Θέση. Η Ιερά Μονή Καρακάλλου είναι χτισμένη 200 μ. πάνω από τη θάλασσα, σε ανοικτό και κατάφυτο πρανές μιας έντονα κατωφερούς πλαγιάς στη βορειοανατολική πλευρά της αγιορειτικής χερσονήσου. Βρίσκεται μισή ώρα ανατολικά της μονής Φιλοθέου και αντίστοιχα σε ίση απόσταση από τη θάλασσα. Κατέχει την ενδέκατη θέση στην ιεραρχία των είκοσι αθωνικών Μονών.
Ίδρυση και εξέλιξη. Η μονή Καρακάλλου ιδρύθηκε στα πρώτα πενήντα περίπου χρόνια από την εμφάνιση του οργανωμένου μοναχικού βίου στον Άθωνα και συμπίπτει με την παρουσία του Αθανασίου του Αθωνίτη.
Για την προέλευση του ονόματός της εκφράστηκαν διάφορες απόψεις. Η παράδοση, που αποδίδει την ίδρυση και την ονομασία της στον αυτοκράτορα Καρακάλλα (211–217 μ.Χ.), απηνή διώκτη του χριστιανισμού, και παγιώθηκε στον 17ο αιώνα, ή η υπόθεση του Βικτόρ Λανγκλουά (Victor Langlois), που συσχετίζει το όνομα με το τουρκικό «καρά-κουλές» (μαύρος πύργος), δεν ευσταθούν. Τη σχέση της μονής με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα αναφέρει ο Άγγλος περιηγητής Τζον Κόβελ (John Covel) (1677) και την υιοθετούν τόσο ο Ιωάννης Κομνηνός στο Προσκυνητάριόν του (1698) όσο και ο Μπάρσκι (1744). Η παράδοση αυτή είναι τόσο ισχυρή ώστε να εντοπίζεται παράστασή της στον κοιμητηριακό ναό των Αγίων Πάντων (1768). Αμφισβητήσιμες πρέπει να θεωρηθούν και άλλες εικασίες σχετικά με το όνομα της μονής.
Πιθανώς η ονομασία οφείλεται στον επιθετικό προσδιορισμό του ιδρυτή της, εικασία που διατυπώνει κατά τον 14ο αιώνα ο πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος. Ωστόσο και αυτό ελέγχεται, αφού το επώνυμο Καράκαλος μας είναι γνωστό μόλις στα τέλη του 13ου αιώνα.
Η ύπαρξή της μονής κατά τον 11ο αιώνα προκύπτει από έγγραφο του 1018 που σώζεται στο Αρχείο της μονής Μεγίστης Λαύρας, όπου ονομάζεται Καρακάλου ή Καρακάλους, ενώ σε σπάραγμα τοιχογραφίας άγνωστης εποχής σώζεται το όνομα «Βασ. Καρακάλλας». Στις επόμενες χρονολογικά αρχειακές πηγές έως το 1142 αποκαλείται Καρακάλου, αλλά την ίδια χρονιά απαντάται για πρώτη φορά και ως μονή του Καρακαλά. Έως τον 14ο αιώνα η μονή αναφέρεται και με τις δύο εκδοχές, περισσότερο όμως με την ονομασία Καρακάλου, που τελικά επικρατεί.
Περί το 1070, από αυτοκρατορικό έγγραφο του Ρωμανού Δ΄ Διογένη (1068–1071) (που σήμερα σώζεται μόνον η σφραγίδα του), προκύπτει ότι η Καρακάλλου ανήκε στις αναγνωρισμένες μονές του Αγίου Όρους, εφόσον προκάλεσε την έκδοση αυτοκρατορικού εγγράφου, και κατείχε απροσδιόριστο αριθμό σημαντικών μετοχίων σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Οι πληροφορίες στο επόμενο διάστημα μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα είναι λιγοστές. Από το 1169 μάλιστα έως το 1262, για εκατό δηλαδή περίπου χρόνια, δεν έχει διασωθεί καμιά αρχειακή μαρτυρία για τη μονή.
Με την τέταρτη Σταυροφορία (1204), εκτός από τις διοικητικού τύπου καταπιέσεις εκ μέρους των κατακτητών, Λατίνοι πειρατές λεηλάτησαν και ερήμωσαν μοναστήρια της αθωνικής χερσονήσου. Στη μονή Καρακάλλου, πέρα από τις λεηλασίες, αιχμαλώτισαν τον ηγούμενο και όλους τους μοναχούς, οι οποίοι εξαγοράστηκαν και απελευθερώθηκαν από τη μονή της Λαύρας. Ο ηγούμενος της Λαύρας κατέστησε την Καρακάλλου μετόχι μαζί με όλα τα κτήματά της μέχρι να επιστραφεί το ποσό των λύτρων. Εν τέλει, ο άγιος Σάββας, αρχιεπίσκοπος Σερβίας και συνιδρυτής της μονής Χιλανδαρίου, κατόρθωσε να συγκεντρώσει το ποσό και να επαναφέρει τη μονή Καρακάλλου στην αρχική της ανεξαρτησία.
Με το τέλος της λατινοκρατίας (1261) η μονή φαίνεται να ανακάμπτει σταδιακά. Αρχίζουν να εμφανίζονται και πάλι στις πηγές ονόματα ηγουμένων. Η ουσιαστική ακμή όμως αρχίζει τις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα και γίνεται εμφανής επί βασιλείας του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου, ο οποίος το 1294 με χρυσόβουλο παραχώρησε στη μονή προνόμια και κτήματα, προκειμένου να ανασυγκροτηθεί μετά τις πειρατικές επιδρομές του 13ου αιώνα. Είναι το πρώτο σωζόμενο έγγραφο στο οποίο αποτυπώνεται η περιουσιακή κατάσταση της μονής. Την ίδια στάση κράτησε και ο εγγονός του Ιωάννης Ε΄.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η μονή παρουσίασε ακμή σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και σε κτήματα, τα οποία κατά τον 14ο αιώνα αυξήθηκαν σημαντικά. Το πρώτο κτήμα που απέκτησε εκτός Αγίου Όρους τής το δώρισε το 1338 η μητέρα του Ιωάννη Καντακουζηνού.
Η άνθηση της μονής στα τέλη του 13ου και στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα συνδέεται με τον ιδιαίτερο δεσμό που είχε με τον μετέπειτα πατριάρχη Αθανάσιο Α΄, αρχικά μοναχό της μονής, αυστηρό ασκητή και προδρομική μορφή του ησυχαστικού κινήματος. Στην εποχή του προσελκύονται και εγκαταβιώνουν στη μονή πολλοί μορφωμένοι μοναχοί, όπως ο Ισαάκ, αντιγραφέας πολυτελούς ευαγγελίου, που το αφιέρωσε στη μονή το 1290. Ο Αθανάσιος Α΄, που ταξίδευσε τουλάχιστον επτά φορές στις ηγεμονίες βόρεια του Δούναβη, βρίσκεται και πίσω από τις οικονομικές ενισχύσεις εκ μέρους του Αστρά, του Ιεράκη, του Ιωάννη Ούγγλεση και τέλος του βοεβόδα της Ουγγροβλαχίας Βλαδισλάβου (1364–1377).
Η μονή βρισκόταν σε ακμή όταν, το 1393, ανακηρύχθηκε πατριαρχικό σταυροπήγιο από τον πατριάρχη Αντώνιο. Το πλήθος των μοναχών της ήταν τόσο ώστε δεν έφταναν τα κτίριά της να το στεγάσουν και μέρος του διοχετεύθηκε στην ολιγάνθρωπη μονή Αλυπίου, σήμερα Κελλί των Αγίων Αποστόλων.
Από το 1424 και μετά ξεκίνησε στο Άγιον Όρος οικονομική κρίση εξαιτίας της φορολόγησης και της αυθαιρεσίας των Οθωμανών. Οι πληροφορίες για τα φορολογικά βάρη της μονής είναι λιγοστές, δεν πρέπει όμως να ήταν μεγάλα, καθώς στην οθωμανική απογραφή του 1520 είναι η πλέον ολιγοπρόσωπη αγιορειτική μονή.
Το 1444 τη μονή επισκέφθηκε ο Κυριακός ο Αγκωνίτης, ο οποίος αναφέρει ότι βρήκε εκεί τον ηγούμενο Δαβίδ μαζί με λίγους φτωχούς Σέρβους μοναχούς. Το 1489, ο Ησαΐας Χιλανδαρινός αναφέρει 30 μοναχούς, χαρακτηρίζοντας το μοναστήρι «αρναούτικο», δηλαδή αρβανίτικο.
Στα τέλη του 15ου αιώνα η θέση της μονής στη μοναστική ιεραρχία της αθωνικής χερσονήσου ήταν αρκετά υψηλή. (Στο Τυπικό του Αγίου Όρους του Μανουήλ Παλαιολόγου στην τάξη των μονών στο Πρωτάτο η Καρακάλλου κατέχει την έκτη θέση.) Την ίδια περίοδο διατηρεί σχέσεις με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, όπως με τον άρχοντα Ιάκωβο Μαλασπίνα ή τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μακάριο. Στα ίδια χρόνια, ένας από τους σημαντικότερους ασκητές του 16ου αιώνα, ο άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, ασκητεύει για αρκετό χρόνο στα όρια της μονής, προτού εκλεγεί ηγούμενος στη μονή Φιλοθέου.
Τον 16ο αιώνα οι μαρτυρίες για τη λειτουργία της μονής πυκνώνουν και φανερώνουν την ακμή της, η οποία συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες. Σε αναφορά του προς τον τσάρο, ο απεσταλμένος στο Άγιον Όρος το 1583 Ιβάν Μεσενίν τον πληροφορεί ότι βρήκε 50 μοναχούς και 27 κελλιώτες.
Το 1535, με τη μεσολάβηση των βοεβοδών της Μολδοβλαχίας, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ εξέδωσε φιρμάνι, όπου αναγνώριζε πως «τὸ ῥηθὲν μοναστήριον χρῄζει ἀνακαινίσεως» και επέτρεπε να «ἀνακαινισθῆ ἐπὶ τῶν ἀρχαίων κτιρίων», απαγορεύοντας όμως παράλληλα την οικοδόμηση νέων κτιρίων. Στα επόμενα χρόνια, μεταξύ 1548 και 1563, εκδόθηκαν και άλλες δύο άδειες σχετικά με την ανοικοδόμηση του καθολικού, με επιτόπια μάλιστα επιθεώρηση από Οθωμανούς απεσταλμένους.
Η μονή ανακατασκευάστηκε με τη γενναία χορηγία του ηγεμόνα της Βλαχίας Πέτρου Ράρες, μετά από θρυλούμενη πυρκαγιά περί το 1530, η οποία ωστόσο δεν μαρτυρείται από αξιόπιστες πηγές, ή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε ο σεισμός του 1509.
Στο οικοδομικό πρόγραμμα του 16ου αιώνα εντάχθηκε και το αμυντικό συγκρότημα του πύργου στον αρσανά (1534), έργο απαραίτητο για την αντιμετώπιση των συχνών πειρατικών επιδρομών. Στην εντοιχισμένη επιγραφή του αναφέρεται και το όνομα του αρχιτέκτονα: Συρόπουλος Διονύσιος Χατζής. Άλλες εργασίες της περιόδου εκτός από τη θεμελίωση του καθολικού αφορούν την ανακαίνιση των κελιών.
Το 1569, η δόμνα Ρωξάνδρα, χήρα του ηγεμόνα της Μολδαβίας Αλεξάνδρου Λαπουσνεάνου, κατέβαλε στη μονή 35.000 άσπρα, προκειμένου να εξαγοραστούν τα κτήματα που είχε δημεύσει ο σουλτάνος Σελίμ Β΄. Άλλοι ηγεμόνες αφιέρωσαν στη μονή διάφορα πολύτιμα αντικείμενα.
Τον 17ο αιώνα η μονή είχε την οικονομική στήριξη του ηγεμόνα της Ιβηρίας Αρτχίλα και του αδελφού του, που εκτός από χρήματα δώρισαν στη μονή το μετόχι του Αγίου Νικολάου στην Ισμαηλία. Πραγματοποιήθηκαν πολλές ανακαινίσεις, ιστορήσεις και επισκευές κτιρίων και παρεκκλησίων.
Τον 18ο αιώνα η μονή γνώρισε ιδιαίτερη ακμή. Εγκαταβιώνουν σε αυτή πολλοί μοναχοί, ενώ γίνονται παράλληλα προσθήκες, ανακαινίσεις, ανακατασκευές και πραγματοποιούνται ευρύτατα εικονογραφικά προγράμματα. Το 1707, με δαπάνη του προηγουμένου Διονυσίου Ιβηρίτη και τη συνδρομή του προηγουμένου Νεοφύτου, ανακαινίζεται η βόρεια και η ανατολική πτέρυγα, όπου βρισκόταν ο ξενώνας. Το 1714, με δαπάνη του ηγουμένου Νικοδήμου προστίθεται στο καθολικό ο νάρθηκας και το κωδωνοστάσιο, στο οποίο «θέτωσιν τὸ κροῦον ὡρολόγιον». Το 1717 ιστορείται ο κυρίως ναός του καθολικού από τον ζωγράφο Δαμασκηνό. Περί το 1722 εργάζεται εκεί ο ζωγράφος Διονύσιος ο εκ Φουρνά. Το 1750 ιστορήθηκε η λιτή και το 1767 ο εξωνάρθηκας. Το 1768 ολοκληρώθηκε η οικοδόμηση και η ιστόρηση του νέου κοιμητηριακού ναού των Αγίων Πάντων.
Στην απογραφή του 1808 καταγράφονται 44 μοναστηριακοί μοναχοί και 55 κελιώτες.
Με την εξάπλωση της ελληνικής επανάστασης του 1821 στη Μακεδονία και τις αρνητικές συνέπειες που είχε στο Άγιον Όρος εξαιτίας της επιθετικής συμπεριφοράς και του βαρύτατου φόρου που καλούνταν να καταβάλουν οι μονές, η Καρακάλλου δεν έμεινε ανεπηρέαστη ως προς τις οικονομικές συνέπειες και τις απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό. Με την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Άγιον Όρος το 1830, η μονή αποκαθιστά την επικοινωνία της με τα μετόχια, η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται και ο αριθμός των μοναχών αυξάνεται. Ωστόσο, περί το 1835, αναγκάστηκε λόγω χρεών να ενεχυριάσει άμφια και κειμήλια. Από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα με την έγγεια ιδιοκτησία των μονών. Η δήμευση όλων των μετοχίων από τη ρουμανική κυβέρνηση το 1863 έθιξε και τη μονή Καρακάλλου. Παρά ταύτα, ύστερα από την πυρκαγιά του 1874, ανακατασκευάστηκε η τράπεζα, το αρχονταρίκι και τμήμα της ανατολικής πλευράς.
Ωστόσο, η μονή δεν ανέκαμψε μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους και την ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος. Τα οικονομικά προβλήματα μάλιστα επιδεινώθηκαν μετά το 1922, όταν τα κτήματά της απαλλοτριώθηκαν και παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες. Από το 1930 και μετά ολόκληρο το Άγιον Όρος εμφανίζει έντονα φαινόμενα παρακμής. Στη μονή Καρακάλλου η καθοδική πορεία ανακόπηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Από τότε ανασυγκροτήθηκε και ανανεώθηκε σε κτίρια και ανθρώπινο δυναμικό. Το 1982 επανδρώθηκε από συνοδεία Φιλοθεϊτών μοναχών. Το 1991 ανακατασκευάστηκε η βορειοανατολική πτέρυγα, που είχε καταστραφεί από πυρκαγιά το 1988.
Η μονή Καρακάλλου λειτουργεί κοινοβιακά από το 1813 με σιγίλιο του πατριάρχη Κυρίλλου του ΣΤ΄ και ηγούμενο τότε τον ιερομόναχο Νεκτάριο. Από το 1982 ηγούμενος είναι ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος, σε μια αδελφότητα που ανέρχεται στους 30 περίπου μοναχούς.
Ιστορικό διάγραμμα της μονής έχει εκπονήσει ο ιστορικός Κρίτων Χρυσοχοΐδης και περιέχεται στον τόμο Εἰκόνες Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου, που εκδόθηκε από τη μονή το 2011.
Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής Καρακάλλου βρίσκεται στον χώρο πάνω από τον εξωνάρθηκα του καθολικού. Σε αυτό φυλάσσονται ιερά άμφια, λειτουργικά σκεύη και άλλα αντικείμενα με ιστορική και καλλιτεχνική αξία.
Εικονοφυλάκιο. Το Εικονοφυλάκιο συστεγάζεται με τη Βιβλιοθήκη στο ισόγειο της ανατολικής πτέρυγας. Στη συλλογή των λατρευτικών εικόνων του καθολικού ιδιαίτερης σημασίας έργο είναι η σπουδαίας τέχνης εικόνα των Αγίων Αποστόλων, ζωγραφισμένη από το χέρι του Διονυσίου του εκ Φουρνά (1722). Βρίσκεται στο τέμπλο του καθολικού. Εξαίρετο επίσης είναι και το έργο του Κωνσταντίνου Παλαιοκάπα, όπου ιστορείται ο ασπασμός των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, με βάση πρότυπο του 16ου αιώνα. Χρονολογείται στο 1640.
Βιβλιοθήκη. Η ιστορία της Βιβλιοθήκης της μονής Καρακάλλου συνδέεται άρρηκτα με τη μακραίωνη ιστορία του μοναστηριού. Παλαιότερα, σύμφωνα με κάποιες αναφορές, στεγαζόταν πάνω από τον εξωνάρθηκα του καθολικού.
Το 1492, κάποιος Ιάκωβος Μαλασπίνας αγόρασε στην Κωνσταντινούπολη πολυτελές χειρόγραφο, ένα Τετραευάγγελο, που είχε καλλιγραφηθεί στη μονή το 1290 διά χειρός Ισαάκ και, διαβάζοντας σε σημείωμα του γραφέα τις κατάρες για όποιον το αφαιρούσε ή το κατακρατούσε, το επέστρεψε έντρομος στη μονή.
Το πέρασμα από τη μονή του λόγιου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μακαρίου, που απεβίωσε στο Βατοπαίδι το 1546 ως μοναχός Μιχαήλ, μαρτυρεί η ύπαρξη εκεί πολλών λαμπρών χειρογράφων, τα οποία είχε δωρίσει στη βιβλιοθήκη, με αποτέλεσμα η μονή Καρακάλλου να κατέχει μέρος της εξαίρετης συλλογής του.
Το 1744, όταν ο Μπάρσκι επισκέφτηκε τη μονή, άκουσε ότι παλαιότερα υπήρχαν εκεί πολλά βιβλία, αλλά οι φτωχοί μοναχοί τα σκόρπισαν και πλέον δεν σωζόταν κανένα διδακτικό βιβλίο παρά μόνο τα λειτουργικά. Από το ταξίδι του αυτό κατέλιπε συνοπτική περιγραφή μιας σλαβικής εγκυκλίου επιστολής στον τύπο της απανταχούσας, την οποία είχε εκδώσει το 1733 ο ηγούμενος της μονής Νεόφυτος.
Το 1837 επισκέφτηκε δύο φορές τη μονή ο Άγγλος περιηγητής Ρόμπερτ Κέρζον, ο οποίος απέσπασε από τη βιβλιοθήκη τουλάχιστον 16 πολύτιμα χειρόγραφα.
Στον Βίκτωρα Γρηγόροβιτς απαγορεύτηκε, κατά την επίσκεψή του στη μονή το 1844, όπως σημειώνει ο ίδιος, κάθε πρόσβαση στη Βιβλιοθήκη και στο Αρχείο.
Το 1852, όταν ο Βούλγαρος λόγιος Κωνσταντίνος Ντμίτριεφ-Πέτκοβιτς επισκέφτηκε τη μονή, τον διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχαν αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, επειδή είχαν καταστραφεί κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας (1821–1829). Ωστόσο, από συνομιλία που είχε ο ίδιος με έναν Βούλγαρο μοναχό της Καρακάλλου, ήταν βέβαιος ότι αυτό δεν αλήθευε: ο συμπατριώτης του τον έπεισε για το αντίθετο, λέγοντας μάλιστα πως κάποιος Έλληνας δάσκαλος είχε προσπαθήσει να τα διαβάσει ρίχνοντας κάποιο υγρό πάνω τους.
Το 1988 λήφθηκαν μέτρα για την προστασία χειρογράφων και κειμηλίων και παράλληλα καθαρίστηκε και οργανώθηκε ο χώρος της Βιβλιοθήκης.
Σήμερα στεγάζεται, μαζί με το Σκευοφυλάκιο, σε ισόγειο χώρο ανατολικά του καθολικού, που ανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων το 1905.
Αρχείο. Όσον αφορά το Αρχείο της μονής Καρακάλλου, ο βιβλιοθηκάριός της ιερομόναχος Φίλιππος σε υπόμνημά του προς το «Περί Βιβλιοθηκών» αναφέρει τα εξής: «Το αρχείο της Βιβλιοθήκης περιλαμβάνει λίγες δεκάδες αρχειακούς κώδικες και χιλιάδες λυτά έγγραφα (ως επί το πλείστον του β΄ ημίσεως του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού). Τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έγγραφα, μέχρι το 1800, έχουν μελετηθεί από ειδικούς ερευνητές και υπάρχουν για αυτά ορισμένες εκδόσεις, ενώ το σύνολο του αρχείου είναι εν μέρει μόνο καταλογογραφημένο και ψηφιοποιημένο».
Από όλα τα μεσαιωνικά αθωνικά αρχεία της Καρακάλλου είναι το μικρότερο. Περιλαμβάνει μόνο 6 πράξεις της περιόδου 1294–1476, και άλλες 3 της περιόδου 1568–1600.
Καμιά συστηματική προσπάθεια ταξινόμησης του αρχείου δεν είχε γίνει μέχρι το 1875, χρονιά που ο ηγούμενος της μονής Στέφανος συγκρότησε τον μοναδικό κώδικα της μονής, με τον τίτλο: Κώδηξ τῆς Ἱερᾶς Βασιλικῆς Σταυροπηγιακῆς Πατριαρχικῆς καὶ Κοινοβιακῆς Μονῆς τῆς ἐπονομαζομένης τοῦ Καρακάλλου καὶ σεμνηνομένης ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου, περιλαμβάνων περὶ τῶν Κτιτόρων αὐτῆς καὶ τῶν κατὰ καιροὺς οἰκοδομῶν, καὶ περὶ τῶν συνόρων τῆς Μονῆς μετὰ τῶν Κελλίων καὶ Μετοχίων τῶν τε Ἱερῶν Κειμηλίων κλπ. καὶ ἱστορικὴν εν συνόψει ἔκθεσιν... Ο κώδικας αυτός περιλαμβάνει αντιγραφές κατ’ επιλογήν από τα επισημότερα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έγγραφα, κυρίως όμως ελληνικές μεταφράσεις ή περιλήψεις τουρκικών εγγράφων που αναφέρονται στα μετόχια και τα κτήματα της μονής. Επιπλέον, συμπεριλήφθηκαν καταγραφές συνόρων, κειμηλίων και διάφορα ιστορικά υπομνήματα σχετικά με την ίδρυση και την ιστορία της μονής.
Το 1867 ο Βικτόρ Λανγκλουά (Victor Langlois) δημοσίευσε σύντομη περιγραφή 10 πράξεων που είχε δει στην Καρακάλλου.
Το 1982, κατά την επίσκεψη ερευνητικής αποστολής που οργανώθηκε από το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, πραγματοποιήθηκε συστηματική ταξινόμηση, καταλογογράφηση και μικροφωτογράφιση του βυζαντινού και μεταβυζαντινού αρχείου της μονής. Οι συνεργάτες του Κέντρου Κρίτων Χρυσοχοΐδης και Πάρις Γουναρίδης, που αποτελούσαν την αποστολή, εξέδωσαν το 1985 τον κατάλογο αρχείων της μονής Καρακάλλου (βλ. Βιβλιογραφία).
Το 2015, ο Κύριλλος Παυλικιάνοφ δημοσίευσε τα βυζαντινά έγγραφα και μια επιλογή από πράξεις της οθωμανικής περιόδου (βλ. Βιβλιογραφία). Εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη και το Αρχείο της μονής Καρακάλλου για πρώτη φορά το 2000 και συνέχισε άλλες τρεις φορές, το 2011, 2014 και 2015.
Ένας νέος, πιο λεπτομερής κατάλογος των αρχείων Καρακάλλου βρίσκεται σε εξέλιξη. Συντάκτης του ο Δ. Καλπάκης.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Για τη συλλογή των χειρογράφων της μονής, ο βιβλιοθηκάριός της αναφέρει τα εξής: «Στη Βιβλιοθήκη φυλάσσονται 556 χειρόγραφοι κώδικες, εκ των οποίων οι 45 είναι περγαμηνοί και 6 βομβύκινοι. Από χρονολογικής απόψεως, οι 111 κώδικες φτάνουν μέχρι το 1500, άλλοι 216 μέχρι το 1800 και οι υπόλοιποι μέχρι και τον 20ό αιώνα. Οι παλαιότεροι είναι ένα Ευαγγελιστάριο και ένα γεροντικό του ενάτου αιώνα, μεγαλογραμμάτου γραφής. Σχετικά με το περιεχόμενό τους, από τους 341 παλαιότερους κώδικες (για τους οποίους υπάρχουν μικροφωτογραφίες στη Θεσσαλονίκη, στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών που στεγάζεται στη Μονή Βλατάδων, από τη δεκαετία του 1970), οι 34 είναι Ευαγγέλια, Απόστολοι και Ψαλτήρια, οι 29 είναι βιβλία βυζαντινής μουσικής, οι 55 ιερατικά (αρχιερατικά, ιερατικά, ευχολόγια, κ.ά.), 88 λειτουργικά βιβλία (Μηναία, Παρακλητικές, Ακολουθίες Αγίων, κ.ά.), 61 περιέχουν Λόγους Αγίων και άλλων εκκλησιαστικών προσώπων (Πατερικά έργα, Γεροντικά, Κυριακοδρόμια, κ.ά.), 18 Βίους Αγίων, 13 είναι σύμμεικτοι κώδικες και άλλοι 46 διάφοροι (νομοκανονικά, γραμματικές, τυπικά, κ.ά.). Όλοι οι κώδικες έχουν καταλογογραφηθεί αναλυτικά από τη μονή κατά τα έτη 2015–2019 και υπάρχει ψηφιακός κατάλογος. Μέχρι σήμερα (Μάιος 2021), από τους 556 κώδικες έχουν ψηφιοποιηθεί οι 228, οι οποίοι περιέχουν το 50% περίπου του συνόλου των φύλλων, και η ψηφιοποίηση συνεχίζεται».
Ανάμεσα στα περγαμηνά χειρόγραφα της συλλογής ξεχωρίζουν ένα Ευαγγέλιο σε μεγαλογράμματη γραφή του 9ου αιώνα (αρ. 11) και ένα περγαμηνό λειτουργικό ειλητάριο του 13ου αιώνα (αρ. 243). Επίσης, αξιομνημόνευτο είναι και το πολυτελές Τετραευάγγελο (αρ. 20), που είχε καλλιγραφηθεί στη μονή το 1289/1290 από τον γραφέα Ισαάκ και εντοπίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1492 από τον Ιάκωβο Μαλασπίνα, ο οποίος το αγόρασε και το επαναπάτρισε. Το Ευαγγελιστάριο Καρακάλλου 252, του 18ου αιώνα, περιέχει ολοσέλιδες παραστάσεις των τεσσάρων ευαγγελιστών.
Από τη συλλογή των χειρογράφων πέντε κώδικες περιέχουν έργα της θύραθεν γραμματείας. Σε τρεις από αυτούς περιέχονται οι ίδιοι Λόγοι του Ισοκράτη με την ίδια ακριβώς σειρά (Πρὸς Δημόνικον, Πρὸς Νικοκλέα και Πρὸς Εὐαγόρα) και με διάστιχη εξήγηση στην καθομιλούμενη. Επιπλέον υπάρχει η Ἑκάβη του Ευριπίδη, τμήμα των Στοιχείων του Ευκλείδη, ο Πλοῦτος και οι Νεφέλαι του Αριστοφάνη, ο Πρεσβευτικὸς πρὸς τοὺς Τρώας του Λιβανίου, οι Γνώμες του Κάτωνα, δύο επιγράμματα του Σιμμία του Ρόδιου και τρία έργα από τα Ἠθικὰ του Πλουτάρχου.
Έντυπα Βιβλία. Σχετικά με τη συλλογή των εντύπων, ο βιβλιοθηκάριος της μονής μας πληροφορεί: «Τα έντυπα βιβλία που φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη είναι περίπου δέκα χιλιάδες, με παλαιότερα δύο βιβλία του 15ου αιώνος (έργα Αριστοτέλη και Λεξικό Σουΐδα), ενώ υπάρχουν και σειρές περιοδικών, κυρίως παλαιοτέρων. Όλα σχεδόν τα βιβλία είναι καταλογογραφημένα σε ψηφιακή βάση δεδομένων από το 2015. Άλλα δύο χιλιάδες περίπου έντυπα βιβλία (κυρίως νεότερες εκδόσεις) που προορίζονται για την πνευματική μελέτη των αδελφών, φυλάσσονται σε μια μικρότερη βιβλιοθήκη σε άλλο χώρο της μονής».
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους ( σ. 4) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη μονή Καρακάλλου είναι του 1499. Πρόκειται για το έργο Τὸ μὲν παρὸν βιβλίον Σουΐδα ... Ἀττικῶν λέξεων συναγωγὴν κατὰ στοιχεῖον, που τυπώθηκε στο Μιλάνο ὑπὸ Βενεδίκτου Μάζου καὶ Ἰωάννου Βισόλου τῶν Καρπαίων σε επιμέλεια του Δημητρίου Χαλκοκονδύλη.
Η επόμενη έκδοση είναι του 1523 και πρόκειται για το Λεξικὸν του Βαρίνου Φαβωρίνου σε επιμέλεια Ζαχαρία Καλλιέργη.
Βιβλιογραφία
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.
Χρυσοχοΐδης, Κ. / Γουναρίδης, Π., «Ιερά Μονή Καρακάλου - Κατάλογος του αρχείου», Αθωνικά Σύμμεικτα 1 (1985), 1–104.
Χρυσοχοΐδης, Κ., «Ιστορικό διάγραμμα της μονής», Εικόνες Ιεράς Μονής Καρακάλλου (επιμ. Ευαγγελία Κυπραίου / Ευθύμιος Τσιγαρίδας), Άγιον Όρος 2011, 15–36.
Delouis, O., «Un acte de vente inédit de 1321: le monastère de Karakala et la famille des Kabasilas», Περίβολος Ι (2015), 227–250 + 2 εικ.
Καραθανάσης, Α., «Κώδικας της μονής Καρακάλλου της περιόδου 1864–1895 περιέχων ονόματα μοναχών της», Χρονικά της Χαλκιδικής 56–57 (2011–2012), 79–92.
Κουτσούκος, Ι., Μελετήματα: Ι. Η μονή Μεγίστης Λαύρας - Συμβολαί εις τα περί της ιδρύσεως της Μοναστικής Πολιτείας του Αγίου Όρους. Χιλιετηρίς 963–1963, ΙΙ. Η μονή Καρακάλλου, Αθήνα 1962.
Langlois, V., Le Mont Athos et ses monastères, Παρίσι 1867, 52–53.
Lemerle, P., «Un chrysobulle d’ Andronic II Paléologue pour le monastère de Karakala», Bulletin de Correspondance Hellénique 60 (1936), 428–446.
–––––, Un praktikon inédit des archives de Karakala (Janvier 1342) et la situation en Macédoine orientale au moment de l’usurpation de Cantacuzène, Χαριστήριον εις Αναστάσιον Κ. Ορλάνδον, I, Athènes 1964, 278–298.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους - Παλαιά ελληνικά έντυπα, Αθήνα 2000.
Papangelos, J. / Tavlakis, J., «The Maritime Fort of Monastery Karakallou in Mount Athos», Πύργοι και κάστρα (επιμ. Ν. Μουτσόπουλος), Θεσσαλονίκη 1981, 98–121.
Pavlikianov, C., «The Athonite Monastery of Karakallou – Slavic Presence and Slavic Manuscripts», Palaeobulgarica 25/1, (2001), 21–45.
–––––, The Byzantine Documents of the Athonite Monastery of Karakallou and Selected Acts of the Ottoman Period (1294–1835), Sofia 2015.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988).
Τσιγαρίδας, Ε., «Εικόνα του Ασπασμού των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, έργο του Κωνσταντίνου Παλαιοκάπα στη μονή Καρακάλλου», Θωράκιον. Αφιέρωμα στη μνήμη του Παύλου Λαζαρίδη (επιμ. Λούλα Κυπραίου), Αθήνα 2004, 309–312 + εικ. 101–104.