Ιστορική αναδρομή. Ο οίκος των Τυπάλδων χρονολογείται από το 1408, όταν έφτασε στην Κεφαλονιά ο Κολέλλας Τυπάλδος, τοποτηρητής της Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας. Κλάδος των Τυπάλδων ήταν και ο οίκος των Ιακωβάτων, μέλη του οποίου βρίσκονται εγγεγραμμένα στη Χρυσή Βίβλο της Κεφαλονιάς κατά το διάστημα 1593–1603 μαζί με ονόματα άλλων αρχόντων και ευγενών της περιόδου.
Οι τέσσερις αδελφοί Τυπάλδοι-Ιακωβάτοι υπήρξαν, σύμφωνα με τον καθηγητή πανεπιστημίου Κωνσταντίνο Μπόνη (βλ. «Βιβλιογραφία»), οι «κατ’ εξοχήν διακριθέντες γόνοι του ευγενούς τούτου Οίκου» και οι δημιουργοί της Ιακωβάτειου Βιβλιοθήκης, που το 1963 κληροδοτήθηκε από τους απογόνους τους στον Δήμο Ληξουρίου. Γονείς των τεσσάρων αδελφών ήταν ο Αλοΐσιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος (1795–1867) και η Αικατερίνη, το γένος Κρασά. Η οικογένεια είχε άλλα δύο παιδιά, για τα οποία όμως είναι ελάχιστες οι γνωστές πληροφορίες: τον Άγγελο (1807–1830), ο οποίος εν αντιθέσει με τα αδέλφια του δεν σπούδασε και στα 17 του έφυγε από το σπίτι του για να γίνει ναυτικός, και την Κυριακούλα.
Η οικία της οικογένειας βρισκόταν στο Ληξούρι και εκεί, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, μεγάλωσαν και έζησαν τα πρώτα χρόνια της νεότητάς τους τα τέσσερα αγόρια της οικογένειας: ο Κωνσταντίνος (1795–1867), θεολόγος καθηγητής και μετέπειτα σχολάρχης της Σχολής της Χάλκης (1844–1864)⸱ ο Νικόλαος (1801–1884), νομικός και πολιτευτής⸱ ο Χαράλαμπος (1810–1885), γιατρός και πολιτικός⸱ ο Γεώργιος (1814–1882), δικηγόρος και πολιτικός. Ευρυμαθείς και με εξέχουσα πορεία στους επαγγελματικούς τους κλάδους, τα αδέλφια συγκέντρωσαν σημαντικό αριθμό βιβλίων την περίοδο 1820–1880, τα οποία αφορούσαν κατά κύριο λόγο τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα: την Εκκλησία, την πολιτική και την ιατρική επιστήμη. Μετά τον θάνατο των τεσσάρων αδελφών, οι συλλογές των βιβλίων τους συγκεντρώθηκαν από τους απογόνους τους στο αρχοντικό των Τυπάλδων-Ιακωβάτων, συγκροτώντας μία από τις σπουδαιότερες βιβλιοθήκες των Επτανήσων κατά τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το αρχοντικό των Τυπάλδων-Ιακωβάτων είναι ένα διώροφο κτίριο, χαρακτηριστικό δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής των μέσων του 19ου αιώνα (άρχισε να κτίζεται το 1866), με περιβάλλοντα χώρο (έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέος) που αναδεικνύει τη μεγαλοπρέπεια του κτιρίου. Ενδεικτικό στοιχείο της ομορφιάς του είναι ότι οι οροφές των χώρων του κοσμούνται με περίτεχνα ξύλινα τετράγωνα και ζωγραφισμένα φατνώματα. Τα παιδιά της Αικατερίνης Ιακωβάτου-Τουλ (κόρη του Χαράλαμπου), τελευταίας κληρονόμου της οικογένειας, εκτελώντας την επιθυμία της μητέρας τους, δώρισαν στο 1963 το οίκημα και ό,τι αυτό περιείχε στο ελληνικό Δημόσιο με τον όρο να ιδρυθεί και να στεγαστεί σε αυτό Βιβλιοθήκη–Μουσείο. Το συμβόλαιο δωρεάς του κτιρίου προέβλεπε ακόμα το Δημόσιο να αναλάβει τον διορισμό ενός βιβλιοθηκάριου, ενός κλητήρα–καθαριστή και ενός φύλακα. Επίσης, θα κάλυπτε όλα τα έξοδα για την ανακαίνιση και τον εκσυγχρονισμό της Βιβλιοθήκης. Το 1968 το κτίριο ανακηρύχθηκε ως έργο τέχνης από το Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ κατά τη δεκαετία του 1980 πραγματοποιήθηκαν εργασίες αναστήλωσής του. Ωστόσο, μετά τους σεισμούς που έπληξαν την Κεφαλονιά στις 26 Ιανουαρίου και 3 Φεβρουαρίου του 2014, προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές στο αρχοντικό των Τυπάλδων, με αποτέλεσμα η Βιβλιοθήκη να μετεγκατασταθεί προσωρινά σε προκατασκευασμένο οικίσκο του Δήμου. Οι εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας.
Συλλογές. Σύμφωνα με τον Κ. Μπόνη, η «Δημόσια Βιβλιοθήκη – Μουσείον Τυπάλδων-Ιακωβάτων» περιλάμβανε το 1970 πάνω από 6.000 (σήμερα υπολογίζονται σε 6.500) ποικίλου περιεχομένου συγγράμματα (θεολογικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά, ιστορικά, νομικά, ιατρικά, λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, διδακτικά, ομιλίες, λόγους κ.ά.) σε μορφή τόμων και φυλλαδίων. Επιπλέον, στη συλλογή εμπεριέχονταν επιφυλλίδες, ανάτυπα και δυσεύρετα φύλλα και τεύχη εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και επτανησιακά φυλλάδια και μονόφυλλα που αποτελούν ιδιαίτερο τμήμα της.
Μετά το 1970 στην Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη περιήλθε η συλλογή του Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου (1887–1969), Ληξουριώτη καθηγητή θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κληροδότημα περιλάμβανε περί τους 8.500 τίτλους βιβλίων, θεολογικού περιεχομένου στην πλειονότητά τους⸱ σημαντικός ωστόσο ήταν και ο αριθμός όσων τόμων αφορούσαν την αρχαία ελληνική γραμματεία και τη μεταγενέστερη εκκλησιαστική ιστορία. Όπως σχολίαζε ο Κ.Θ. Δημαράς στην εισαγωγή του Καταλόγου της βιβλιοθήκης του Α. Αλιβιζάτου που εξέδωσε το 1973 το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (βλ. «Κατάλογος»), «η συναγωγή την οποίαν κατήρτισεν ο Αμίλκας Αλιβιζάτος εντάσσεται λαμπρά εις το συγκρότημα των βιβλίων της Ιακωβατείου Βιβλιοθήκης, την οποίαν συμπληρώνει, ολοκληρώνει και ενημερώνει, της συζεύξεως προσδιδούσης εις τας δύο συλλογάς τα πλείστα εκ των αναγκαίων χαρακτηριστικών μιας γενικής βιβλιοθήκης των ανθρωπιστικών επιστημών».
Τα επόμενα χρόνια οι δωρεές μικρότερων και μεγαλύτερων ιδιωτικών συλλογών προς την Ιακωβάτειο συνεχίστηκαν. Τα αδέλφια και γιατροί Σπύρος και Φώτης Λαμπίρης δώρισαν στην Ιακωβάτειο τη συλλογή βιβλίων τους αποτελούμενη από 600 περίπου τόμους ιατρικού περιεχομένου. Επόμενη πρόσκτηση ήταν η βιβλιοθήκη του οικονομολόγου Σπύρου Λοβέρδου, η οποία αριθμούσε 2.000 περίπου τόμους γενικού ενδιαφέροντος με έμφαση στις οικονομικές επιστήμες. Πέρα από τα βιβλία οι κληρονόμοι του Λοβέρδου χάρισαν στη Βιβλιοθηκη τα καλαίσθητα έπιπλά του (γραφείο, βιβλιοθήκες κ.ά.). Επισημαίνεται ότι οι συλλογές αυτές δεν έχουν ακόμα καταλογογραφηθεί, εν αντιθέσει με τη Συλλογή της οικογένειας Τυπάλδων-Ιακωβάτων, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας έχει ενταχθεί στον ηλεκτρονικό κατάλογο της Βιβλιοθήκης.
Πέρα από αυτές τις βασικές συλλογές της, η Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη θησαυρίζει ακόμα βιβλία και άλλα έντυπα από μικρότερες δωρεές συλλογών (π.χ. Δεστούνη, Κωλέντη, Κεφαλά), ενώ σε σχεδόν ετήσια βάση εμπλουτίζεται με νέα έντυπα που της στέλνονται από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, στο οποίο υπάγεται. Σε γενικές γραμμές η Βιβλιοθήκη διαθέτει πλήθος τεκμηρίων, γενικού και ειδικού ενδιαφέροντος, τα οποία απευθύνονται στο ευρύ κοινό αλλά και σε ερευνητές που αναζητούν εξειδικευμένα έντυπα για την κάλυψη των βιβλιογραφικών αναγκών τους. Συγκεκριμένα, στη Βιβλιοθήκη συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων: παλαίτυπες εκδόσεις (από τον 16ο αιώνα) και σύγχρονες, περιοδικά, ειδικές μελέτες (ανάτυπα), εφημερίδες, εγκυκλοπαιδικά λεξικά –ελληνικά και ξενόγλωσσα– κ.ά.
Τον Δεκέμβριο του 2020 η συγγραφέας Μαρία Τουλ, εγγονή της Αικατερίνης Ιακωβάτου-Τουλ, γνωστοποίησε στον πρόεδρο του Εφορευτικού Συμβουλίου της Βιβλιοθήκης Πέτρο Πετράτο ότι προβλέπει μέσω της διαθήκης της το σύνολο των βιβλίων της προσωπικής της βιβλιοθήκης (έξι πλήρεις ξύλινες βιβλιοθήκες) και κάποια πολύτιμα έπιπλα να παραχωρηθούν μετά τον θάνατό της στην Ιακωβάτειο.
Η Βιβλιοθήκη διαθέτει δανειστικό τμήμα, στο οποίο υπάρχουν περίπου 32.000 τίτλοι βιβλίων γενικού ενδιαφέροντος, τα οποία μπορούν να δανείζονται τα 1.000 εγγεγραμμένα μέλη του. Στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» στην Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη έχει δημιουργηθεί Δημόσιο Κέντρο Πληροφόρησης στον χώρο του αναγνωστηρίου, όπου οι επισκέπτες μέσω των δύο ηλεκτρονικών υπολογιστών μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υλικό που αναφέρεται σε εκπαιδευτικά, αθλητικά, πολιτιστικά, οικονομικά, αναπτυξιακά, ψυχαγωγικά και άλλα ειδικά θέματα. Επί του παρόντος, εξαιτίας της μεταφοράς της Βιβλιοθήκης σε άλλο κτίριο, οι υπηρεσίες του Κέντρου Πληροφόρησης δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό.
Κατά την περίοδο 2003–2010 λειτούργησε από τη Βιβλιοθήκη κινητή μονάδα (βιβλιοαυτοκίνητο) δανεισμού, το οποίο επισκεπτόταν περιφερειακά σχολεία της Κεφαλονιάς με σκοπό να εφοδιάσει τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς με βιβλία και οπτικοακουστικό ψυχαγωγικό και εκπαιδευτικό υλικό. Στη συνέχεια η υπηρεσία της κινητής βιβλιοθήκης διακόπηκε, όμως η διοίκηση της Ιακωβάτειου πρόκειται σύντομα να την επαναλειτουργήσει. Τέλος, εκμεταλλευόμενη το ιδιαίτερο τμήμα της συλλογής της με παιδικά βιβλία και σημαντικό οπτικοακουστικό υλικό, η Βιβλιοθήκη διοργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά. Επίσης, κατά καιρούς πραγματοποιούνται στον προαύλιο χώρο της παρουσιάσεις βιβλίων, χορευτικές εκδηλώσεις και άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες για ανήλικες και ενήλικες.
Μουσείο και Αρχείο. Στον δεύτερο όροφο του αρχοντικού είναι εγκατεστημένα το Μουσείο και το Αρχείο της οικογένειας των Τυπάλδων-Ιακωβάτων, τα οποία στην παρούσα φάση δεν λειτουργούν λόγω των εργασιών αποκατάστασης του κτιρίου. Στο μικρό οικογενειακό Μουσείο εκτίθενται κειμήλια της οικογένειας των Τυπάλδων-Ιακωβάτων, όπως το γενεαλογικό της δέντρο, ορισμένα έπιπλα που διασώθηκαν, μια συλλογή εκκλησιαστικών εικόνων, διάφορα χειρόγραφα των τεσσάρων αδελφών, τα ιερά άμφια του Κωνσταντίνου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, ιερά ευαγγέλια και τα πορτρέτα των μελών της οικογένειας. Η συλλογή των πινάκων συμπληρώνεται από τις προσωπογραφίες του Ηλία Μηνιάτη, του Νικηφόρου Θεοτόκη, του Ευγένιου Βούλγαρη, του Ανδρέα Μουστοδύξη και του Αδαμάντιου Κοραή. Άξια μνείας είναι τρία χειρόγραφα Ευαγγέλια (το παλαιότερο του 9ου, και τα επόμενα δύο μεταξύ 14ου και 16ου αιώνα) και τα Άπαντα του Πλάτωνα (έκδοση Βενετίας, 1556). Τέλος, το Μουσείο περιλαμβάνει μια μικρή συλλογή κλασικών και ελληνιστικών αρχαιοτήτων, καθώς και ορισμένα εκθέματα εκκλησιαστικού χαρακτήρα (επιτραχήλια, μήτρες, άμφια κ.ά.).
Αναφορικά δε με το Αρχείο, το οποίο στεγάζεται σε μια αίθουσα του δευτέρου ορόφου της οικίας Τυπάλδων-Ιακωβάτων, παρουσιάζει αξιόλογο ενδιαφέρον, όπως μαρτυρούν και οι δύο σχετικές εκδόσεις καταγραφής του από τον Κ. Μπόνη το 1970 και αντιστοίχως το 2003 από τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τη σύζυγό του Βαρβάρα Καλογεροπούλου (βλ. «Βιβλιογραφία»). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρώτος, πρόκειται «για ένα από τα σημαντικότερα και πλουσιότερα οικογενειακά αρχεία της χώρας μας, αλλά και αξιολογότατο υλικό για τη Νεώτερη Ιστορία της Κεφαλονιάς, της Επτανήσου, της Ιονίου Ακαδημίας, της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας».
Το Αρχείο περιέχει ουσιαστικά τα κατάλοιπα των αδελφών Τυπάλδων-Ιακωβάτων, δηλαδή χειρόγραφο και έντυπο υλικό που κατά καιρούς συνέλεξαν: δημόσια έγγραφα, πολιτικά και εκκλησιαστικά (ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα) έγγραφα, ιδιωτικές επιστολές, ημερολόγια, προσωπικά σημειώματα, εκθέσεις και λόγους, διδακτικά εγχειρίδια, απόγραφα εφημερίδων και εντύπων, χειρόγραφα και απόγραφα κωδίκων, χειρόγραφα μονόφυλλα και φυλλάδια, στιχουργήματα, υπομνήματα κλπ. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο χειρόγραφο πολυσέλιδο κείμενο του Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, με τίτλο Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας, το οποίο εντόπισαν οι ιστορικοί Σπύρος Ασδραχάς και Βασίλης Παναγιωτόπουλος το 1963 κατά τη διάρκειας μιας ερευνητικής αποστολής που κάνανε στη Βιβλιοθήκη των Τυπάλδων-Ιακωβάτων για λογαριασμό του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Ο «Γεωργαντάρας» (το προσωνύμιο του Γεώργιου) θήτευσε στην Ιόνια Ακαδημία στην Κέρκυρα (ήταν το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο) για μια δεκαετία (1827–1837), αρχικά ως μαθητής και στη συνέχεια ως παρατηρητής. Το κείμενο με την ιστορία της μέχρι το 1837 το ολοκλήρωσε τον τελευταίο χρόνο της παραμονής του εκεί, αλλά δεν το εξέδωσε ποτέ. Το χειρόγραφο εν τέλει δημοσιεύθηκε το 1982 με εισαγωγή και σχόλια του Σ. Ασδραχά (Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Γ., Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα. Ερμής, 1982).
Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, η μελέτη των τεκμηρίων του Αρχείου αποκαλύπτει την ευρεία γεωγραφική έκταση όπου έδρασαν τα τέσσερα αδέλφια: «Από τη Βενετία μέχρι τη Χίο και την Πόλη, και από τις παραδουνάβιες χώρες μέχρι την Αλεξάνδρεια και τα Ιεροσόλυμα είναι ο γεωγραφικός χώρος, που καλύπτεται από το Αρχείο, ιδιαίτερα τα λυτά έγγραφά του … Μέσα σ’ αυτό το χώρο κινήθηκε η πληθωρική παρουσία των Ιακωβάτων και αναπτύχθηκε η πολυσχιδής δραστηριότητά τους. Εκάλυψαν δηλαδή το χώρο της Ρωμιοσύνης … Μπορούμε άρα να μιλούμε χωρίς κανένα κίνδυνο υπερβολής για ένα πολύτιμο θησαυροφυλάκιο της νεότερης ιστορίας μας».
Επιπλέον, στο Αρχείο Τυπάλδων-Ιακωβάτων απόκειται μέρος του Αρχείου της Σχολής της Χάλκης, το οποίο έφερε στο Ληξούρι ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος-Ιακωβάτος. Το υλικό αυτό αφορά την εικοσαετία 1844–1864, όταν ο Κωνσταντίνος διετέλεσε σχολάρχης της Σχολής της Χάλκης, και περιλαμβάνει: προσφωνήσεις και ομιλίες του, θέσεις και διατριβές των μαθητών της Σχολής, στιχουργήματα και επιγράμματα μαθητών και διδασκάλων, 304 πατριαρχικά έγγραφα (γράμματα) προς τη Σχολή κ.λπ.
Παρότι το Αρχείο Τυπάλδων-Ιακωβάτων αποτελεί τη σημαντικότερη αρχειακή συλλογή της Βιβλιοθήκης, αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν αποδέχεται αρχειακό υλικό από ιδιώτες και φορείς⸱ όπως για παράδειγμα τα κατάλοιπα του Ληξουριώτη φιλόλογου, μελετητή και συγγραφέα Ευάγγελου Σπ. Τσιμαράτου (1874–1954), που της παραχωρήθηκαν στο τέλος του 2020. Το συγκεκριμένο αρχείο περιλαμβάνει 1.500 χειρόγραφα φύλλα του Τσιμαράτου με ομιλίες, ποιήματα και κυρίως με αδημοσίευτες ιστορικές μονογραφίες, γλωσσολογικές μελέτες, φιλολογικά και φιλοσοφικά δοκίμια.
Κατάλογος της Βιβλιοθήκης
Βιβλιοθήκη Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου – Κατάλογος, επιμ. Δήμητρα Σκ. Πικραμένου, Κέντρον Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ – 13, Αθήνα 1973.
Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης
Οι λέξεις που κρύφτηκαν στα φατνώματα. Ένα βιβλίο αφηγείται…, κείμενο–επιμέλεια Ηλίας Τουμασάτος, εικονογράφηση Ελβίρα Στρατιώτη, Ληξούρι, Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη, 2020.
Σύμμικτα Παλικής, επιστημ. επιμ. Πέτρος Πετράτος, τ. Α΄ και Β΄, Ληξούρι, Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη, 2019.
Βιβλιογραφία για τη Βιβλιοθήκη
Ζαφειράτου, Θεοδώρα Η., Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος (1813–1882) – Η πολιτική του παρουσία και δράση, Αργοστόλι, Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, 2020, σ. 13, 20, 22, 23, 47, 197, 307, 309, 311, 314, 315, 317–319.
Μεταλληνός, Γ.Δ. / Βαρβάρα, Καλογεροπούλου-Μεταλληνού, «Αρχείο της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης – Θεολογικής Σχολής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Σχολαρχία Μητροπολίτου Κωνσταντίνου (Τυπάλδου-Ιακωβάτου) 1844–1864, Τόμος Α΄: Γράμματα Πατριαρχικά και απαντήσεις της Σχολαρχίας, Εταιρεία Μελέτης της καθ’ ημάς Ανατολής, Αθήνα 2003, σ. 15–16, 21–23.
Μοσχόπουλος, Γ.Ν., Η Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη Ληξουρίου, Αθήνα 2003.
Μπόνης, Κ., «Αρχείου Σύμμικτα, Τακτοποίησις και μελέτη του Αρχείου των οίκων Τυπάλδων – Ιακωβάτων εν Ληξουρίω της νήσου Κεφαλληνίας, “ΙΙΙ. Η Βιβλιοθήκη και το Μουσείον”», Επετηρίς Επιστημονικών Ερευνών Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Β΄, Αθήνα 1970, σ. 556–558.
Φραγκίσκος, Ε.Ν., «Ελληνική Βιβλιογραφία 1800–1863 – Προσθήκες», Ο Ερανιστής, ανάτυπο αρ. 22, 6 (1963), Αθήνα, σ. 243–244.