωστή με την ονομασία Κάπαρι. Σημαντική επίδραση στην ασκητική του είχε ο φημισμένος ασκητής Βασίλειος, ηγούμενος της μονής Ποϊάνα Μάρουλουι της Βλαχίας. Στη σλαβονική εκκλησιαστική γραμματεία ο Βασίλειος ήταν συγγραφέας εμπεριστατωμένων εισαγωγών σε συγγράμματα του Γρηγορίου Σιναΐτη, του Φιλοθέου Σιναΐτη και του Ησυχίου Πρεσβυτέρου, καθώς και ενός πονήματος για τη νοερά προσευχή. Ο Βασίλειος επισκέφθηκε τον Παΐσιο στην Καψάλα το 1750 και τον μύησε στα ελληνικά ασκητικά και μυστικά πατερικά συγγράμματα. Έτσι, όταν ο Παΐσιος εγκαταστάθηκε στον Προφήτη Ηλία ξεκίνησε, για πρώτη φορά στην ιστορία, ένα πρόγραμμα μετάφρασης ελληνικών ασκητικών κειμένων στη ρωσική γλώσσα. Ο Παΐσιος είχε μάθει τα ελληνικά από τα πρώτα ήδη χρόνια της παραμονής του στον Άθωνα. Δάσκαλό του είχε τον Μολδαβό συμμοναστή του Μακάριο, ο οποίος είχε διατελέσει μαθητής του Αλεξάνδρου Τουρναβίτη στην ελληνική σχολή του Βουκουρεστίου.
Στον Προφήτη Ηλία ο Παΐσιος σύντομα συγκέντρωσε γύρω του αρκετούς ασκητές, αρχικά 15 και στη συνέχεια περισσότερους, κυρίως Μολδαβούς και Ρώσους. Βασική πηγή των πόρων για τη λειτουργία του νέου Κελλιού αποτέλεσαν οι συνεισφορές των μακρινών συμπατριωτών τους. Οι ίδιοι οι ασκητές ασχολούνταν με την προσευχή, τη μελέτη και τις πνευματικές επιδόσεις. Ο μεγάλος αριθμός των μοναχών οδήγησε στην επέκταση των εγκαταστάσεων, που έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε τα κτίρια να αποτελέσουν ενιαίο μοναστηριακό σύνολο και όχι ανεξάρτητες Καλύβες. Γύρω από τον ναό κτίστηκαν η τράπεζα, το μαγειρείο, ο ξενώνας και τα κελιά, 16 στην αρχή, περισσότερα αργότερα. Έτσι το παλαιό Κελλί μετατράπηκε σε σκήτη που διατήρησε κοινή τράπεζα, λειτούργησε δηλαδή με χαρακτήρα κοινόβιο. Οι κοινές εκκλησιαστικές ακολουθίες τελούνταν στα ρουμανικά και τα σλαβονικά. Για πρώτη φορά εισάγεται έτσι στο Άγιο Όρος, άτυπα και σιωπηρά, το είδος της κοινόβιας σκήτης.
Επειδή ο αριθμός μοναχών κάποια στιγμή ξεπέρασε τους 50, ο Παΐσιος αναγκάστηκε να αναζητήσει άλλο χώρο, εγκαταλείποντας τη σκήτη του. Η Κοινότητα τού παραχώρησε την ερημωμένη και χρεωκοπημένη μονή Σιμωνόπετρας, από όπου όμως έφυγε πολύ γρήγορα, μέσα σε τρεις μήνες, διότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τα χρέη της, και επέστρεψε πάλι στον Προφήτη Ηλία. Τελικά πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το Άγιον Όρος. Το 1764 αναχώρησε για τη Βλαχία, παίρνοντας μαζί του 64 μοναχούς από τη σκήτη.
Στη σκήτη του Προφήτου Ηλιού εγκαταστάθηκαν αργότερα (1775) αρκετοί μοναχοί, μεταξύ των οποίων και Ρώσοι, με γέροντα τον Βαρλαάμ, πρώην ναυτικό, και την κράτησαν έως τον επόμενο αιώνα. Με τους Ρώσους, το ησυχαστικό και ταπεινό πνεύμα του Παϊσίου περιορίστηκε ή εξέλιπε, και το μεγαλύτερο μέρος των μοναχών της σκήτης σύρθηκε στο άρμα του πανσλαβισμού. Το 1835 προσήλθε σε αυτήν από την Καψάλα ο μοναχός Ανίκητος (πρίγκιπας Σέργιος Σιρίνσκι-Σιγκμάτωφ) με συνοδεία από 15 μοναχούς. Λόγω της συγκέντρωσης πολλών Ρώσων, η μονή Παντοκράτορος αντέδρασε. Ο Ανίκητος κατευθύνθηκε τότε προς τη ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Μετά από λίγο όμως επέστρεψε και πάλι στη σκήτη, προφανώς με παρότρυνση κάποιου συντονιστή των ρωσικών κινήσεων στο Άγιον Όρος. Ύστερα από μακρές συνεννοήσεις και με τη μεσολάβηση προσωπικοτήτων που ήλθαν από τη Θεσσαλονίκη, του Κωνσταντίνου Σπανδωνή, δηλαδή, και του Πετροσεσκή, διερμηνέα του ρωσικού προξενείου, το 1839 επιτεύχθηκε συμφωνία, η οποία επικυρώθηκε από την Κοινότητα. Αναγνωρίστηκε στο ίδρυμα η ιδιότητα της σκήτης, και μάλιστα κοινοβιακής, αλλά απαγορεύτηκε η ανακαίνιση ή η επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων χωρίς άδεια της μονής. Καταρχάς ο αριθμός των ασκητών της ορίστηκε σε 25, για τους οποίους η σκήτη θα κατέβαλε ετησίως στη μονή 1.500 γρόσια. Επίσης, η μονή Παντοκράτορος έδωσε στη σκήτη το δικαίωμα για περισσότερους μοναχούς, αρκεί να της αποδίδονταν για κάθε επιπλέον πρόσωπο δύο ολλανδικά φλορίνια, χωρίς να αντιληφθεί πως αυτό οδηγούσε αναγκαστικά και σε επέκταση των κτιρίων. Πράγματι, οι οικοδομές αποδείχτηκαν ανεπαρκείς, ακόμη και μετά τις προσθήκες που επέφερε ο δικαίος Τωβίας χωρίς την άδεια της μονής.
Στο πλαίσιο της πανσλαβικής κίνησης στο Άγιον Όρος, το 1845 επισκέφτηκε τη σκήτη και διανυκτέρευσε εκεί ο μέγας δούκας Κωνσταντίνος, δευτερότοκος γιος του τσάρου Νικολάου Α΄. Επίσης, το 1881 ο αντιναύαρχος Δημήτριος Ζαχάροβιτς Γαλοβάτσοφ έθεσε παράνομα τον θεμέλιο λίθο νέου κυριακού της σκήτης, χωρίς αρχιερέα, με εντολή της μεγάλης δούκισσας Αλεξάνδρας Πετρόβνας, συζύγου του μεγάλου δούκα Νικολάου Νικολάγιεβιτς, ως κτιτόρισσας. Εκ των υστέρων ζητήθηκε η άδεια, αλλά ενώ η μονή παραχώρησε άδεια οικοδόμησης με βάση τα σχέδια του παλαιού κυριακού, ο δικαίος επέμενε να κτιστεί πολύ μεγαλύτερος ναός. Με προσφυγή στα τουρκικά δικαστήρια, ο δικαίος Τωβίας κατόρθωσε να επιβάλει στο Πατριαρχείο την έκδοση, το 1892, σιγιλίου με το οποίο ο αριθμός των αδελφών της σκήτης οριζόταν σε 130 μοναχούς και 20 δόκιμους, επιτρεπόταν η επέκταση των εγκαταστάσεων, η ανέγερση νέου νοσοκομείου και η αντικατάσταση του παλαιού κυριακού με νέο. Το κυριακό θεμελιώθηκε το 1894 από τον ναύαρχο Βιρίλοφ, με τελετάρχη αυτή τη φορά τον εξόριστο πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ τον Μεγαλοπρεπή. Το 1907 το νέο κυριακό, που είχε σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα Λέοντα Προκόποβιτς από την Οδησσό, ολοκληρώθηκε, μεγαλοπρεπές και πολυτελές. Τα εγκαίνιά του έγιναν το 1914 και είναι αφιερωμένο στον προφήτη Ηλία, στην αγία Αναστασία (=Αλεξάνδρα Πέτροβνα) και στον απόστολο Ανδρέα.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ρωσική επανάσταση και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος επέφεραν βαρύ πλήγμα στον ρωσικό μοναχισμό του Αγίου Όρους. Η σκήτη του προφήτη Ηλία, με 500 μοναχούς στην αρχή του αιώνα, άρχισε να παρακμάζει, ώσπου διαλύθηκε.
Το 1973 η μονή Παντοκράτορος κάλεσε τον ιερομόναχο Σεραφείμ Πόποβιτς, ο οποίος ήλθε από την Αμερική και τοποθετήθηκε ως νέος δικαίος της σκήτης. Δεν κατόρθωσε όμως να ανασυστήσει τον Προφήτη Ηλία. Έτσι, το 1982 στη σκήτη απέμεναν μόνο τρεις μοναχοί.
Το 1992, με παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η σκήτη επανδρώθηκε από συνοδεία Ελλήνων μοναχών, που προέρχονταν από τη σκήτη Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της μονής Ξενοφώντος, με πρώτο δικαίο τον Γέροντα Ιωακείμ Καραχρήστο (†2021). Στα χρόνια της διοίκησης του Ιωακείμ, η ημιερειπωμένη σκήτη ανακαινίστηκε πλήρως. Σήμερα ζουν σε αυτή 9 μοναχοί, με δικαίο τον Γέροντα Φιλήμονα.
Βιβλιοθήκη. Στη Βιβλιοθήκη της σκήτης του Προφήτη Ηλία, που συστεγάζεται με το μουσείο της, δεν σώζεται κανένα χειρόγραφο ή έντυπο βιβλίο από την περίοδο του Παϊσίου Βελιτσκόφσκι.
Ο Παΐσιος μελετούσε συστηματικά τα ασκητικά πατερικά συγγράμματα. Επισκεπτόταν τις σλαβικές μονές Χιλανδαρίου και Ζωγράφου, των οποίων οι βιβλιοθήκες ήδη από τον 14ο αιώνα είχαν εμπλουτιστεί με πολλά σλαβονικά χειρόγραφα ασκητικών και μυστικών έργων. Την εποχή του, δηλαδή τον 18ο αιώνα, οι Βούλγαροι της Χιλανδαρίου, απλοϊκοί και απαίδευτοι, δεν έδιναν μεγάλη σημασία στα χειρόγραφα. Οι μοναχοί των δύο μονών με προθυμία δάνειζαν ή και δώριζαν χειρόγραφα, που ο Παΐσιος τα έπαιρνε στο κελί του και ασχολούνταν με την αντιγραφή ή τη μελέτη τους. Η αδιαφορία για τα χειρόγραφα ήταν τέτοια που, όταν ο Παΐσιος απουσίαζε από το κελί του, «δὲν ἔκλειε τὰς θύρας, διότι ἐντὸς αὐτοῦ δὲν ὑπῆρχον παρὰ μόνον βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐλάμβανεν ἐκ τῶν βουλγαρικῶν μοναστηρίων».
Η γνώση της ελληνικής γλώσσας επέτρεπε στον Παΐσιο να μελετά τα πατερικά έργα από το πρωτότυπο. Η άγνοια των μοναχών ως προς το περιεχόμενο των χειρογράφων τον οδήγησε σε προσωπική έρευνα στις βιβλιοθήκες των μονών Χιλανδαρίου και Ζωγράφου, όπου εντόπισε συγγράμματα του Ησυχίου Πρεσβυτέρου, του Φιλοθέου Σιναΐτη, του Θεοδώρου Εδέσσης και του Ισαάκ του Σύρου. Επιπλέον, στράφηκε και προς τις βιβλιοθήκες των ελληνικών μονών. Αρχικά μετέβη στις σκήτες Αγίας Άννης, Καυσοκαλυβίων και Αγίου Δημητρίου (βατοπαιδινή), γιατί θεωρούσε πως οι εκεί ασκητές οπωσδήποτε θα μελετούσαν ασκητικά έργα. Με έκπληξη διαπίστωσε και εκεί την άγνοιά τους όχι μόνο για τα έργα αλλά ακόμη και για τα ονόματα των πατέρων.
Ασκητικά έργα εντόπισε χάρη σε ένα τυχαίο περιστατικό. Σε διαδρομή από τη Μεγίστη Λαύρα προς την Αγία Άννα πέρασε από το Κελλί του Αγίου Βασιλείου, όπου έμεναν μοναχοί από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί ο Παΐσιος ανακάλυψε σε ένα δωμάτιο ένα χειρόγραφο με έργα του Πέτρου Δαμασκηνού. Στην ερώτησή του αν υπάρχουν και άλλα ασκητικά συγγράμματα, οι μοναχοί τού απάντησαν ότι ήδη είχαν αντιγράψει πάρα πολλά έργα, όπως του Μεγάλου Αντωνίου, του Διαδόχου Φωτικής, του Συμεών του Νέου Θεολόγου, του Νικήτα Στηθάτου και πολλών άλλων. Αμέσως ο Παΐσιος παρήγγειλε την αντιγραφή πολλών πατερικών συγγραμμάτων, και, όπως γράφει ο ίδιος, «δύο καὶ πλέον ἔτη πρὸ τῆς ἐξ Ἄθω ἀναχωρήσεως ἡμῶν, ὁ καλλιγράφος ἐκεῖνος ἤρχισε νὰ ἀντιγράφῃ, καθ’ ὅσον ὁ Θεός ὡδήγει τὴν χεῖρα του. Ἀντέγραψε δὲ οὗτος δι’ ἐμὲ μέρος ἐκ τῶν ποθητῶν ἐκείνων βιβλίων, τὰ ὁποῖα, λαμβάνοντες ὡς δῶρόν τι θεῖον ἐξ οὐρανοῦ σταλὲν ἡμῖν, ἀνεχωρήσαμεν ἐξ Ἁγίου Ὄρους». Έτσι, όταν ο Παΐσιος αναχώρησε από το Άγιο Όρος, πήρε μαζί του και την πλούσια συλλογή των πατερικών αυτών έργων, τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα της ιδιαίτερα πλούσιας βιβλιοθήκης που δημιούργησε αργότερα ο ίδιος στη μονή Νεάμτσου της Μολδαβίας. Η Βιβλιοθήκη της μονής αυτής σήμερα περιλαμβάνει συνολικά 276 σλαβικά χειρόγραφα, προερχόμενα από τη σχολή του Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, αρκετά μάλιστα είναι αυτόγραφά του. Αξιόλογος αριθμός χειρογράφων της σχολής του διασώθηκε και στη Βιβλιοθήκη της μονής του Αγίου Σίμωνος στη Μόσχα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Σπυρίδων Λάμπρος εντόπισε στη σκήτη Προφήτη Ηλία μόνον ένα χειρόγραφο κώδικα, τον οποίο περιγράφει στον 2ο τόμο του Καταλόγου του. Πρόκειται για ένα Ψαλτήριο, του 13ου αιώνα, γραμμένο σε περγαμηνή, κοσμημένο με επίτιτλα και μερικές εικόνες «ἰδιορρύθμου τέχνης».
Σήμερα η Βιβλιοθήκη της σκήτης έχει περί τα 30 χειρόγραφα και 5.000 έντυπα βιβλία, από τα οποία ελάχιστα παλαίτυπα. Επίσης διαθέτει αρκετά χειρόγραφα εκκλησιαστικής μουσικής στα ρωσικά. Ανάμεσα στα χειρόγραφα, εκτός από αυτό που περιγράφει ο Λάμπρος, σημαντικό είναι και ένα άλλο Ψαλτήριο, του 14ου αιώνα, γραμμένο σε χαρτί, καθώς και μια Θεία Λειτουργία του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του 1635, με πολυτελή επίτιτλα, αρχιγράμματα και μικρογραφίες.
Βιβλιογραφία
Καραχρήστος, αρχιμ. Ιωακείμ, Ιερά Κοινοβιακή Σκήτη Προφήτου Ηλιού, Άγιον Όρος 1999.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Βʹ, Cambridge, University Press, 1900, 469.
Μαμαλάκης, Ι.Π., Το Άγιον Όρος (Άθως) διά μέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη 1971.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους 1903/1988.
Ταχιάος, Α.-Αι., Ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722–1794) και η ασκητικοφιλολογική σχολή του, Θεσσαλονίκη 1964.
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.
Επίσημη ιστοσελίδα σκήτης:
http://www.thinkit.gr/