Θέση. Η Σκήτη της Αγίας Άννης βρίσκεται στο κάτω άκρο της νοτιοδυτικής πλευράς του Άθωνα. Χτισμένη σε απόκρημνη κοιλάδα, εκτείνεται από την παραλία και φτάνει μέχρι τα 450 μέτρα υψόμετρο. Το κυριακό βρίσκεται στο μέσον περίπου του οικισμού και στα 315 μέτρα. Στη σκήτη της Αγίας Άννης περιλαμβάνεται και η Μικρά Αγία Άννα (16ος αι.) με τις αντίστοιχες Καλύβες. Διοικητικά υπάγεται στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Στην περιοχή υπήρχε παλαιά η μονή των Βουλευτηρίων, που είχε εμφανισθεί ήδη από τον 10ο αιώνα.
Ίδρυση και εξέλιξη. Είναι η πρώτη σκήτη του Αγίου Όρους. Αρχικά στην περιοχή ήταν συγκεντρωμένα πολλά ερημητήρια, που σχηματίσθηκαν τον 14ο αιώνα, κυρίως μετά τη λεηλασία της μονής Βουλευτηρίων από τους πειρατές. Ξεκίνησε από μία Καλύβα με 2–3 ασκητές, αφιερωμένη στην Αγία Άννα. Ο ναός της, κτισμένος από τον μοναχό Γεράσιμο, ήταν πολύ μικρός και έτσι οι περισσότεροι ασκητές αναγκάζονταν να εκκλησιάζονται σε άλλες Καλύβες με πιο ευρύχωρους ναούς. Το 1680 ο πρώην πατριάρχης Διονύσιος Γ΄ Βάρδαλης, που ζούσε στη Μεγίστη Λαύρα, έχτισε στη θέση του μικρού ναού έναν μεγαλύτερο. Τον πλούτισε μάλιστα με το αριστερό πόδι της αγίας Άννης (1686), που έφεραν από την Ασία μοναχοί, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν επίσης στον χώρο αυτόν. Η σκήτη ονομάσθηκε πλέον της Αγίας Άννης. Ο κανονισμός της συντάχθηκε από μοναχούς και επικυρώθηκε πρώτα από τον πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ Χαριτωνίδη με σιγίλιο το 1689 και έπειτα από τον Κύριλλο Ε΄ (1748–57), ο οποίος συντέλεσε και στην πρόοδό της.
Το 1698 ο Καστοριανός έμπορος στη Βενετία Γεώργιος Κυρίτσης κατέθεσε στη Βενετική Τράπεζα ποσό 5.000 δουκάτων, ορίζοντας να λαμβάνει η σκήτη κάθε χρονιά τους τόκους με την υποχρέωση της τέλεσης μνημοσύνων. Η απόδοση των τόκων στη σκήτη κράτησε για 100 χρόνια, έως την κατάλυση της βενετικής Δημοκρατίας.
Ο Ιωάννης Κομνηνός στις αρχές του 18ου αιώνα περιγράφει στο Προσκυνητάριόν του τη σκήτη ως εξής: «Τὰ κελλία τῶν εὐλαβῶν καὶ ἐναρέτων ἀσκητῶν, ὁποῦ εὑρίσκονται πλησίον εἰς τὸ Κυριακόν, ὁποῦ εἶναι ναὸς τῆς Ἁγίας Ἄννης, εἶναι ἐπάνω εὶς κρημνώδη καὶ δύσβατον τόπον, τὸν ἀριθμὸν ὑπὲρ τὰ ἑξήκοντα, ὄντας ἐκεῖ καὶ παρεκκλήσια τῶν ἀσκητῶν περισσά· οἱ δὲ ἐκεῖσε κατοικοῦντες Ἐρημῖται καὶ Ἀσκηταὶ ζῶσι μὲ τὸ ἐργόχειρόν τους· καὶ οἱ μὲν καλλιγράφοι· οἱ δὲ βιβλιοδέται· οἱ δὲ ψάλται· καὶ ἄλλοι μὲν σκάπτουσιν ἐγκόλπια καὶ σταυρούς· ἄλλοι δὲ πλέκουσιν καλυμμαύχια· ἕτεροι δὲ ποιοῦσι χουλιάρια· καὶ ἄλλοι ἐξ αὐτῶν κομβολόγια· καὶ ἀπ’ αὐτὰ ζωοτρέφονται, τὸ περισσότερον ἐνασχολούμενοι ἐν τῇ προσευχῇ καὶ διάγοντες τὴν ζωήν των ἐν νηστείᾳ καὶ πόνοις, καὶ σκληραγωγίᾳ πολλῇ· συνάγονται δὲ πᾶσαν Κυριακὴν καὶ λειτουργοῦνται ὁμοῦ εἰς τὸ Κυριακόν· καὶ συνομιλοῦσι μετ’ ἀλλήλων, ἐρωτῶντες περὶ ψυχωφελῶν ζητημάτων καὶ πράξεων ἐναρέτων, καὶ μετ’ εὐλαβείας καὶ ταπεινώσεως φιλαδέλφως ἀποκρινόμενοι· καὶ οὕτως ἀναχωροῦσιν εἰς τὸ κελλίον αὐτοῦ ὁ καθ’ ἕνας».
Το 1727 ο Ζώης Καπλάνης χρηματοδότησε την κατασκευή τμημάτων του ναού και της τράπεζας και το 1729 ο πρώην Άρτης Νεόφυτος Μαυρομμάτης (1656–1745) οικοδόμησε στη σκήτη το κοιμητήριο της σκήτης και τον ναό του, αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή. Τον ετήσιο φόρο της σκήτης, που ανερχόταν στα 700 γρόσια, χορηγούσε από τα μέσα του 18ου αιώνα χωρίς διακοπή ο ζάπλουτος Πετράκης και στη συνέχεια ο γιος του.
Το ίδιο διάστημα η σκήτη αριθμεί περισσότερες από 60 καλύβες. Λόγω της αύξησης του πληθυσμού της, χρειάστηκε να ανεγερθεί νέο κυριακό. Ο ιερομόναχος Φιλόθεος ο Αναπλιώτης, με προσωπική εργασία και «ἁδραῖς τῶν φιλοχρίστων δαπάναις», ανήγειρε εκ βάθρων τον νέο ναό, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1754–1755. Αργότερα προστέθηκαν η ιστόρηση του ναού (1757), το κωδωνοστάσιο (1784), και ο νάρθηκας.
Ο πατριάρχης Κύριλλος Ε΄, όταν αποσύρθηκε από τον θρόνο, ανήγειρε το 1757 στη σκήτη αυτή καλύβα με μεγαλοπρεπές ναΰδριο, στην οποία εγκαταβίωσε και πέθανε.
Κατά το 1843 έγιναν προσπάθειες να αποσπαστεί από την κυριότητα της Μεγίστης Λαύρας, χωρίς αποτέλεσμα. Οι μοναχοί που πρωτοστάτησαν στην κίνηση αυτή την ονόμασαν «ἁγίαν Συνάσταν» και ισχυρίζονταν «ὅτι πάλαι ποτὲ ὑπῆρξε ἀνεξάρτητος Σιναϊτική».
Στην αρχή του 20ού αιώνα η σκήτη της Αγίας Άννης αριθμούσε 52 Καλύβες με 300 μοναχούς, ενώ η απογραφή του 2001 κατέγραψε 94 μοναχούς. Σήμερα αριθμεί 51 καλύβες (με 7 επιπλέον στη Μικρή Αγία Άννα), με σύνολο μοναχών 88. Ανάμεσα στις καλύβες της διακρίνονται οι αδελφότητες των Θωμάδων, των Καρτσωναίων και των Βολιωτών.
Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη του κυριακού της Σκήτης Αγίας Άννης βρίσκεται σε νεότερο κτίριο, που ορθώνεται στον αύλειο χώρο του κυριακού. Ολόκληρο το συγκρότημα του κυριακού, που περιλαμβάνει, εκτός από τη Βιβλιοθήκη και τον ναό, την τράπεζα και ξενώνα, ανακαινίστηκε το 2000.
Η πρώτη καταλογογράφηση της συλλογής των κωδίκων της έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο και περιλαμβάνει 46 χειρόγραφα. Στη συνέχεια, ο υμνογράφος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης συμπλήρωσε τον κατάλογο που παρέδωσε ο Λάμπρος, δίνοντας αναλυτικότερα στοιχεία για το περιεχόμενο των 46 χειρογράφων και περιγράφοντας επιπλέον 68 κώδικες. Έτσι, σήμερα είναι γνωστά τα 114 από τα 407 χειρόγραφα που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη του κυριακού.
Οι παλαιότεροι κώδικες της σκήτης ανάγονται στον 11ο αιώνα. Πρόκειται για τον Κώδικα 1, που περιέχει κείμενα σχετικά με τον Εφραίμ τον Σύρο, και τον Κώδικα 2, που επιγράφεται Παράδεισος και περιέχει ιστορίες μοναχών.
Πολλοί κώδικες της σκήτης περιέχουν νεομαρτυρολογικά κείμενα. Ο σπουδαιότερος από αυτούς είναι ο 263 του 18ου αιώνα που ανήκε αρχικά στην Καλύβα του αγίου ιερομάρτυρος Σεραφείμ. Έχει τον τίτλο: Ἰωάννου μεγάλου λογοθέτου τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας σημείωμα νεοφανῶν μαρτύρων ἐπὶ τῆς βασιλείας σουλτὰν Μεχμέτη. Πρόκειται για το έργο του Ιωάννη Καρυοφύλλη (†1693), που χρησιμοποίησε και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης για να συγγράψει το Νέον Μαρτυρολόγιόν του.
Πλουσιότατη συλλογή αρχαίων υπομνημάτων και κειμένων, που σχετίζονται με την ιστορία του Αγίου Όρους, περιέχεται στον Κώδικα 156 του 1848, που επιγράφεται Βίβλος παλαιῶν καὶ νέων ὑπομνημάτων, Ἀθωνιάς καλουμένη, χειρὶ καὶ πόνῳ Ἰακώβου οἰκτροῦ μοναχοῦ.
Κατάλογος των εντύπων της σκήτης δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Σύμφωνα με τον Θωμά Παπαδόπουλο, το παλαιότερο έντυπο του κυριακού της Αγίας Άννης είναι του 1516 και πρόκειται για έκδοση των ομιλιών (Orationes) του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, που τυπώθηκε στη Βενετία in aedibus Aldi et Andreae soceri.
Έντυπα βιβλία φυλάσσονται και στις Καλύβες Κοιμήσεως Θεοτόκου, Αναλήψεως, Αγίων Αρχαγγέλων, Γενεσίου της Θεοτόκου, Αγίων Αποστόλων, Ιωάννου Χρυσοστόμου και στο ησυχαστήριο της Γεννήσεως του Χριστού.
Βιβλιογραφία
Γεράσιμος, μον. Μικραγιαννανίτης, Κατάλογος χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης του Κυριακού τής κατά το Αγιώνυμον Όρος του Άθω ιεράς και μεγαλωνύμου Σκήτης της Αγίας Θεομήτορος Άννης, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 29 (1959), 87–192.
Γιάγκου, Θ., Χειρόγραφα νεομαρτυρολογικά κείμενα στη Βιβλιοθήκη του Κυριακού της Σκήτης της Αγίας Άννης, Θεολογία 66 (1995), 471–510.
Δούνιας, ιερομ. Σεραφείμ (επιμ.), Ιερά σκήτη Θεοπρομήτορος Αγίας Άννης - Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1992.
Κομνηνός, Ιω., Προσκυνητάριον του Αγίου Όρους του Άθωνος, Snagov 1701.
Κουρίλας, Ευ., Ο Κατάλογος των επισήμων αθωνικών εγγράφων του Ουσπένσκυ, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 8 (1931), 66–109.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 11–18.
Παπαβασιλείου, Ιω., Η Σκήτη της Αγίας Άννας της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, Θεσσαλονίκη 2011.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους - Παλαιά ελληνικά έντυπα, Αθήνα 2000.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους 1903/1988.
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.