Η θεοποίηση του Ασκληπιού χρονολογείται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πρέπει να συντελέστηκε στην Επίδαυρο (Βιβλ. II, 272-273). Από εκεί, η λατρεία του νέου θεού άρχισε να εξαπλώνεται απροσδόκητα γρήγορα, με αποτέλεσμα να αφιερωθούν στον Ασκληπιό περισσότεροι από 400 ναοί και ιερά, ορισμένα από τα οποία λειτουργούσαν ακόμη και κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. Τα πλέον ονομαστά ήταν της Επιδαύρου, των Αθηνών, της Τρίκκης, της Περγάμου, της Κνίδου και της Κω. Το τελευταίο ήταν το πιο γνωστό, καθώς συνδέθηκε με τον βίο και τα έργα του Ιπποκράτη. Τα περισσότερα από τα μεγάλα Ασκληπιεία ήταν ολόκληρα συγκροτήματα, με ιδιαίτερους χώρους αποκλειστικά για τη στέγαση και τη νοσηλεία των ασθενών, αλλά και κτίσματα για την ψυχαγωγία των συγγενών των νοσηλευομένων, όπως θέατρα, ωδεία, ιππόδρομοι και γυμνάσια. Σε αυτά τα θεραπευτικά κέντρα πρέπει να προσθέσουμε και τις ανεξάρτητες ιατρικές σχολές που μνημονεύουν τα αρχαία κείμενα, και ιδιαίτερα αυτές της Κυρήνης, της Ρόδου, της Κνίδου και της Κω.
Οι πρώτες «βιβλιοθήκες» στα Ασκληπιεία πρέπει να δημιουργήθηκαν για πρακτικούς κυρίως λόγους, καθώς οι ασθενείς που προσέρχονταν έπασχαν κυρίως από χρόνιες και ανίατες ασθένειες και απέβλεπαν σε μια θεϊκή παρέμβαση για την ίασή τους. Η επικοινωνία του ασθενή με το θείο, γινόταν στο «άβατον», όπου συντελείτο η «εγκοίμησις», κατά τη διάρκεια της οποίας ο Ασκληπιός υποδείκνυε μέσω ενός ονείρου την κατάλληλη θεραπεία. Αυτή η θεραπευτική διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα, κατά περίπτωση, ένα είδος συνταγολογίου, το οποίο καταγραφόταν αρχικά σε λίθινες πλάκες, όπως αυτές που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Επίδαυρο και αλλού, αλλά αναφέρονται και από τον Παυσανία (Ελλάδος Περιήγησις, Κορινθιακά, XXVII, 3):
… στήλαι δε ειστήκεσαν εντός του περιβόλου το μεν αρχαίον
και πλέονες, επ’ εμού δε εξ λοιπαί· ταύταις εγγεγραμμένα
και ανδρών και γυναικών εστίν ονόματα ακεσθέντω
υπό του Ασκληπιού, προσέτι δε και νόσημα ότι έκαστος
ενόσησε και όπως ιάθη· γέγραπται δε φωνή τη Δωρίδι.
Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτές οι λίθινες συνταγές και θεραπευτικές αγωγές αποτέλεσαν, σύντομα, μία «ιατρική βιβλιοθήκη» κεφαλαιώδους σημασίας, αν λάβουμε υπ' όψιν μας την παράδοση που θέλει τον Ιπποκράτη να σπουδάζει ιατρική όχι μόνο κοντά στον πατέρα του και στον δάσκαλό του τον Ηρόδικο, αλλά και μελετώντας στην ιατρική σχολή ή στο Ασκληπιείο της Κω. Υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας στην παράδοση αυτή, καθώς η βιβλιοθήκη της ιατρικής σχολής στην Κω, αλλά και τα συγγράμματα του Ιπποκράτη, αποτελούν το Corpus Hippocraticum. Ο κύριος όγκος του corpus αυτού τεκμηριώνεται ότι ανήκει στον 5ο και 4ο αιώνα, εφόσον ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. πρώτος ο Ταναγραίος Βακχείος επιχείρησε μέσα από ένα γλωσσάριο να ξεχωρίσει τα πρωτότυπα, κατά την άποψή του, ιπποκρατικά συγγράμματα. Επιπλέον το ότι ο Ιπποκράτης απέκτησε ιατρικές γνώσεις μελετώντας και τα αρχαία κείμενα αποδεικνύεται επιπροσθέτως από τις γραπτές μαρτυρίες που σχετίζονται με τη βιβλιοθήκη της Κνίδου.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. II, Αθήνα, Κότινος, 2005, σ. 272–273.