Θέση. Η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου (ρουμανική), εξάρτημα της μονής Μεγίστης Λαύρας, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της μονής, σε απόσταση λιγότερη από μία ώρα με τα πόδια και σε υψόμετρο 250 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, σε έναν ερημικό και πετρώδη τόπο που ονομάζεται Βίγλα.
Ίδρυση και εξέλιξη. Το 1810 ο Μολδαβός πνευματικός Ιουστίνος αγόρασε από τη μονή Μεγίστης Λαύρας το Κελλί Γιαννικόπουλο, που βρισκόταν στα νοτιοδυτικά της, χτισμένο σε άγονη βραχώδη περιοχή στον Ακράθω. Επρόκειτο για κτίσμα παλαιό, που είχε ανακαινιστεί το 1660 από τον πνευματικό Φιλόθεο, ενώ αργότερα (1772) ζούσαν εκεί ασκητές από τη Χίο. Ο Ιουστίνος αποφάσισε να επεκτείνει το Κελλί, ώστε να αναπτύξει σε αυτό πολυμελή αδελφότητα. Ταξίδεψε πίσω στην πατρίδα του με σκοπό να βρει χρήματα για την ανοικοδόμησή του και να αναζητήσει ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωσή του. Στο ταξίδι πέθανε, αλλά είχε προλάβει να εγγράψει στο Κελλί του δύο συμπατριώτες του μοναχούς, τον Πατάπιο και τον Γρηγόριο. Οι δύο μοναχοί κατέφθασαν στο Άγιον Όρος και το 1820 εξασφάλισαν άδεια από την κυρίαρχη μονή, τη Λαύρα, να συστήσουν «κοινοβιακὴν σκήτην τοῦ εὐσεβοῦς γένους τῶν Μολδοβάνων». Μετά τη συμφωνία με τη Λαύρα αποχώρησαν αμέσως ώστε να διασφαλίσουν «σταθερόν τινα πόρον». Λόγω όμως των γεγονότων που επακολούθησαν λόγω της Επανάστασης του 1821, παρέμειναν στη μονή Νεάμτσου της Μολδαβίας, από όπου δεν έφυγαν ποτέ. Το Κελλί τους στο Άγιον Όρος, όπως είναι η θεσμική πρακτική, επέστρεψε στη Λαύρα, η οποία στη συνέχεια το διέθετε σε διάφορους ασκητές.
Νέο ενδιαφέρον για το Κελλί του Τιμίου Προδρόμου εκδηλώθηκε από τη Μολδαβία μετά από 30 χρόνια, αυτή τη φορά από επίσημα χείλη. Στη μονή Νεάμτσου βρέθηκε τυχαία το συμφωνητικό που είχαν συνάψει με τη Λαύρα οι δύο ασκητές Πατάπιος και Γρηγόριος. Το συμφωνητικό τέθηκε υπόψη του ηγεμόνα (1849–1853, 1854–1856) Γρηγορίου Γκίκα και του μητροπολίτη Μολδαβίας Σωφρονίου, οι οποίοι «ἀνέλαβον ἀμφότεροι ζῆλον ἔνθεον ὑπὲρ τῆς συστάσεως αὖθις τῆς εἰρημένης μολδαβικῆς σκήτης». Για την ανασυγκρότησή της επέλεξαν τους μοναχούς Νήφωνα και Νεκτάριο και με γράμμα παρακάλεσαν τη Λαύρα να δώσει τη σχετική άδεια κατά τον τύπο του παλαιού συμφωνητικού. Έτσι, το 1852 συντάχθηκε νέο συμφωνητικό, με το οποίο επικυρώθηκαν τα παλαιότερα άρθρα και προστέθηκαν νέα. Ο αριθμός των ασκητών ορίστηκε στους 20 και για κάθε περίπτωση αύξησής του χρειαζόταν προηγουμένως η συγκατάθεση της μονής. Επίσης, εγκρίθηκε η σφραγίδα της σκήτης με την αποτομή του Προδρόμου σε σχέδιο και με μολδαβική επιγραφή: «Σφραγίς της Μολδαβικής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου της Λαύρας 1852». Επιπλέον, ορίστηκε η σκήτη να προσφέρει ετησίως στη μονή 1.000 γρόσια για τη χρήση του τόπου και την ξύλευση. Τη διοίκηση ανέλαβε ως δικαίος ο Νήφων, έχοντας τον Νεκτάριο βοηθό του.
Την περίοδο αυτή, η σκήτη ενεπλάκη στη φυλετική εθνικιστική κίνηση, που ήδη είχε αναπτυχθεί και μεταξύ των Ρουμάνων. Μετά μία τριετία, το 1855, ο Γρηγόριος Γκίκας εξέδωσε χρυσόβουλο με το οποίο εξασφάλιζε τους χρηματικούς πόρους για τη λειτουργία της σκήτης ως κτίτοράς της. Αιτήθηκε επίσης την επικύρωση όλων των προηγούμενων αποφάσεων αναφορικά με τη σκήτη από το Πατριαρχείο, επικύρωση που πραγματοποιήθηκε το 1856 με την έκδοση σιγιλίου από τον πατριάρχη Κύριλλο Ζ΄.
Το 1857 ο Νήφων έθεσε τα θεμέλια του νέου κυριακού της σκήτης, αφιερωμένου στη Βάπτιση του Χριστού, που αποπερατώθηκε μετά από εννέα έτη και εγκαινιάστηκε το 1866 από τον μητροπολίτη του Βουκουρεστίου. Γύρω του ανεγέρθηκαν οι πτέρυγες των κελιών, σχηματίζοντας τετράπλευρο τειχισμένο οικοδόμημα.
Η περίοδος 1867–1882 χαρακτηρίζεται από μεγάλη αταξία στη σκήτη, με πολλές έριδες και ραδιουργίες μεταξύ των μοναχών της. Μετά τη συνένωση των δύο παραδουνάβιων ηγεμονιών και την επικράτηση του κοινού ονόματος Ρουμάνοι, η ρουμανική κυβέρνηση ζήτησε από την ηγεσία της σκήτης να χρησιμοποιήσει και αυτή το κοινό όνομα. Ο Νήφων όμως με τον Νεκτάριο, πιστοί στη μολδαβική και φιλορωσική παράδοση, διαφώνησαν. Μαζί με 20 μοναχούς αποχώρησαν από τη σκήτη και εγκαταστάθηκαν στο Ιάσιο, προσπαθώντας να αποτρέψουν την αλλαγή ή να παραδώσουν τη σκήτη στους Ρώσους. Επέστρεψαν ωστόσο χωρίς να επιτύχουν τον σκοπό τους.
Φορέας του εθνικιστικού ρουμανικού φρονήματος έγινε ένας ξένος, ο ηγεμόνας Κάρολος Α΄ (1866–1881) του οίκου Χοεντσόλερν-Ζίγκμαρινγκεν, ο οποίος με πράξη του το 1871 ονόμασε αυθαίρετα τη σκήτη «Ρουμανικό κοινόβιο» και όρισε «Σφραγίδα του ρουμανικού κοινοβίου», παραλείποντας τις λέξεις «της Λαύρας», υπογραμμίζοντας έτσι ότι το ίδρυμα είναι μονή, και μάλιστα ανεξάρτητη, και όχι σκήτη. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε τριπλή αντίδραση, πρώτον από τους Μολδαβούς μοναχούς της σκήτης που δεν ήθελαν τη μεταβολή, δεύτερον από τη Μεγίστη Λαύρα, και τρίτον από το Πατριαρχείο. Τελικά, με έκδοση σιγιλίου από τον Ιωακείμ Β΄ (1876), το ίδρυμα ονομάζεται ρητά σκήτη, αλλά ρουμανική και όχι μολδαβική, ενώ παραλείπεται και η μνεία της Λαύρας: «Σφραγίς της κοινοβιακής Ρουμανικής Σκήτης του Αγίου Όρους Άθω».
Η τάξη επανήλθε το 1882, με έγγραφο που καθόριζε ρητά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Μεγίστης Λαύρας και τις υποχρεώσεις της σκήτης. Αργότερα, το 1889 ο Ιωακείμ Γ΄ κατάργησε το σιγίλιο του προκατόχου του και συνάφθηκε οριστική συμφωνία μεταξύ μονής και σκήτης. Η σκήτη ονομάζεται πλέον ρουμανική και η κυριαρχία της Λαύρας αναγνωρίζεται πλήρως.
Επί σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Ρουμανία (1945–1989), η σκήτη αντιμετώπισε προβλήματα αντίστοιχα με εκείνα των ρωσικών καθιδρυμάτων μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Το 1976, όταν κατέφθασαν στη σκήτη μοναχοί από τη Ρουμανία, βρήκαν εκεί περί τους δέκα υπερήλικες και φιλάσθενους μοναχούς. Οι νέοι αυτοί μοναχοί ξεκίνησαν επισκευές στα κτίρια, που ολοκληρώθηκαν το 2006. Σήμερα η σκήτη γνωρίζει νέα ακμή, με τον αριθμό των μοναχών της να ανέρχεται στους 25, όλοι ρουμανικής καταγωγής.
Βιβλιοθήκη. Σήμερα η Βιβλιοθήκη της ρουμανικής σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, που στεγάζεται στην ανατολική πτέρυγα του κτιρίου, διαθέτει περί τα 200 χειρόγραφα. Κάποια προέρχονται από μοναστηριακές βιβλιοθήκες της Ρουμανίας και κάποια είναι γραμμένα από μοναχούς της σκήτης.
Ανάμεσα στους χειρόγραφους κώδικες ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την Ιστορία των αγιορειτικών μονών, που συντάχθηκε από τον μοναχό Ειρήναρχο Σισμάν (1845–1920), και εκτείνεται σε δέκα συνολικά τόμους. Πρόκειται για ιστορία του Άθωνα και των μονών του, διανθισμένη με ποικίλα κοσμήματα και εικόνες. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του έργου έγκειται στην επισήμανση από τον συντάκτη των ρουμανικών κτισμάτων κάθε μοναστηριακού συγκροτήματος.
Κατάλογος των εντύπων της σκήτης δεν έχει ακόμη εκδοθεί, αλλά συνολικά τα θησαυρισμένα βιβλία της ανέρχονται στα 5.000, κυρίως στα ρουμανικά, με αρκετά παλαίτυπα ανάμεσά τους. Βασική πηγή εμπλουτισμού του τμήματος των εντύπων αποτελούν οι δωρεές μοναχών από τη Ρουμανία. Εκτός από τα λειτουργικά έντυπα, τα υπόλοιπα είναι κυρίως θεολογικά, αλλά εντοπίζεται και μεγάλος αριθμός βιβλίων εκκλησιαστικής μουσικής και θύραθεν γραμματείας.
Μεταξύ των παλαιτύπων στα ρουμανικά επισημαίνουμε τα Καζάνια (= Κηρύγματα) του Βαρλαάμ (1643), Τα επτά μυστήρια (Ιάσιο 1644), την Καινή Διαθήκη του Στεφάνου Σιμιόν (Άλμπα Ιούλια, 1648), και τον Κανόνα της Γκοβόρα (1652).
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους (σ. 18) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου χρονολογείται στο 1560: πρόκειται για Τὸ Θεῖον καὶ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, που τυπώθηκε στη Βενετία παρὰ χριςτοφόρῳ τῷ ζανέτω (Cristoforo Zanetti).
Βιβλιογραφία
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους - Παλαιά ελληνικά έντυπα, Αθήνα 2000.
Ρουμανική Σκήτη Προδρόμου (εκδ.), Σύντομος οδηγός για τους προσκυνητές, Βουκουρέστι 2006.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους 1903/1988.
Σπυρίδων, μον. Λαυριώτης, Έγγραφα περί της Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου Μ. Λαύρας Αγίου Όρους εκ του Κώδικος αυτής, Θεολογία 6 (1928), 44–60 & 142–161.
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.