Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας

Από τις αρχές του 16ου αιώνα, το Παρίσι άρχισε να εξελίσσεται σε μεγάλο ουμανιστικό κέντρο του Βορρά, εκπληρώνοντας έτσι την προσδοκία του Πετράρχη, που οραματιζόταν τη γαλλική πρωτεύουσα αρωγό του κλασικισμού, μέσα από τον οποίο θα συνδέονταν οι Γάλλοι διανοητές με τη ρητορική και τη διαλεκτική. Την εποχή εκείνη θεμελιώθηκε και η βασιλική βιβλιοθήκη της Γαλλίας, οι ρίζες της οποίας φτάνουν στον Μεσαίωνα, στις προσωπικές συλλογές πριγκίπων, ηγεμόνων, πολιτικών και εκκλησιαστικών αξιωματούχων, οι οποίοι σταδιακά αντικατέστησαν το επιφανειακό γόητρο του συλλέκτη, με ένα βαθύ βιβλιοφιλικό αίσθημα.

Ο Πεπίνος ο Νεότερος ή Βραχύς (714–768), ο δραστήριος και ακαταπόνητος βασιλιάς της Γαλλίας, είχε συγκροτήσει μια συλλογή χειρογράφων, χωρίς όμως μεγάλες αξιώσεις, ανάλογη με τις άλλες ηγεμονικές βιβλιοθήκες της Δύσης. Έτσι, ο πρώτος στον οποίο πρέπει να αναγνωρίσουμε την πρωτοβουλία να οργανώσει μια βασιλική βιβλιοθήκη είναι ο Καρλομάγνος (742–814). Αν και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε επιφανειακές γνώσεις, επέδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για βαθύτερες πνευματικές αναζητήσεις και διαμόρφωσε γύρω του έναν αξιοζήλευτο κύκλο λογίων, από τον οποίο δεν έλειψαν οι διασημότεροι καλλιγράφοι και καλλιτέχνες της μικρογραφίας. Ο Καρλομάγνος υποστήριξε τα γράμματα και παρότρυνε τα εκκλησιαστικά κέντρα να πάψουν να μονοπωλούν τη γνώση και να βοηθήσουν στην ευρύτερη διάδοση της παιδείας. Η Βιβλιοθήκη που συγκρότησε αποτέλεσε πρότυπο για τους διαδόχους του, αλλά και για τις ηγεμονικές βιβλιοθήκες της Ευρώπης, τις οποίες χαρακτηρίζει η στροφή προς τα κλασικά κείμενα και τη σύγχρονη συγγραφική δραστηριότητα.

Ο Εϊνάρδος, δάσκαλος του σχολείου της αυλής, επιστάτης και βιβλιοθηκάριος του Καρλομάγνου, και συγγραφέας της μονογραφίας Vita Κaroli, μαρτυρεί ότι ο αυτοκράτορας δεν ίδρυσε σαν απλός συλλέκτης τη βιβλιοθήκη του, το 780, την οποία εγκατέστησε στο παλάτι στου, στην Αιξ λα Σαπέλ, αλλά έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κλασικά κείμενα και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Απολάμβανε, μάλιστα, να του διαβάζουν, σε στενό κύκλο, ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, από τα οποία ξεχώριζε το σύγγραμμα του ιερού Αυγουστίνου, De civitate dei. Γνωρίζουμε ότι, μεταξύ των άλλων, ο Καρλομάγνος είχε στη βιβλιοθήκη του αντίτυπα της Αγίας Γραφής, ιστορικά συγγράμματα και ποιητικές συλλογές, όπως το Silvae του Στάτιου, το Cynegeticon του Γράττιου, έργα του Καλπούρνιου και έναν κώδικα του Νεμεσιανού.

Ο Καρλομάγνος παρέμεινε έως τον θάνατό του προσηλωμένος στα ανθρωπιστικά ιδεώδη, όπως φαίνεται τόσο από τη διαθήκη του, όσο και από την τύχη που επιφύλαξε στη βιβλιοθήκη του. Ο εκτελεστής της διαθήκης Εϊνάρδος, μαρτυρεί ότι επιθυμία του Καρλομάγνου ήταν να πουληθούν όλα τα βιβλία του στους ενδιαφερομένους και να δοθούν χρήματα στους φτωχούς. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσε να θεωρηθεί φυσική κατά την Αναγέννηση αλλά, για την εποχή του Μεσαίωνα, έχει οπωσδήποτε προδρομικό χαρακτήρα. Πάντως, φαίνεται ότι η ρητή εντολή του αυτοκράτορα δεν εκτελέστηκε κατά γράμμα: αρκετά χειρόγραφα παρέμειναν στην αυτοκρατορική αυλή ή σε συγγενικά σπίτια, γεγονός, όμως, που επιτρέπει σήμερα να αναγνωρίσουμε αρκετούς κώδικες της συλλογής.

Και ενώ τα μοναστηριακά κέντρα συσσώρευαν συστηματικά πολύτιμο χειρόγραφο υλικό, συγκροτώντας έτσι πλούσιες βιβλιοθήκες, οι ηγεμονικές και βασιλικές συλλογές παρέμεναν εφήμερες και επιβίωναν όσο οι ιδρυτές τους. Ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής, γιος και διάδοχος του Καρλομάγνου, ακολούθησε βασικά το παράδειγμα του πατέρα του και συγκρότησε τη βιβλιοθήκη του από κώδικες, τους οποίους παράγγελνε σε διάσημους καλλιγράφους, καθώς και από χειρόγραφα τα οποία δεχόταν ως δώρο από εστεμμένους της Δύσης και της Ανατολής. Ο Ανγιλβέρτος του αγίου Ρικχαρίου, λόγου χάρη, του χάρισε ένα αντίγραφο του ιερού Αυγουστίνου, De doctrina christiana, και οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα Μιχαήλ Τραυλού του προσέφεραν έναν εξαίρετο κώδικα του ψευδοΔιονυσίου (827). Συγγραφείς και σχολιαστές της Αγίας Γραφής του αφιέρωναν έργα τους, όπως και στη σύζυγό του την Ιουντίθα, που με τη σπάνια μόρφωσή της έπαιξα από το 819 σημαντικό πολιτιστικό ρόλο στην αυλή.

Για κάποιο χρονικό διάστημα, πριν από το 829, ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής είχε προσλάβει ως βιβλιοθηκάριο έναν μοναχό από το Λορς, τον Γκέρβαρτ. Ο Γκέρβαρτ έμενε στην αυλή από το 814 και έφερε τον τίτλο palatii bibliothecarius. Το 840, όταν πέθανε ο βασιλιάς, ο Γκέρβαρτ άνοιξε τη διαθήκη του και είδε με έκπληξη ότι εξουσιοδοτούσε τον ετεροθαλή αδερφό του, τον Ντράγκο, να καταλογογραφήσει τα βιβλία του και να τα διαμοιράσει μαζί  με τα προσωπικά του είδη (πανοπλίες και ενδύματα), ακολουθώντας έτσι πιστά το παράδειγμα του Καρλομάγνου.

Μέχρι τα χρόνια της πιο διάσημης βιβλιοθήκης της Γαλλίας κατά τον Μεσαίωνα, της βιβλιοθήκης του Καρόλου Ε΄, η παράδοση που άρχισε με τον Καρλομάγνο δεν άλλαξε ουσιαστικά. Ο Κάρολος ο Φαλακρός, με τη διαθήκη του, μοίρασε τη συλλογή κωδίκων του ανάμεσα στον γιο του και το αβαείο του Σαιν-Ντενί και της Κομπιέννης, ενώ ο εραστής του βιβλίου άγιος Λουδοβίκος (1226–1270), μολονότι μερίμνησε για την οργάνωση και τον εξοπλισμό ειδικού χώρου για τη φύλαξη και τη μελέτη των βιβλίων του, μοίρασε τους κώδικές του σε τέσσερα μοναστήρια: των Ιακωβίνων του Παρισιού, της Κομπιέννης, των Κορδελιέρων του Παρισιού και του Ρουαγιομόντ. Έτσι ο Φίλιππος ο Ωραίος υποχρεώθηκε να αρχίσει να συγκροτεί τη βιβλιοθήκη του εκ του μηδενός, και μόνον ο Ιωάννης ο Αγαθός, που στέφθηκε βασιλιάς της Γαλλίας το 1350, άλλαξε ως ένα βαθμό την παράδοση, κληροδοτώντας ορισμένα χειρόγραφα στους γιους του, Ιωάννης του Μπερί και, κυρίως, στον Κάρολο τον Ε΄.

Ο Κάρολος ο Ε΄, στα χρόνια της βασιλείας του (1337–1380), δεν αναδείχθηκε απλώς σε μεγάλο συλλέκτη κωδίκων, αλλά έτρεφε σοβαρές ουμανιστικές ανησυχίες και τον απασχολούσε σοβαρά η παιδεία των υπηκόων του και του χριστιανικού κόσμου γενικότερα: ευνόησε τους μεταφραστές γαλλικών έργων, που εξύψωναν έτσι το πνευματικό επίπεδο των ανθρώπων της εποχής του, και ενίσχυσε τον Ραούλ ντε Πρεσλ, ο οποίος μετέφρασε στα γαλλικά το De civitate dei του ιερού Αυγουστίνου. Η σπουδαία ποιήτρια ιταλικής καταγωγής Κριστίν ντε Πιζάν είχε επανειλημμένα την ευκαιρία να διαβάσει τα βιβλία που ανήκαν στη συλλογή του, ενώ ο Πιερ Μπογιέ τον χαρακτήριζε ισάξιο των Πτολεμαίων (που είχαν συγκεντρώσει 100.000 τόμους βιβλία) ή του Ιούλιου Καίσαρα, που διάβαζε με πάθος κάθε είδος σύγγραμμα, γιατί πράγματι ο Κάρολος αφιέρωνε πολύ χρόνο στη μελέτη των βιβλίων του.

Το 1367 ή το 1368, ο Κάρολος μετέφερε τη βιβλιοθήκη του από το παλάτι Ιλ ντε λα Σιτέ, στο ανάκτορο του Λούβρου, στους τρεις τελευταίους ορόφους του πύργου Φωκοννερί. Επένδυσε τους τοίχους με μπουαζερί από ξύλο καρυδιάς και παράγγειλε βαριές πόρτες για να ασφαλίσουν τους ορόφους· προστάτεψε τα παράθυρα με ορειχάλκινα κιγκλιδώματα και ζήτησε να προβλεφθεί φωτισμός για νυχτερινή ανάγνωση. Ο Κάρολος δεν περιορίστηκε στη βιβλιοθήκη του στο Λούβρο· φρόντισε να υπάρχει σεβαστός αριθμός βιβλίων και στους διάφορους πύργους του έξω από το Παρίσι.

Η σπάνια καλλιτεχνική ευαισθησία του Καρόλου φαίνεται και από τους επιδέξιους καλλιγράφους και μικρογράφους που επέλεξε για να πλουτίσουν τη βιβλιοθήκη του, όπως τον Ανρί Λ’Ουλιέ, στον οποίο οφείλουμε το Le Gouvernement des Princes, τον Ανρί ντυ Τρεβού, γραφέα του δεύτερου τόμου της Αγίας Γραφής (στη γαλλική μετάφραση του Ραούλ ντε Πρεσλ), τον Ζαν Λ’Αβενάν, που ονομάστηκε «scriptor librorum regis» και τον διασημότερο όλων Ραουλέ της Ορλεάνης, στον οποίο αποδίδεται και η μικρή ιστορημένη Αγία Γραφή που αφιερώθηκε το 1362 στον δελφίνο Κάρολο. Στη συλλογή του Καρόλου Ε΄ υπήρχαν λατινικά κείμενα, γαλλικές μεταφράσεις πατερικών κειμένων και Έλληνες κλασικοί. Τη μετάφραση του Πτολεμαίου και του Αριστοτέλη την ανέθεσε στον Νικόλαο Ορέσμιο, ενώ το ξεχωριστό ενδιαφέρον που έδειχνε με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο είχε να κάνει με την πεποίθησή του ότι, μέσα από τα έργα του, θα διδασκόταν τον ορθότερο τρόπο διακυβέρνησης της χώρας του.

Ο Κάρολος, προκειμένου να μοιραστεί με κάποιον τον ανεκτίμητο βιβλιολογικό πλούτο του, επέλεξε τον Ζιλ Μαλλέ, άνθρωπο δραστήριο, τίμιο, έξυπνο και με ουμανιστικές ανησυχίες, στον οποίο έδωσε τον τίτλο του βιβλιοθηκάριου. Ο Μαλλέ είχε αναλάβει υπηρεσία από το 1369 και προσέφερε τις γνώσεις του από διάφορες τιμητικές θέσεις της αυλής, έχοντας καθημερινή επαφή με τον βασιλιά του. Πολλά χειρόγραφα κατέληξαν στη βασιλική βιβλιοθήκη χάρη σε δικές του πρωτοβουλίες και κατέγραψε τους 917 κώδικες της συλλογής σε ένα Κατάστιχο, του οποίου γνωρίζουμε μόνο δυο μεταγενέστερα αντίγραφα, χρονολογημένα το 1380. Ο Μαλλέ εκτελούσε τα καθήκοντα του βιβλιοφύλακα έως τον θάνατό του το 1441, υπηρετώντας από τη θέση αυτή και τον διάδοχο του θρόνου Κάρολο Στ΄.

Με την άνοδο στο θρόνο της Γαλλίας του Καρόλου Στ΄(1380–1422), είναι η πρώτη φορά που ένας νέος βασιλιάς κληρονομεί αυτούσια τη βασιλική βιβλιοθήκη. Ο Κάρολος μερίμνησε με σοβαρότητα για τον συστηματικό εμπλουτισμό της, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να αποτρέψει μια ακαταστασία και ασυνέπεια που επικρατούσαν στην πολιτική του δανεισμού των κωδίκων του. Άλλωστε κύριος υπαίτιος ήταν ο ίδιος, καθώς και η βασίλισσα Ιζαμπώ, η οποία εμπιστευόταν πολύτιμα χειρόγραφα σε φιλικά της πρόσωπα, χωρίς να νοιάζεται για την επιστροφή τους. Ο Απρίλιος του 1424 μπορεί να χαρακτηριστεί «μαύρη άνοιξη» για τη βασιλική βιβλιοθήκη της Γαλλίας, καθώς ο Γκαρνιέ ντε Σαιντ-Υόν διατάχθηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του δούκα του Μπέντφορντ, δηλαδή να συντάξει έναν κατάλογο όπου θα εκτιμάται η αξία των βιβλίων, προκειμένου να πουληθούν στον νέο άρχοντα της Γαλλίας. Πράγματι ο δούκας του Μπέντφορντ, αντιβασιλέας της Γαλλίας, ήταν φανατικός βιβλιόφιλος και αποφάσισε να εμπλουτίσει τη συλλογή χειρογράφων του, που διατηρούσε στην Αγγλία, και με τους θησαυρούς της γαλλικής βασιλικής βιβλιοθήκης. Τα 843 χειρόγραφα που καταμετρήθηκαν πέρασαν στην κατοχή του: ο δούκας μετέφερε τα περισσότερα στην Αγγλία, και τα υπόλοιπα τα φύλαξε στον πύργο του στη Ρουέν. Τα βιβλιοφιλικά ενδιαφέροντα του Μπέντφορντ δεν μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι αποχωρίστηκε, όσο ζούσε, έστω και τμήμα της συλλογής του. Έτσι η βασιλική βιβλιοθήκη που είχε συγκροτήσει ο Κάρολος Ε΄, διασκορπίστηκε και πάλι.

Από το 1422 είχε ανέλθει στο θρόνο της Γαλλίας ο Κάρολος Ζ΄, πρωταρχικό μέλημα του οποίου ήταν να επανέλθουν στη βασιλική κυριαρχία τα εδάφη της Γαλλίας που κατείχαν οι Άγγλοι, και όχι να δημιουργήσει μια νέα βασιλική βιβλιοθήκη. Ο Λουδοβίκος ΙΑ΄, που τον διαδέχθηκε το 1461, μολονότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί βιβλιόφιλος, δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τα ουμανιστικά μηνύματα που έφταναν από την Ιταλία, και κυρίως από τη Φλωρεντία, που ήταν τότε το κέντρο της καλλιτεχνικής και πνευματικής ουμανιστικής ζωής. Ο Λουδοβίκος είναι ο πρώτος που έφερε στη Γαλλία βιβλία της εποχής της ιταλικής Αναγέννησης και, γοητευμένος από το νέο ύφος του φλωρεντινού βιβλίου, ενθάρρυνε αντιγραφείς, μεταφραστές και μικρογράφους, όπως τον Ζαν Φουκέ και τον Ζαν Μπουρντισόν, να εργαστούν για τη συγκρότηση της νέας βασιλικής βιβλιοθήκης, επιλέγοντας μάλιστα ως νέο βιβλιοφύλακα της συλλογής του τον Λωράν Πωλμιέ. Το 1469 κατάσχεσε 90 χειρόγραφα του καρδινάλιου Μπαλού, που είχε πέσει σε δυσμένεια, και ένα τμήμα της βιβλιοθήκης των αδερφών Σαρλ ντε Γκουιέν περιήλθε στην κατοχή του. Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΑ΄, το 1483, ο γιος του Κάρολος Η΄ κληρονόμησε τα βιβλία του πατέρα του, και από τότε η βασιλική βιβλιοθήκη της Γαλλίας δεν διασκορπίστηκε ποτέ.

Η εφεύρεση της τυπογραφικής τέχνης διαμόρφωσε νέο σκηνικό στον εκδοτικό κόσμο της Ευρώπης, και από το 1470 άρχισαν να αλλάζουν στη Γαλλία οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση βιβλιοθήκης και από το, σχετικά ασθενές οικονομικά, λόγιο και μαθητικό κοινό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα τριάντα χρόνια της αρχετυπίας, από το 1470, κυκλοφόρησαν από τα γαλλικά πιεστήρια περίπου 4.000 εκδόσεις, καταργώντας το μονοπώλιο του χειρόγραφου και δίνοντας τη δυνατότητα να αναπτυχθεί η ουμανιστική βιβλιοθήκη σε μεγάλη κλίμακα. Το πρώτο γαλλικό έντυπο τυπώθηκε στα υπόγεια του πανεπιστημίου της Σορβόννης, όχι μόνο λόγω της πλούσιας βιβλιοθήκης που είχε ιδρυθεί εκεί από το 1289, με τον εντυπωσιακό αριθμό των 2.000 περίπου χειρογράφων της (όπως καταμετρήθηκαν στα μέσα του 14ου αιώνα), αλλά, κυρίως, λόγω της πληθωρικής προσωπικότητας του πρύτανη της Σορβόννης Γκιγιόμ Φισέ.

Ο Φισέ, θαυμαστής του πλατωνικού Βησσαρίωνα και λάτρης της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, την οποία δίδασκε ο Μαρσίλιος Φικίνος σε συνεργασία με τον ουμανιστή Γιόχαν Χάινλιν, κάλεσε τρεις Γερμανούς τυπογράφους να στήσουν το πρώτο γαλλικό τυπογραφείο. Το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο αυτό είναι το Epistolae του μεγάλου δασκάλου της λατινικής ρητορικής Γκασπαρίνο Μπαρτσίτσα, το 1470. Από τότε η γοητεία της τυπογραφίας θα κατακτήσει τους Γάλλους και τυπογράφοι κάθε εθνότητας θα ξεχυθούν στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, καθιστώντας την τυπογραφία απαραίτητο εργαλείο πνευματικής ανάπτυξης. Τα γαλλικά αρχέτυπα δεν αντικατέστησαν αμέσως το χειρόγραφο ως συλλεκτικό αντικείμενο των Γάλλων ευγενών, αλλά σταδιακά άρχισαν να θησαυρίζουν τις συλλογές τους με έντυπα, φιλοτεχνημένα μάλιστα με περίτεχνες μικρογραφίες, σύμφωνα με το ιταλικό πρότυπο.

Η εποχή του Καρόλου Η΄ (1483–1498) σημαδεύεται από τους ιταλικούς πολέμους και ειδικότερα το 1493, οπότε ενηλικιώθηκε ο Κάρολος. Με την πρόφαση να βοηθήσει τον δούκα του Μιλάνου Λουδοβίκο Σφόρτσα, τον λεγόμενο και Μαύρο, τον οποίο απειλούσε ο βασιλιάς της Νεάπολης Αλφόνσος Β΄, ξεχύθηκε στην Ιταλία με σκοπό να διεκδικήσει τον θρόνο της Νεάπολης, προβάλλοντας τα δικαιώματα που του είχε παραχωρήσει ο οίκος των Ανζού. Αλλά ο Κάρολος δεν περιόριζε τις βλέψεις του στην ιταλική χερσόνησο· έχοντας αγοράσει τους αυτοκρατορικούς τίτλους του θρόνου του Βυζαντίου από τον Ανδρέα Παλαιολόγο, απέβλεπε στην ανάκτηση των χριστιανικών εδαφών που είχαν κατακτήσει οι Τούρκοι.

Κατά τη νικηφόρα πορεία του προς νότο, ο Κάρολος κυρίευσε τη Φλωρεντία το 1495, και ενώ εξεδίωξε τους Μεδίκους, έμεινε εκστατικός από τον μοναδικό πνευματικό και καλλιτεχνικό πλούτο που είχαν συγκεντρώσει γύρω τους. Ο κύριος όγκος της βιβλιοθήκης των Μεδίκων είχε βρει καταφύγιο στη Βενετία· έτσι, ο Κάρολος δεν κατόρθωσε να αποκτήσει παρά ελάχιστα πολύτιμα χειρόγραφα και μικρογραφημένα αρχέτυπα, μεταξύ των οποίων πάντως και έναν σπάνιας ομορφιάς κώδικα, που ανήκε στον Λαυρέντιο των Μεδίκων, με έργα του Πετράρχη και σονέτα του Δάντη, γραμμένο από τον Αντόνιο Σινιμπάλντι το 1476. Αλλά τα μεγάλα λάφυρα του Καρόλου στην Ιταλία προήλθαν από τη συλλογή της βιβλιοθήκης του βασιλιά της Νεάπολης και της Αραγωνίας, και ιδιαίτερα της συλλογής του Αλφόνσου του Μεγαλόψυχου (1435–1438). Η συλλογή αυτή είχε συγκροτηθεί μετά τον θάνατο του πάπα Νικολάου Ε΄ (1445), οπότε ο κύκλος των λογίων που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του στράφηκε προς τη Νεάπολη, καθιστώντας έτσι την αυλή του Αλφόνσου το σπουδαιότερο ουμανιστικό κέντρο της Ιταλίας. Συνεχίζοντας την πρωτοβουλία του πάπα, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Φραγκίσκος Φίλελφος, ο Αθανάσιος Χαλκιόπουλος, ο Λορέντσο Βάλλα, o Πότζο και πολλοί άλλοι, ολοκλήρωσαν πλήθος μεταφράσεις ελληνικών έργων στα λατινικά, τα οποία είτε σε χειρόγραφα είτε σε τυπωμένα βιβλία, αργότερα κατέληξαν, κατάλληλα μικρογραφημένα, στη βιβλιοθήκη των βασιλέων της Νεάπολης. Την ξενάγηση του Καρόλου στον θησαυρό αυτόν ανέλαβε ο ιστοριογράφος Πάολο Εμίλι (1495), συμβουλεύοντας, ταυτόχρονα, τον Γάλλο βασιλιά ποια χειρόγραφα να κατασχέσει.

Επιστρέφοντας στη γαλλική πρωτεύουσα το 1496, ο Κάρολος δεν είχε μόνον ανεκτίμητους θησαυρούς στις αποσκευές του αλλά είχε εξασφαλίσει την παραμονή στο Παρίσι του Ιανού Λάσκαρη, πνευματικού συμβούλου του Λαυρεντίου και του Πέτρου των Μεδίκων. Ο Λάσκαρις δεν βρήκε χρόνο να πραγματοποιήσει τα βιβλιοφιλικά οράματα του Καρόλου, εφόσον, ένα χρόνο μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, ο Κάρολος πέθανε, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Από έναν κατάλογο οικοσκευής που συντάχθηκε για λογαριασμό της συζύγου του, της Άννας της Βρετάνης, γνωρίζουμε ότι ο Κάρολος οικειοποιήθηκε 1140 τόμους από τη βιβλιοθήκη του βασιλιά της Νεάπολης. Ο Κατάλογος αυτός χάθηκε, και έτσι μόνο 447 χειρόγραφα και 200 έντυπα μπορούμε σήμερα να αναγνωρίσουμε. Ανάμεσά τους παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον, για την ουμανιστική πορεία της γαλλικής διανόησης, 25 ελληνικά χειρόγραφα θρησκευτικού κυρίως περιεχομένου, και δυο κώδικες με τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, χρονολογημένοι τον 14ο και τον 15ο αιώνα, κείμενα που για πρώτη φορά ήταν διαθέσιμα στον γαλλικό χώρο. Η βιβλιοθήκη του Καρόλου Η΄, που ήταν εγκατεστημένη στον πύργο της Αμπουάζ, δεν διασκορπίστηκε με τον θάνατό του, αλλά πέρασε στην κατοχή του διαδόχου του, του Λουδοβίκου ΙΒ΄, ο οποίος ήταν κληρονόμος και μιας άλλης πλουσιότερης οικογενειακής βιβλιοθήκης.

Ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ (1498–1515), ανήλθε στον θρόνο σε εποχή κατά την οποία διαμορφωνόταν στη Γαλλία ένα ουμανιστικό κλίμα σε εθνικό επίπεδο. Στην κίνηση αυτή πρωτοστατούσαν λόγιοι της αυλής του και Ιταλοί ουμανιστές, που πέρασαν τις Άλπεις, ελκόμενοι από το νέο πνεύμα που επικρατούσε στη γαλλική πρωτεύουσα. Ανάμεσά τους διακρίνουμε τον Πιερ ντε Κουρταρντύ, τους αδερφούς Γκιγιόμ και Γκι ντε Ροσφόρ, τον Ρομπέρ Γκαγκίν, τον Άντζελο Κάτο τον Τζιρόλαμο Μπάλμπι και τον Πάολο Εμίλι. O Πάολο Εμίλι είχε έρθει στο Παρίσι το 1483, προσκεκλημένος του καρδινάλιου Κάρολου Γ΄ ντε Μπουρμπόν, για να σπουδάσει θεολογία. Τον επόμενο χρόνο έφτασε στο Παρίσι, από τη Βενετία, ο Τζιρόλαμο Μπάλμπι, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1488, δυο ακόμη Ιταλοί, οι Κορνέλιο Βιτέλλι και ο Πούμπλιο Φάουστο Αντρελίνι, θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για την ανάδειξη της γαλλικής πρωτεύουσας σε ουμανιστικό κέντρο. Ο πρώτος είχε διδάξει επί δεκατέσσερα χρόνια στην Οξφόρδη, ενώ ο Αντρελίνι ήρθε από τη Ρώμη με νωπές ακόμα τις δάφνες που του απονεμήθηκαν για το ποιητικό ταλέντο του, μετά την κυκλοφορία των ερωτικών του στίχων Elegiae.

Λαμπρό δείγμα του χαρακτήρα των απαρχών του γαλλικού ουμανισμού αποτελεί ο Ζακ Λεφέβρ ντ' Ετάπλ, άνθρωπος με γνήσια πνευματική φλέβα και παροιμιώδη εργατικότητα. Αφού παρακολούθησε τα μαθήματα και τις διαλέξεις των Μπάλμπι και Αντρελίνι, συναναστράφηκε με τον Πάολο Εμίλι, και πήρε μαθήματα από τον Λάσκαρη, αποφάσισε να αφοσιωθεί στην αναβίωση της φιλοσοφίας, με βάση τις νέες ερμηνείες του αριστοτελικού έργου, και την ανάδειξη του πλατωνισμού, που ασκούσε πάνω του μεγάλη σαγήνη. Στο πλαίσιο αυτών των επιλογών ταξίδεψε στην Ιταλία, και ειδικότερα στη Φλωρεντία, όπου απόλαυσε τους λόγους του Πολιτανού, συναναστράφηκε τον Φικίνο και έγινε οπαδός του, ενώ δεν έμεινε αδιάφορος στις ανθρωπιστικές θέσεις, τις θρησκευτικές δοξασίες και τις τάσεις που διαμόρφωσε ο Πίκο ντέλλα Μιράντολα.

Ο Λουδοβίκος ΙΒ΄, που προερχόταν από τον οίκο της Ορλεάνης, κληρονόμησε, όπως αναφέρθηκε, και τη βιβλιοθήκη της οικογένειάς του. Η βιβλιοθήκη αυτή βασιζόταν στην αρχική συλλογή του δούκα Λουδοβίκου, γιου του Καρόλου Ε΄, και, εκτός από τα πολύτιμα βιβλία που μπορούσε να προμηθευτεί κανείς στην αγορά της Γαλλίας, είχε εμπλουτιστεί με κώδικες από το βιβλιοφιλικό περιβάλλον του Μιλάνου, και πιο συγκεκριμένα της συλλογής των Βισκόντι, όταν η Βαλεντίνα Βισκόντι παντρεύτηκε τον δούκα Λουδοβίκο και μετέφερε στο Παρίσι μαζί με την προίκα της, και τα βιβλία της. Ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ αγόρασε επίσης την πλούσια βιβλιοθήκη του Λουί ντε Μπρυζ, άρχοντα του Χρουτχούσε, που είχε παίξει σημαντικό διπλωματικό ρόλο στην υπηρεσία των δουκών της Βουργουνδίας, Φιλίππου του Καλού και Καρόλου του Τολμηρού. Γενικότερα, έχοντας μεγάλη οικονομική ευχέρεια, αγόραζε βιβλία και παράγγελνε πολύτιμα ιστορημένα χειρόγραφα, ανταγωνιζόμενος τις άλλες μεγάλες βιβλιοθήκες της εποχής του. Επίσης στην προσπάθειά του να επικυρώσει τα δικαιώματά του στην ηγεμονία του Μιλάνου, ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ εισέβαλε στη Λομβαρδία, κατανίκησε τους Μιλανέζους (1499–1500), και έτσι έγινε κάτοχος, συν τοις άλλοις, ενός τμήματος της φημισμένης συλλογής των Βισκόντι και των Σφόρτσα η οποία φυλασσόταν στον πύργο της Παβίας.

H βιβλιοθήκη των Σφόρτσα, μια από τις σπουδαιότερες ηγεμονικές συλλογές της Αναγέννησης, άρχισε να συγκροτείται από τον Γκαλεάτσο Βισκόντι (14ος αι.) και περιείχε βιβλία και των προκατόχων του. Στο σύνολό της περιλάμβανε βιβλία άγνωστα σχεδόν στη Γαλλία, δείγματα εξαιρετικής τέχνης των Ιταλών μικρογράφων, και πιθανότατα 108 κώδικες που ανήκαν στον Πετράρχη. Ανάμεσα σε αυτούς και ένα βιβλίο με σχόλια του Πετράρχη στον ιερό Αυγουστίνο, μια μετάφραση του Ομήρου και τη Φυσική ιστορία του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, σχολιασμένη από τον Πετράρχη.

Ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ δεν κράτησε «φυλακισμένο» τον μοναδικό βιβλιακό πλούτο του, παρά έδειχνε με υπερηφάνεια τα βιβλία του σε πρίγκιπες, πρέσβεις, και ανθρώπους των γραμμάτων. Βασικό ρόλο στο άνοιγμα της βασιλικής βιβλιοθήκης του Λουδοβίκου ΙΒ΄ πρέπει να έπαιξε ο Ιανός Λάσκαρις, άνθρωπος που γνώριζε το χειρόγραφο και το έντυπο βιβλίο όσο κανείς άλλος στην εποχή του. Η θέση του Λάσκαρη πλάι στον βασιλιά της Γαλλίας δεν περιοριζόταν σε βιβλιοφιλικά ζητήματα. Ήδη την εποχή του Καρόλου Η΄ αναφέρεται ως «docteur de pays de Grèce», ένα είδος υπουργού επί των ανατολικών υποθέσεων, ενώ η δυσχερής θέση στην οποία είχε περιέλθει η Γαλλία με τα ιταλικά κρατίδια, μετά το 1507, υποχρέωσε τον Λουδοβίκο ΙΒ΄ να αναθέσει στον Λάσκαρη, με την ιδιότητα του «ambassadeur par excellence», να ισχυροποιήσει τις θέσεις της Γαλλίας με την Γαληνοτάτη Δημοκρατία.

Μέρος της συμβολής του Λάσκαρη στην πολιτιστική ιστορία της Γαλλίας είναι και η διαμόρφωση της βιβλιοθήκης του Μπλουά. Παρόλο που μας είναι άγνωστη η φύση και η ακριβής έκταση της συμμετοχής του στην υπόθεση αυτή, συμπεραίνουμε πως οι γνώσεις και η πείρα του τον καθιστούσαν απαραίτητο για την οργάνωση, την καταλογογράφηση και την ταξινόμηση των χειρογράφων και των έντυπων που φυλάσσονταν εκεί. Ας μη λησμονούμε ότι στη βιβλιοθήκη του Μπλουά είχαν καταλήξει τα χειρόγραφα που είχε φέρει στη Γαλλία ο Κάρολος Η΄, από τη νικηφόρα πορεία του στην Ιταλία και εκεί φυλάσσονταν τα βιβλία του που είχε διαρπάξει ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ από τον πύργο της Παβίας, καθώς και η βιβλιοθήκη των Βισκόντι, που μεταφέρθηκε στο Μπλουά μετά την κατάκτηση του Μιλάνου από τους Γάλλους το 1499. Εξάλλου, η τριετής θητεία του Λάσκαρη στο τυπογραφείου του Λορέντσο ντι Αλόπα στη Φλωρεντία (1494–1496), του επέτρεπε να έχει άποψη και για το έντυπο βιβλίο, το οποίο κατέκλυζε την εποχή εκείνη τη γαλλική πρωτεύουσα.

Ο διακεκριμένος ιστορικός της Γαλλίας Κλωντ ντε Σέσσελ, σε μια από τις επισκέψεις του στη βιβλιοθήκη του Μπλουά, ίσως το 1503, όχι μόνο θαύμασε τους ανεκτίμητους θησαυρούς της αλλά θέλησε να συμβάλει στην επιμόρφωση του βασιλιά με θέματα της ειδικότητάς του. Έτσι, άρχισε η συνεργασία του με τον Λάσκαρη, καθώς ο Έλληνας δάσκαλος δέχτηκε να μεταφράσει στα λατινικά έργα Ελλήνων ιστορικών, τα οποία μετέφερε κατόπιν στη γαλλική γλώσσα ο Σέσσελ, ώστε να είναι προσιτά στον Λουδοβίκο ΙΒ΄. Καρπός της συνεργασίας τους ήταν η μετάφραση των εξής: η Ἱστορία τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, του Διόδωρου του Σικελιώτη, η Κύρου Ἀνάβασις του Ξενοφώντα και η Ρωμαϊκὴ Ἱστορία του Αππιανού.

Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΒ΄ και την άνοδο στον θρόνο Φραγκίσκου Α΄ (1515), η Γαλλία, μετά τον εκατονταετή πόλεμο, ήταν η πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης. Ο νέος βασιλιάς δεν αναδείχθηκε σε απλό βιβλιόφιλο και συνεχιστή των προκατόχων του, αλλά με τις βαθιές πνευματικές του ανησυχίες θεμελίωσε τη βασιλική βιβλιοθήκη της Γαλλίας και το βασιλικό Τυπογραφείο.

Από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του ο Φραγκίσκος Α΄ θα δείξει το μεγάλο ενδιαφέρον του για τα γράμματα και τις τέχνες, και μέσα σε κλίμα καθ’ όλα ουμανιστικό, θα ανοίξει τις πόρτες της αυλής του σε ποιητές και καλλιτέχνες, ανθρώπους των γραμμάτων και τυπογράφους, διαμορφώνοντας έτσι έναν κύκλο ικανό να πείσει ακόμα και τον Λεονάρντο ντα Βίντσι να εγκαταλείψει την Ιταλία και να εγκατασταθεί στη γαλλική πρωτεύουσα υπό την προστασία του ίδιου του βασιλιά. Ο Φραγκίσκος Α΄ προερχόταν από βιβλιοφιλική οικογένεια, και κληρονόμησε μέσω αυτής μια συλλογή βιβλίων που είχε συγκροτηθεί από τον Ιωάννη, κόμη της Ανγκουλέμ, και αδερφό του Καρόλου της Ορλεάνης. Με τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΒ΄ δεν βρέθηκε ο κατάλογος της βιβλιοθήκης του, κι έτσι, από αυτόν που συντάχθηκε το 1518, γνωρίζουμε ότι η βιβλιοθήκη του Μπλουά αριθμούσε 1626 τόμους. Όπως φαίνεται και από το κατάστιχο αυτό, τα θρησκευτικού περιεχομένου βιβλία ήταν τα περισσότερα, χωρίς ωστόσο να μονοπωλούν το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης: αντιπροσώπευαν το ένα τρίτο του συνόλου των βιβλίων. Αριθμητικά έπεται μια ενότητα με λογοτεχνικά, ποιητικά κείμενα και ιπποτικές ιστορίες, και στη συνέχεια, σε τρίτη μοίρα, βρίσκονταν τα ιστορικά συγγράμματα. Γύρω στους πενήντα τόμους περιείχαν έργα στρατιωτικής τέχνης, αριθμητικής και αρχιτεκτονικής, ενώ τα βιβλία γύρω από το κανονικό και το αστικό δίκαιο δεν ξεπερνούσαν το ένα δέκατο της συλλογής. Τέλος, περίπου 80 βιβλία περιείχαν ιατρικά και άλλα επιστημονικά κείμενα και περισσότερα από 100, φιλοσοφικά πονήματα.

Το 1518 ο Ιανός Λάσκαρις επανέρχεται στο Παρίσι από τη Ρώμη, με συστατικές επιστολές του πάπα Λέοντα Ι΄ προς τον ίδιο τον βασιλιά Φραγκίσκο και με αποκλειστικό σκοπό να διερευνήσει τις προϋποθέσεις για την ίδρυση ελληνικού κολεγίου στη γαλλική πρωτεύουσα. Με την ευκαιρία αυτή αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για τα ελληνικά γράμματα, και οι προσπάθειες του Γκυγιώμ Μπυντέ προς αυτήν την κατεύθυνση βρίσκουν τον ιδανικό τους σύμμαχο. Πρώτη ενέργεια ήταν η μεταφορά της βασιλικής βιβλιοθήκης από το Μπλουά στο Φονταινεμπλώ, κίνηση που δεν αποσκοπούσε στον εντυπωσιασμό αλλά αποτελούσε επιτακτική ανάγκη, καθώς η βιβλιοθήκη του Μπλουά ήταν πλέον ξεπερασμένη. Έτσι η βιβλιοθήκη του Φραγκίσκου Α΄ στεγάστηκε στο ανάκτορα του Φονταινεμπλώ, που από το 1528 αντιπροσώπευε το λαμπρότερο οικοδόμημα της Γαλλίας, και ταξινομήθηκε σε μια γαλαρία, ακριβώς κάτω από τον αντίστοιχο χώρο που διακοσμήθηκε από τον Ρόσσο (Τζοβάννι Μπαττίστα ντι Τζάκοπο). Γύρω στο 1552 ο βασιλιάς θέσπισε και τη θέση του «Maître de la Librairie» (επικεφαλής της βιβλιοθήκης), την οποία κατέλαβε ο Γκυγιώμ Μπυντέ και τη διατήρησε ως τον θάνατό του το 1540. Τον διαδέχθηκε ο Πιερ ντυ Σαστέλ μια γοητευτική φυσιογνωμία, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στον ουμανιστικό προσανατολισμό της βασιλικής βιβλιοθήκης.

Οι στενές σχέσεις που ανέπτυξε ο Φραγκίσκος Α΄ με τον Λάσκαρη και τον Μπυντέ τον ώθησαν να λάβει την πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση των ελληνικών χειρογράφων από τη Δύση, και, κυρίως από την Ανατολή. Αρχικά έστειλε στην Ιταλία τον Τζιρόλαμο Φοντούλο, πρώην γραμματέα του φιλέλληνα καρδινάλιου της Ρώμης Σαλβιάτι και πρόσωπο που έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του Λάσκαρη. Ο Φοντούλο επανήλθε στο Παρίσι γύρω στο 1529, προσκομίζοντας περίπου πενήντα χειρόγραφα. Εν συνεχεία ο Φραγκίσκος επιφόρτισε τους πρέσβεις του στη Βρετανία να προσλάβουν Έλληνες κωδικογράφους με σκοπό να αντιγράφουν χειρόγραφα για τη βιβλιοθήκη του αλλά και να αγοράσουν όσα βρίσκουν διαθέσιμα. Αναφέρονται o Ζαν ντε Πα, ο Ζωρζ ντε Σελβ, o καρδινάλιος Ζορζ ντ' Αρμανιάκ, o Λαζάρ ντε Μπάιφ, o Φρανσουά ντε Ροσέ και ο Γκιγιώμ Πελισιέ. Στο πλαίσιο αυτής της κινητοποίησης για τη συγκρότηση ελληνικής βιβλιοθήκης, ο Ζωρζ ντε Σελβ είναι πιθανότατα αυτός που έφερε από την Κρήτη τον εξαίρετο καλλιγράφο Άγγελο Βεργίκιο, ο οποίος ανέλαβε την αντιγραφή ελληνικών κωδίκων για τη βασιλική βιβλιοθήκη και είχε την ευθύνη του ελληνικού τμήματος. Την αναζήτηση ελληνικών χειρογράφων στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την ανέλαβε ο Αντουάν Ρινκόν, εκπρόσωπος του βασιλιά στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος μάλιστα κατόρθωσε να γνωρίσει τον Αντώνιο Έπαρχο και να αγοράσει περίπου τριάντα βιβλία από την προσωπική του συλλογή, καθώς ο Έπαρχος ζούσε σε άθλιες οικονομικές συνθήκες. O Σαστέλ πάλι, έχοντας περιηγηθεί την Ιταλία και τη Μέση Ανατολή για τον ίδιο σκοπό, επιστράτευσε και τον Πέτρο Γύλλιο, τον Γκιγιώμ Ποστέλ και τον Αντρέ Τεβέ. Έτσι, έπειτα από αναζητήσεις τριών περίπου χρόνων το 1522, η βιβλιοθήκη του Φονταινεμπλώ είχε ένα τμήμα ελληνικών κωδίκων που φαίνεται ότι αριθμούσε περισσότερους από 550 τόμους.

Όραμα του Φραγκίσκου Α΄ ήταν να διατηρήσει η Γαλλία την πνευματική πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη, να υποστηρίξει τα γράμματα και τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, ώστε να γαλουχηθούν άτομα ικανά να διδάξουν τη χριστιανική θρησκεία και να εφαρμόσουν τους νόμους, όχι σύμφωνα με τα πάθη τους αλλά σύμφωνα με τους κανόνες ισότητας, άτομα που θα διακρίνονται για την κοινωνική τους προσφορά. Με αυτές τις σκέψεις και το όνειρο δημιουργίας ενός κέντρου ανάλογου με το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, ίδρυσε το Βασιλικό Κολλέγιο. Παράλληλα για να καταστήσει τη βασιλική τυπογραφία, που εγκαινιάστηκε με τον Κορράδο Νεοβάριο, εφάμιλλη των ελληνικών εκδόσεων του Άλδου Μανούτιου, έχρισε το 1539 τον Ροβέρτο Στέφανο «Imprimeur et Libraire des lettres Hébraiques»· ο Στέφανος ανέλαβε de facto και τα καθήκοντα των ελληνικών εκδόσεων τα οποία του ανατέθηκαν επίσημα, το 1542. Από τότε ξεκίνησε μια νέα αρχή για την εκτύπωση ελληνικών πρώτων εκδόσεων των κλασικών και των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως και άλλων μνημειακών έργων για τη μελέτη των ελληνικών, που σηματοδοτούνται με την εκτύπωση της Εὐαγγελικῆς προπαρασκευῆς του Ευσέβιου Παμφίλου το 1544. Χύθηκαν νέα τυπογραφικά στοιχεία, σπάνιας καλλιτεχνικής ομορφιάς και αξίας, στο πρότυπο του γραφικού χαρακτήρα του Άγγελου Βεργίκιου· για να κοπούν και να χυθούν κατάλληλα τα στοιχεία αυτά μόχθησε ο μεγάλος «Tailleur et fondeur de Lettres» της εποχής Κλωντ Γκαραμόν.

Eίναι τόσες οι παράμετροι της συμβολής του Φραγκίσκου Α΄, όχι μόνο στη θεμελίωση της βασιλικής και μετέπειτα Εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας, αλλά γενικότερα στη διαμόρφωση αυτού του διεθνικού ουμανιστικού πνεύματος που χαρακτηρίζει τη Γαλλία κατά την εποχή του, ώστε ούτε επιγραμματικά δεν μπορούν να αναφερθούν, στο πλαίσιο αυτής της μελέτης. Αρμόζει, καλύτερα ίσως, ως επίλογος ένα απόσπασμα από τον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο Πιερ ντυ Σαστέλ για τον βασιλιά του: 

«Ποιος θα μπορούσε να μην εγκωμιάσει

εκείνον που ξανάδωσε ζωή και επέβαλε

στο βασίλειό του το αγλάισμα της αρχαίας Ελλάδας,

της ποίησης, της ιστορίας και της φιλοσοφίας·

εκείνον που ώθησε στην μελέτη των βιβλίων

τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν

αντικείμενο έρευνας σ’ ολόκληρο τον κόσμο

και επανέφερε στο φως συγγραφείς και αθάνατα πνεύματα

 που έμεναν θαμμένα πάνω σε χίλια χρόνια…»

Τον Φραγκίσκο Α' διαδέχτηκε στο θρόνο της Γαλλίας ο Ερρίκος Β'. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου Β' και υπό την καθοδήγηση του κληρικού, λόγιου και βιβλιοθηκάριου Ζακ Αμιό, η Βιβλιοθήκη του Φραγκίσκου Α' μεταφέρθηκε από το Φονταινεμπλώ στο Παρίσι. Η μεταφορά αυτή ήταν ορόσημο για τη συγκέντρωση της συλλογής σε ένα πιο κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας. Λίγο αργότερα, το έτος 1622, ο βιβλιοθηκάριος Νικολά Ριγκώ συνέταξε τον πρώτο κατάλογο βιβλίων με εντολή του Λουδοβίκου 13ου. Σταδιακά η Βασιλική Βιβλιοθήκη (Bibliotèque du Roi), που εν τω μεταξύ είχε κλείσει τις πύλες της, άρχισε να μπαίνει υπό τη σκιά του οράματος του Καρδινάλιου Μαζαράν, σπουδαίου πολιτικού, διπλωμάτη και υπουργού κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβλικου του 13ου και του Λουδοβίκου του 14ου. Ο Μαζαράν είχε δίπλα του τον βιβλιοθηκάριο και λόγιο Γκαμπριέλ Νοντέ. Το 1627 ο Νοντέ είχε εκδώσει τις ιδέες του για τη σωστή οργάνωση μιας βιβλιοθήκης με τίτλο Avis pour dresser une Bibliotèque, έχοντας στο μυαλό του μια παγκόσμια βιβλιοθήκη προσβάσιμη σε όλους με τα πιο σημαντικά βιβλία στην πρωτότυπη γλώσσα και σε μετάφραση με σχόλια και αναφορές. Το όραμά του ήταν αρκετά ριζοσπαστικό και ερχόταν σε σύγκρουση με μεροληψίες και απαγορεύσεις που επέβαλε η εποχή. Ο Νοντέ μπήκε στις υπηρεσίες του Μαζαράν το 1642 με σκοπό να οργανώσει την προσωπική του βιβλιοθήκη εφαρμόζοντας το πρόγραμμά του: επιστράτευσε στρατιωτικούς και διπλωμάτες που ζούσαν εκτός των συνόρων της Γαλλίας με σκοπό να βρίσκουν και να στέλνουν βιβλία στη Βιβλιοθήκη του Μαζαράν. Ο ίδιος ταξίδεψε στην Αγγλία, τη Φλάνδρα, τη Γερμανία και την Ιταλία με αποτέλεσμα σε λίγο καιρό να αυξηθεί ο αριθμός των βιβλίων σε 40.000, όλα με τη σφραγίδα του Καρδινάλιου. Ωστόσο η Βιβλιοθήκη του Μαζαράν, το όγδοο θαύμα του κόσμου, όπως την αποκαλούσε ο Νοντέ, παρά τις προσπάθειες και των δύο, σύντομα σταμάτησε τη λειτουργία της λόγω του Γαλλικού Εμφυλίου Πολέμου (1648–1653). Πριν το τέλος του πολέμου ο Μαζαράν και ο Νοντέ είχαν οδηγηθεί σε εξορία αφήνοντας όμως πίσω τους μια σπουδαία παρακαταθήκη.

Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την επικράτηση των ιδεών του Καρτέσιου μαζί με την προσπάθεια για μια πιο συστηματική μελέτη της Ιστορίας. Σε αυτό συνέβαλαν τα μέγιστα τα τάγματα των Ιησουιτών και των Βενεδικτίνων μοναχών δημιουργώντας ακαδημίες και κεντρικές βιβλιοθήκες με πληθώρα υλικού από αρχαία μοναστήρια που ανήκαν στα τάγματά τους. Τις προσπάθειες των ταγμάτων ενίσχυσε ο υπουργός του Λουδοβίκου του 14ου Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ που ως συλλέκτης και βιβλιόφιλος συνέχισε την παράδοση του Μαζαράν έχοντας δίπλα του τον ιστορικό Ετιέν Μπαλούζ. Η Βασιλική Βιβλιοθήκη περιήλθε κάτω από τη διοίκηση του Κολμπέρ το 1661 με τον δραστήριο υπουργό να δίνει εντολή σε αξιωματούχους της περιφέρειας και διπλωμάτες εκτός συνόρων να αγοράζουν και να στέλνουν βιβλία στη Βιβλιοθήκη. Ολόκληρες ιδιωτικές συλλογές αγοράζονταν ή δίνονταν ως δωρεά. Βιβλία κατέφταναν στο Βασίλειο της Γαλλίας ακόμα και από τη Μέση Ανατολή, την Ινδία και την Κίνα. Αυτό είχε  ως αποτέλεσμα να τετραπλασιαστεί η συλλογή της Βιβλιοθήκης μέχρι τον θάνατο του Κολμπέρ το 1683. Η Βασιλική Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε  το 1666 από τη Rue de la Harpe στη Rue Vivienne λόγω έλλειψης χώρου με τον υπουργό του Λουδοβίκου του 14ου Φρανσουά Λουβουά να αναζητά βιβλία από οποιαδήποτε πηγή και περιοχή της Γαλλίας και των αποικιών. Ο Λουβουά θέλησε να χτίσει ένα καινούριο κτίριο για τη στέγαση της συνεχώς αυξανόμενης συλλογής, κάτι που όμως έμεινε ανολοκλήρωτο με τον θάνατό του το 1691. Ήδη από το 1675 αξιωματούχοι του Λουδοβίκου του 14ου με τη βοήθεια λογίων και Βενεδικτίνων μοναχών συνέταξαν εκτενή κατάλογο με τα βιβλία και τα χειρόγραφα της συλλογής και το 1688 συντάχθηκε εκ νέου ένας κατάλογος 8 τόμων. Η Βασιλική Βιβλιοθήκη άνοιξε τις πύλες της για το κοινό το 1692 υπό τη διοίκηση του Καμίλ Λουβουά γιου του Φρανσουά Λουβουά). Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στον πολιτικό και βιβλιοθηκάριο Ζαν Πολ Μπινιόν που το 1721 επέκτεινε τη Βιβλιοθήκη, ανασκεύασε το σύστημα καταγραφής του υλικού της και συνέταξε καταλόγους από το 1739 έως το 1753 σε 11 τόμους.

Με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789, οι συλλογές της Βιβλιοθήκης κινδύνευσαν να καταστραφούν μέσα στη γενική αναρχία όμως με την επέμβαση φωτισμένων μυαλών όπως ο Ζόζεφ βαν Πράετ και ο Αντουάν Ογκουστίν Ρενουάρ γλίτωσαν την καταστροφή. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι συλλογές τις Βιβλιοθήκης έφτασαν να αριθμούν 300.000 τόμους έπειτα από συστηματικές λεηλασίες και κατασχέσεις βιβλιοθηκών που ανήκαν στον κλήρο και σε οικογένειες αριστοκρατών. Η Επαναστατική Κυβέρνηση προσπάθησε να καταγράψει και να καταλογοποιήσει τα βιβλία αλλά πολλά χάθηκαν ή καταστράφηκαν. Το 1792, μετά από τέσσερις αιώνες, η Εθνοσυνέλευση της 1ης Γαλλικής Δημοκρατίας ανακήρυξε τη Βασιλική Βιβλιοθήκη ως κτήμα του λαού της Γαλλίας και τη μετονόμασε σε Εθνική Βιβλιοθήκη (Bibliotèque Nationale). Ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων φυλασσόταν σε προσωρινές αποθήκες (dépots littéraires) και σε κοινόχρηστες βιβλιοθήκες (bibliotèques communales) από τις οποίες ξεπήδησαν καινούριες συλλογές για νεοϊδρυθέντα κρατικά ιδρύματα όπως το Arsenal, το Saint Genevieve, το Bibliotèque Mazarine και φυσικά η Εθνική Βιβλιοθήκη. Ο Ναπολέων Α' Βοναπάρτης έδειξε αρκετό ενδιαφέρον για τον εμπλουτισμό των συλλογών, φέρνοντας βιβλία από τις επαρχίες της Γαλλίας και από τις κατακτημένες  περιοχές όπως η Ολλανδία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιταλία. Από το 1800 έως το 1836 και κάτω από τη γενική διοίκηση του Ζόζεφ βαν Πράετ, το όραμά του για μια πιο συγκροτημένη βιβλιοθήκη που ανήκει στον λαό έγινε πράξη. Τη στιγμή του θανάτου του οι συλλογές αριθμούσαν 650.000 τόμους και 80.000 χειρόγραφα.

Με την πτώση του Ναπολέοντα Βοναπάρτη το 1814 και την αποκατάσταση της Δυναστείας των Βουρβόνων, η Γαλλία πέρασε μια περίοδο αναταραχής και αλλαγής καθεστώτων με την Εθνική Βιβλιοθήκη να μετονομάζεται σε Αυτοκρατορική Εθνική Βιβλιοθήκη την περίοδο της βασιλείας του Ναπολέοντα του Γ' (1852–1871) και το 1868 να μεταφέρεται σε καινούριο κτίριο στη Rue de Richelieu σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ανρί Λαμπρούστ. Το 1875 επεκτείνεται κι άλλο με τη δημιουργία του περίφημου Salle Ovale (Οβάλ Δωμάτιο) από τον αρχιτέκτονα Ζαν Λουί Πασκάλ. Εν έτει 1896 η Εθνική Βιβλιοθήκη είχε τη μεγαλύτερη συλλογή στον κόσμο με την ισχυρή κεντρική διοίκηση της Γαλλίας να αντικατοπτρίζεται και στις βιβλιοθήκες της στις αρχές του 20ου αιώνα. Γύρω στο 1920 η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας διέθετε 4.500.000 βιβλία και 11.000 χειρόγραφα που μαζί με τις υπόλοιπες βιβλιοθήκες του Παρισιού (Arsenal, Sainte Geneviève, Mazarine), που διοικητικά ήταν υπό την αιγίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο αριθμός των βιβλίων ανερχόταν σε 8.000.000. Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η κατοχική διοίκηση των Ναζί προέβη σε συστηματικές καταστροφές και κατασχέσεις ολόκληρων βιβλιοθηκών και βιβλίων που θεωρούνταν αιρετικές για το ναζιστικό καθεστώς. Πολλοί βιβλιοθηκονόμοι εκτελέστηκαν και βασανίστηκαν για τον λόγο ότι προμήθευαν βιβλία σε φυλακισμένους, αντιστασιακούς και μεμονωμένους αναγνώστες. Από το 1940 μέχρι το 1945 υπολογίζεται ότι 2.000.000 βιβλία χάθηκαν, πολλά εκ των οποίων μοναδικά και αναντικατάστατα. Παρά τις καταστροφές, κατά τη διάρκεια του πολέμου, υπήρξαν άνθρωποι που οργάνωναν κρυφά την ανάκτηση των χαμένων βιβλίων και τη δημιουργία νέων βιβλιοθηκών για το κοινό με βάση το αγγλικό βιβλιοθηκονομικό σύστημα. Ως εκ τούτου, με το πέρας του πολέμου η νέα κυβέρνηση είχε στα χέρια της όλα τα εφόδια για την ανασύσταση της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας και των περιφερειακών βιβλιοθηκών τις επόμενες δεκαετίες.

Ορόσημο για την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας αποτελεί η δεκαετία του 1980 με τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φρανσουά Μιτεράν να αποφασίζει το 1988 την επέκταση και την κατασκευή μιας από τις πιο μοντέρνες βιβλιοθήκες στον κόσμο, που θα στέγαζε την Εθνική Βιβλιοθήκη. Η τοποθεσία του νέου κτιρίου που επιλέχθηκε ήταν δίπλα στον ποταμό Σηκουάνα με αρχιτέκτονα έπειτα από διαγωνισμό τον Ντομινίκ Περώ. Το συγκρότημα των κτιρίων αποτελείται από τέσσερις γυάλινους ουρανοξύστες 22 ορόφων γύρω από έναν κήπο με τον καθέναν από αυτούς να ομοιάζει σκοπίμως με ανοιχτό βιβλίο. Η νέα Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας που τιμητικά ονομάστηκε Biblioètque François Mitterrand, άνοιξε τις πύλες της για το κοινό το 1996 με τη μεταφορά ενός μεγάλου μέρους των βιβλίων που στεγάζονταν στη βιβλιοθήκη της Rue de Richelieu.

Σήμερα η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας φιλοξενεί γύρω στα 40 εκατομμύρια τεκμήρια (εκ των οποίων πάνω από 14 εκατομμύρια είναι βιβλία) σε τέσσερα διαφορετικά σημεία στο Παρίσι: στη Βιβλιοθήκη Φρανσουά Μιτεράν, στη Rue de Richelieu, στην Arsenal και στην Opéra. Η Βιβλιοθήκη, στο πέρασμα των αιώνων έχει συγκεντρώσει μια τεράστια συλλογή που περιλαμβάνει βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες, χειρόγραφα, αρχεία (μπροσούρες, γράμματα, σενάρια θεατρικών παραστάσεων, δελτία τύπου κ.ά.), εκτυπώσεις, φωτογραφίες, αφίσες, χάρτες, άτλαντες, χαλκογραφίες, ξυλογραφίες, λιθογραφίες, υφάσματα, έντυπες και χειρόγραφες παρτιτούρες μουσικής, νομίσματα, οπτικοακουστικό υλικό (κασέτες, βινύλια, CD και DVD, ηχογραφήσεις και φιλμ διαφόρων περιεχομένων, βιντεοπαιχνίδια). Το 1997 η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας δημιούργησε μια ψηφιακή βιβλιοθήκη με το όνομα Gallica, η οποία διαθέτει σε ψηφιακή μορφή πάνω από έξι εκατομμύρια τεκμήρια με ελεύθερη πρόσβαση για το κοινό ακόμα και μέσα από την εφαρμογή που παρέχει η βιβλιοθήκη για κινητά τηλέφωνα. Στη Gallica απλοί επισκέπτες και εξειδικευμένοι ερευνητές έχουν πρόσβαση σε ψηφιοποιημένα βιβλία, χειρόγραφα, εφημερίδες και περιοδικά, χάρτες, παρτιτούρες μουσικής, οπτικοακουστικό υλικό και αντικείμενα ιστορικής αξίας ή τέχνης. Είναι μια από τις πιο πλούσιες και άρτια οργανωμένες ψηφιακές βιβλιοθήκες του κόσμου και τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με άλλες ευρωπαϊκές εθνικές βιβλιοθήκες και εκδότες για την υλοποίηση της Europeana, μιας ευρωπαϊκής ψηφιακής βιβλιοθήκης, που ως σκοπό έχει την πρόσβαση μέσω διαδικτύου σε εκατομμύρια ψηφιοποιημένα αρχεία, αντιπροσωπευτικά της ευρωπαϊκής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας με τις σύγχρονες δομές της αποτελεί πόλο έλξης για τους κατοίκους και τους επισκέπτες του Παρισιού. Η Βιβλιοθήκη χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια και στόχος της για το μέλλον είναι η ελεύθερη πρόσβαση κοινού και ερευνητών στο σύνολο των τεκμηρίων της με σκοπό τη διάδοση της γνώσης ακολουθώντας τις επιταγές της ψηφιακής εποχής. 

 

Κ.Σπ. Στάικος, Βιβλιοθήκη. Από την Αρχαιότητα έως την Αναγέννηση και Σημαντικές Ουμανιστικές και Μοναστηριακές Βιβλιοθήκες (3000 π.Χ.–1600 μ.Χ.), Αθήνα, Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος, 1996, 409–427.

Επωνυμία: Bibliothèque nationale de France (BnF)
Ιστορικό πλαίσιο: Δυτικός Μεσαίωναςsemantics logo
Χαρακτήρας: Εθνικέςsemantics logo
Τόπος ίδρυσης: Παρίσιsemantics logo
Τόπος λειτουργίας: Παρίσιsemantics logo
Χρόνος ίδρυσης: 1368
Περιεχόμενα: Βιβλία
Περιοδικά
Ηχητικά τεκμήρια
Βιντεοκασέτες
Βιντεοταινίες
Αρχεία πολυμέσων
Ηλεκτρονικά αρχεία
Χειρόγραφα
Αρχειακά έγγραφα
Εικονογραφικά τεκμήρια
Χαρτογραφικά τεκμήρια
Αντικείμενα από χαλκό, σκαλιστό ξύλο, πλάκες λιθογραφίας, υφάσματα κλπ
Μικροφίλμ
Coins
Νομίσματα
Microfilms
Printed and handwritten sheet music
Μικροφίλμ
Ηλεκτρονικά περιοδικά των οποίων μια έντυπη μορφή βρίσκεται στην κατοχή της BNF
Electronic periodicals with a printed version owned by the BnF
Δωρεές/Αγορές: Ναι
Εκδόσεις: Ναι
Κατάλογοι: BnF catalogue général: https://catalogue.bnf.fr/index.do
Data.bnf.fr: https://data.bnf.fr/
Le Catalogue collectif de France: https://ccfr.bnf.fr/portailccfr/jsp/public/index.jsp
BnF Archives et manuscrits: https://archivesetmanuscrits.bnf.fr/
Bibliographie nationale française: https://bibliographienationale.bnf.fr/
Mandragore: https://mandragore.bnf.fr/
Reliures.bnf.fr: http://reliures.bnf.fr/
Presse locale ancienne: https://presselocaleancienne.bnf.fr/accueil
Base BP16 (Bibliographie des éditions parisiennes du 16e siècle): https://bp16.bnf.fr/
Répertoire des manuscrits du XXe siècle: https://www.bnf.fr/fr/repertoire-des-manuscrits-du-xxe-siecle
Catalogue des médailles et antiques: https://medaillesetantiques.bnf.fr/ws/catalogue/app/report/index.html
Catalogues numérisés: https://www.bnf.fr/fr/acces-aux-catalogues-numerises
Gallica: https://gallica.bnf.fr/accueil/fr/content/accueil-fr?mode=desktop
Sites multimédias et expos virtuelles: https://www.bnf.fr/fr/sites-multimedias-et-expos-virtuelles
BnF Collection sonore: https://www.bnf.fr/fr/bnf-collection-sonore
Banque d’images: https://images.bnf.fr/
RetroNews: https://www.retronews.fr/
Patrimoines Partagés: https://www.bnf.fr/fr/patrimoines-partages-
Ιδιοκτησία: Γαλλικό κράτος
Κτίρια: Bibliothèque François-Mitterrand Quai François Mauriac 75706 Παρίσι Cedex 13
Bibliothèque Richelieu 58, rue de Richelieu 75002 Παρίσι
Palais Garnier Είσοδος κοινού: Angle des rues Scribe et Auber Ταχυδρομική διεύθυνση: 8 rue Scribe 75009 Παρίσι
Maison Jean-Vilar 8, rue de Mons, 84000 Αβινιόν
Διοίκηση: Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από Πρόεδρο και 19 μέλη.
https://www.bnf.fr/fr/organisation-de-la-bnf#bnf-organigramme
Νομικό πλαίσιο: Établissement public national à caractère administratif - Εθνικό δημόσιο ίδρυμα διοικητικού χαρακτήρα (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου - ΝΠΔΔ)
Προσωπικό: https://multimedia-ext.bnf.fr/pdf/organigramme.pdf
https://apbnf.fr/lassociation/
Πληροφορίες: https://www.bnf.fr/fr
Bibliothèque François-Mitterrand +33(0)1 53 79 59 59
https://www.bnf.fr/fr/francois-mitterrand
Bibliothèque Richelieu +33(0)1 53 79 59 59
https://www.bnf.fr/fr/richelieu
Bibliothèque de l’Arsenal +33(0)1 53 79 59 59
https://www.bnf.fr/fr/arsenal
Opéra, Palais Garnier +33(0)1 53 79 59 59
https://www.bnf.fr/fr/opera
Maison Jean-Vilar +33(0)4 90 27 22 84 , maison-jean-vilar@bnf.fr
https://www.bnf.fr/fr/jean-vilar
Ωράριο: Bibliothèque François-Mitterrand: Δευτέρα 14:00-20:00, Τρίτη-Σάββατο 09:00-20:00, Κυριακή 13:00-19:00
Bibliothèque Richelieu: Δευτέρα 14:00-19:30, Τρίτη 09:00-20:00, Τετάρτη-Παρασκευή 09:00-19:30, Σάββατο 09:00-18:00, Κυριακή 10:00-18:00
Bibliothèque de l’Arsenal: Δευτέρα 14:00-19:00, Τρίτη-Παρασκευή 10:00-19:00, Σάββατο 10:00-18:00. Ωράριο εκθέσεων: Τρίτη-Κυριακή 12:00-19:00
Bibliothèque-musée de l’Opéra: Δευτέρα-Σάββατο 10:00-17:00 (Κυριακή ανοιχτό μόνο το Μουσείο). Ωράριο εκθέσεων: 10:00-17:00
Maison Jean-Vilar: Τρίτη-Σάββατο 14:00-18:00
Λέξεις κλειδιά: Γαλλία
France
Πεπίνος ο Νεότερος
Βασιλική Βιβλιοθήκη
Καρλομάγνος
Εϊνάρδος
Vita Κaroli
Λουδοβίκος ο Ευσεβής
Γκέρβαρτ
Κάρολος Ε΄
Φίλιππος ο Ωραίος
Ιωάννης ο Αγαθός
Ιωάννης του Μπερί
Κριστίν ντε Πιζάν
Λούβρο
Ζιλ Μαλλέ
Κάρολος Στ΄
Δούκας του Μπέντφορντ
Κάρολος Ζ΄
Λουδοβίκος ΙΑ΄
Κάρολος Η΄
Γκιγιόμ Φισέ
Ιανός Λάσκαρης
Λουδοβίκος ΙΒ΄
Φραγκίσκος Α΄
Γκυγιώμ Μπυντέ
Ερρίκος Β'
Ζαν Αμο
Νικολά Ριγκώ
Καρδινάλιος Μαζαράν
Γκαμπριέλ Νοντέ
Βιβιλιοθήκη Μαζαράν
Καρτέσιος
Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ
Ετιέν Μπαλούζ
Φρανσουά Λουβουά
Λουδοβίκος ΙΔ'
Καμίλ Λουβουά
Ζαν Πολ Μπινιόν
Ζόζεφ βαν Πράετ
Αντουάν Ογκουστίν Ρενουάρ
Φρανσουά Μιτεράν
Ναπολέων Α΄ (Βοναπάρτης)
Ναπολέων Γ'
Ανρί Λαμπρούστ
Ζαν Λουί Πασκάλ
Αντουάν Ογκουστίν Ρενουάρ
Φρανσουά Μιτεράν
Ντομινίκ Περώ
Αναφέρει: Εικόνες
Παρίσι. Ξυλογραφία από την έκδοση: H. Schedel, «Liber Cronicarum», Νυρεμβέργη, A. Koberg, S. & S. Kammermeister, 1493.
Ιερός Αυγουστίνος, «De Civitate Dei».
Η Κριστίν ντε Πιζάν στο σπουδαστήριο της.
Σκηνές από τον βίο του Καρόλου Ε'.
Ο Κάρολος ΣΤ΄ σε πίνακα του ζωγράφου Master of Boucicaut το 1412.
Χρυσό νόμισμα με τον Κάρολο Ζ΄ με επιγραφή: + KAROLVS D[Ε]Ι GRA[CIA] FRANCORV[M] REX.
Ο Λουδοβίκος ΙΑ' διεκδικεί τα δικαιώματά του επί του Δουκάτου της Βουργουνδίας περιβαλλόμενος από τις τέσσερις αρετές (Ευθύτητα, Λογική, Δικαιοσύνη και Αλήθεια).
Ο Γκιγιόμ Φισέ αφιερώνει το βιβλίο του Rhetorica στη Γιολάντα των Βαλουά Δούκισσας της Σαβοΐας.
Τα γαλλικά στρατεύματα εισβάλουν στην Φλωρεντία υπό τον Κάρολο Η'. Πίνακας του Francesco Granacci (1494).
Ο Λουδοβίκος ο ΙΒ' της Γαλλίας προσεύχεται γονατισμένος περιβαλλόμενος από αγίους (1498-1499).
Φραγκίσκος Α' της Γαλλίας.
Ερρίκος Β' της Γαλλίας.
Ο Καρδινάλιος Μαζαράν σε πίνακα του Πιέρ Μινιάρ.
Ο Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ σε πίνακα του Φιλίπ ντε Σαμπέν.
Το ανάκτορο του Φονταινεμπλώ.
Το Οβάλ Δωμάτιο (Salle Ovale) στο κτίριο Rue de Richelieu (1875).
Ο Ιανός Λάσκαρις, χαλκογραφία βασισμένη σε ελαιογραφία που άνηκε στον κόμη Luigi Bossi του Μιλάνου: G. Roscoe, «Vita e pontificato di Leone X», τόμ. 8, Μιλάνο, 1817.
Σημειώσεις: Ως έτος ίδρυσης της Βιβλιοθήκης θεωρείται το 1368, όταν ο Κάρολος Ε΄ μετέφερε τη βιβλιοθήκη του από το παλάτι Ιλ ντε λα Σιτέ, στο ανάκτορο του Λούβρου. Έτος ορόσημο για τον εμπλουτισμό της θεωρείται και το 1461 με την άνοδο του Λουδοβίκου ΙΑ΄ στον θρόνο. Το 1537 ο Φραγκίσκος Α΄ θέσπισε την κατά νόμον κατάθεση αντιτύπων (Ordonnance de Montpellier), ενώ για το κοινό άνοιξε το 1692.
Άδεια χρήσης: Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
Δικαιώματα: Το λήμμα αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική εργασία της ομάδας ανάπτυξης του ψηφιακού χώρου «Περί Βιβλιοθηκών».
Εμφανίζεται στις συλλογές:Βιβλιοθήκες
Προβολή λιγότερων