Ιστορική αναδρομή. Βιβλιοθήκες ιδιωτών αλλά και θρησκευτικών ιδρυμάτων, όπως για παράδειγμα της ιερογραμματείας του Μεγάλου Πρωτοπαπά των Ορθοδόξων, της Λατινικής Αρχιεπισκοπικής και των Μονών της Παναγίας της Παλαιοκαστρίτσας, της Παναγίας της Πλατυτέρας, της Αγίας Αικατερίνης, της Παναγίας της Τενέδου, της Αγίας Ιουστίνης στη Γαρίτσα κ.λπ., υπήρχαν στην Κέρκυρα τουλάχιστον από τα μέσα του 16ου αιώνα.
Οι βάσεις ωστόσο για τη δημιουργία της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κέρκυρας τέθηκαν λίγο αργότερα, κατά τα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο Κανονικός Ιάκωβος Φραγκίσκος Σαβέριος Κανάλ, θεολόγος και τοποτηρητής για πολλά χρόνια του Λατίνου Μητροπολίτη στην Κέρκυρα, κληροδότησε, μετά τον θάνατό του το 1758, στην Κερκυραϊκή Κοινότητα την πλούσια συλλογή βιβλίων του, την οποία διατηρούσε στη Μονή της Αγίας Ιουστίνης, του τάγματος των φραγκισκανών μοναχών, που βρισκόταν στο προάστιο Γαρίτσα.
Κατά την Πρώτη Γαλλοκρατία (1797–1799) τα περιουσιακά στοιχεία ορισμένων μονών, ανάμεσα στα οποία της Αγίας Ιουστίνης, πέρασαν στην κατοχή του Δημοσίου. Ως εκ τούτου τα βιβλία της Μονής, στα οποία περιλαμβανόταν και η βιβλιοθήκη του Σαβερίου Κανάλ, συγκρότησαν μαζί με άλλες δωρεές ιδιωτών τον αρχικό πυρήνα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κερκύρας. Η Εθνική Βιβλιοθήκη του Νομού Κέρκυρας, όπως ονομάστηκε, αριθμούσε εκείνη την εποχή γύρω στους 4.000 τόμους.
Διανύοντας πλέον την περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας (1800–1807), από τον Μάιο του 1802 έως τον Οκτώβριο του 1804 η Βιβλιοθήκη τελούσε υπό τη διεύθυνση του Ιατρικού Κολεγίου (Collegio Medico) και ακολούθως προσαρτήθηκε στη Δημόσια Σχολή της Κέρκυρας, η οποία στεγαζόταν στο Μοναστήρι της Τενέδου. Εκείνη τη χρονική περίοδο η Βιβλιοθήκη οργανώθηκε με εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, ενώ δεν έπαψε να εμπλουτίζεται με αγορές και δωρεές, φτάνοντας τους 7.000 τόμους. Απέκτησε επίσης σφραγίδα, έχοντας ως έμβλημα στο κέντρο της την Απήδαλο Κερκυραϊκή Τριήρη και γύρω της την επιγραφή «Bibliotheca Publica Corcyrese». Στη θέση του βιβλιοθηκάριου τοποθετήθηκε ο επίσημος ιστοριογράφος της Επτανήσου Πολιτείας, φιλόλογος και αρχαιολόγος Ανδρέας Μουστοξύδης (1785–1860).
Κατά τη Δεύτερη Γαλλοκρατία (1807–1814), η Βιβλιοθήκη πέρασε στην κατοχή της Ιονικής Ακαδημίας (Académie Ionienne), η οποία ήταν ένα νεοσύστατο σωματείο (ιδρύθηκε το 1808) γενικής πνευματικής καλλιέργειας και έρευνας στα πρότυπα του Institut de France –της πρώτης από τις επιστημονικές εταιρείες της Ευρώπης. Το 1808 στη Βιβλιοθήκη ενσωματώθηκε και η σημαντική συλλογή του Ανδρέα Καλογερά, που περιείχε 1.675 τόμους με έργα Λατίνων ποιητών και λογογράφων. Μετά το κλείσιμο της Ιονικής Ακαδημίας το 1814 και την έναρξη της αγγλικής προστασίας στο νησί ξεκίνησαν οι διεργασίες για την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημίου στα Ιόνια νησιά και κατ’ επέκταση στον ελλαδικό χώρο. Αυτές οι ενέργειες πήραν επίσημη μορφή όταν το 1817 τα Ιόνια απέκτησαν τον καταστατικό τους χάρτη. Στο κεφάλαιο Α΄ και συγκεκριμένα στο άρθρο 23 του καταστατικού γινόταν αναφορά στην οργάνωση της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, αλλά και στην ίδρυση μιας Ακαδημίας για τα διάφορα είδη των επιστημών.
Το 1824 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της Ιονίου Ακαδημίας στην Κέρκυρα, της οποίας βασικός εμπνευστής και χρηματοδότης ήταν ο λόρδος Φρειδερίκος Γκίλφορντ (1766–1827). Όσον αφορά το ζήτημα της στέγασης, της παραχωρήθηκε το Παλάτι του Βρετανού Ύπατου Αρμοστή (Παλαιό Παλάτι), όπου μεταφέρθηκε και η Δημόσια Βιβλιοθήκη. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, όπως τις μεταφέρει η ιστορικός Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη (βλ. «Βιβλιογραφία»), η Βιβλιοθήκη στεγαζόταν σε μια μεγάλη αίθουσα του Παλατιού, χωρισμένη σε δύο ορόφους, ενώ τα βιβλία ήταν τοποθετημένα σε ερμάρια όμοια με εκείνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Διευθυντής της Βιβλιοθήκης τοποθετήθηκε ο συγγραφέας Ανδρέας Παπαδόπουλος Βρεττός (1800–1876).
Το αμέσως επόμενο διάστημα η Βιβλιοθήκη έγινε αποδέκτης πολλών δωρεών. Δύο από τις σπουδαιότερες ήταν των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, ενώ αρκετές προσκτήσεις βιβλίων προήλθαν από δωρεές σημαντικών προσωπικοτήτων της Ευρώπης, χάρη κυρίως στις υψηλές γνωριμίες του Γκίλφορντ, όπως ο βασιλιάς της Δανίας Φρειδερίκος, ο κόμης Γεώργιος Μοτσενίγος, άλλοτε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στην Επτανήσιο Πολιτεία, και άλλοι ευγενείς. Η δωρεά όμως που έκανε την ποιοτική και ποσοτική διαφορά για τη διαμόρφωση της Βιβλιοθήκης ήταν η μεταφορά της προσωπικής συλλογής του λόρδου Γκίλφορντ από το Λονδίνο. Η βιβλιοθήκη του Άγγλου ευγενούς αποτελούνταν μεταξύ άλλων από τη συλλογή των βιβλίων σε απλοελληνική γλώσσα (ο ίδιος ο Γκίλφορντ το 1827 τα υπολόγιζε σε 900 τόμους), καθώς και από 3.000 χειρόγραφα.
Κατά την επίσημη έναρξη της λειτουργίας της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας στις 21 Φεβρουαρίου 1825, ο Γκίλφορντ υπολόγιζε τα βιβλία της σε 6.000 τόμους, με τα περισσότερα εξ αυτών να ανήκουν στον ίδιο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1827, ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος, ο οποίος μετά από υπόδειξη του Γκίλφορντ είχε αναλάβει την τακτοποίηση και την καταλογογράφηση των βιβλίων και των χειρογράφων της προσωπικής του συλλογής, ανέβαζε τον αριθμό σε 30.000 τόμους. Επίσης, τον Ιανουάριο του 1828 αναφερόταν σε δημοσίευμα του γαλλικού περιοδικού Revue Encyclopédique ότι η ανοικτή προς το κοινό Βιβλιοθήκη περιλάμβανε 21.000 τόμους. Σύμφωνα πάντα με το δημοσίευμα, ο αριθμός των βιβλίων κατανεμόταν ως εξής: Το 1826 υπολογίζονταν σε 9.000 τόμους, οι μισοί από τους οποίους ανήκαν στον Γκίλφορντ. Το 1827 προστέθηκαν στην συλλογή 8.000 τυπωμένα έργα και 3.000 χειρόγραφα από τη συλλογή του Βρετανού φιλέλληνα, που χρονολογούνταν από τον 12ο αιώνα έως τις μέρες του.
Ο θάνατος του Γκίλφορντ στις 2 Οκτωβρίου 1827 είχε πολλαπλές συνέπειες στη λειτουργία της Ιονίου Ακαδημίας και της Βιβλιοθήκης. Συγκεκριμένα, με τροποιητική πράξη (κωδίκελλος) στη διαθήκη του, ο δημιουργός της Βιβλιοθήκης έθετε ως όρο για την κληροδότησή της στην Ιόνιο Κυβέρνηση την πρόσληψη τριών καθηγητών με δημόσιες δαπάνες, οι οποίοι θα εξασφάλιζαν την ομαλή λειτουργία της Ακαδημίας. Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν έγινε αποδεκτός από την Κυβέρνηση, με αποτέλεσμα οι κληρονόμοι να απαιτήσουν την επανάκτηση των βιβλίων που ανήκαν στην προσωπική συλλογή του αποθανόντος. Ο Α. Παπαδόπουλος Βρεττός, διευθυντής της Βιβλιοθήκης, ήταν αυτός που ανέλαβε το δύσκολο έργο να παραδώσει τη συλλογή του Γκίλφορντ, στην οποία συμπεριλαμβανόταν η συλλογή των σπάνιων ελληνικών βιβλίων· η μεγαλύτερη για την εποχή της συλλογή σπάνιων ελληνικών βιβλίων, τα οποία είχαν εκδοθεί από την εφεύρεση της τυπογραφίας έως το 1821. Η παράδοση της βιβλιοθήκης κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο και η ολοκλήρωσή της σηματοδότησε και τη λήξη της θητείας του Α. Παπαδόπουλου Βρεττού, ο οποίος παραιτήθηκε των καθηκόντων του, σαφώς δυσαρεστημένος από την απώλεια των βιβλίων αλλά και διαμαρτυρόμενος για τις οικονομικές οφειλές της διοίκησης της Ακαδημίας προς το πρόσωπό του.
Εντούτοις, η Βιβλιοθήκη συνέχισε να αναπτύσσεται, βασιζόμενη σε πολυάριθμες δωρεές, όπως του Ναπολέοντα Ζαμπέλη, του Σπυρίδωνα Σκορδίλη, του Αθανάσιου Πολίτη, του Αντωνίου Πολυλά, του Μάριου Πιέρρη και του Πλάτωνος Πετρίδη. Ειδικά ο τελευταίος, εκτός από την παραχώρηση της αξιοσημείωτης συλλογής του, άφησε το 1840 όλη του την περιουσία στην Κερκυραϊκή Κοινότητα, ορίζοντας ότι ένας μέρος της θα αφιερωνόταν στον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης. Ένα χρόνο αργότερα, η Ακαδημία μαζί με τη Βιβλιοθήκη μετεγκαταστάθηκαν σε ένα βενετικό τριώροφο οικοδόμημα στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Καποδιστρίου, που αρχικά στέγαζε τους στρατώνες Grimani και Correr (τα ονόματά τους δόθηκαν προς τιμήν των Γενικών Προνοητών που συνέβαλαν στην οικοδόμησή τους). Η Βιβλιοθήκη στεγάστηκε στον τρίτο όροφο, ενώ στους άλλους ορόφους φιλοξενούνταν διάφορα μουσεία (αρχαιολογικό, νομισματικό, ζωολογικό κ.ά.).
Την εποχή εκείνη η Βιβλιοθήκη αριθμούσε γύρω στους 30.000 τίτλους, πολλοί εκ των οποίων ήταν ιδιαίτερα σπάνιοι και πολύτιμοι. Σε αυτό το κτίριο, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Πλατείας Σπιανάδας, παρέμεινε η Βιβλιοθήκη και μετά την κατάργηση της Ιονίου Ακαδημίας το 1864, τη χρονιά της ένωσης με την Ελλάδα. Τα μεταγενέστερα χρόνια η Βιβλιοθήκη έλαβε βιβλία και έγγραφα προερχόμενα από πολυάριθμες δωρεές, όπως του Αθ. Πολίτη, του Π. Οικονόμου, του Σπ. Νεράντζη, του Γ. Λασκαρίδη, του Ι. Τζουλάτη, του αρχιδούκα της Αυστρίας Ludwig Salvator, του Α. Μουστοξύδη κ.ά. Επιπλέον, το 1930 στη Βιβλιοθήκη δόθηκαν όλα τα έπιπλα της Ιονίου Ακαδημίας. Αυτή η εξέλιξη τής έδωσε τη δυνατότητα να προχωρήσει στην ταξινόμηση του υλικού της σύμφωνα με τις σύγχρονες μεθόδους και να οργανώσει αποτελεσματικά τα αναγνωστήριά της. Παράλληλα, συνεχίστηκε ο εμπλουτισμός της με αμείωτους ρυθμούς. Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε, ανάμεσα σε άλλες, δωρεές τεκμηρίων από την Ελένη Πιερή, το υπουργείο Εξωτερικών, το Βρετανικό Συμβούλιο, την οικογένεια Ιδρωμένου, το Αρσάκειο Κέρκυρας, την Τράπεζα της Ελλάδας, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Επίσης, απέκτησε τη βιβλιοθήκη (1.200 τόμοι) του Σπ. Θεοτόκη.
Ωστόσο, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έμελλε να ανακόψει με βίαιο τρόπο την αναπτυξιακή πορεία της Βιβλιοθήκης. Το πρώτο πλήγμα ήρθε κατά τον ιταλοελληνικό πόλεμο (Οκτώβριος 1940 – Μάιος 1941), όταν το κτίριό της υπέστη σημαντικές ζημιές. Ωστόσο, τα βιβλία της σώθηκαν χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες των υπαλλήλων της. Οι ζημιές στις εγκαταστάσεις της αποκαταστάθηκαν και η λειτουργία της συνεχίστηκε, έστω και μετ’ εμποδίων, μέχρι το 1943, όταν τη νύχτα της 13ης προς την 14η Σεπτεμβρίου ξέσπασαν εχθροπραξίες μεταξύ των ιταλικών και γερμανικών στρατευμάτων στο νησί. Οι βομβαρδισμοί των γερμανικών αεροπλάνων δημιούργησαν πολυάριθμες εστίες φωτιάς, οι οποίες κατέκαψαν πολλά κτίρια της πόλης, μεταξύ αυτών και της Βιβλιοθήκης.
Μετά το τέλος του Πολέμου, η Βιβλιοθήκη επαναστυστάθηκε και ξεκίνησε τις προσπάθειες εμπλουτισμού της μέσω νέων αγορών και δωρεών, καθώς σχεδόν το σύνολο των συλλογών της είχε καταστραφεί. Όπως πληροφορούμαστε από φύλλο της εφημερίδας Ηχώ της Ιονίου το 1949 (βλ. «Βιβλιογραφία»), μια από τις δωρεές που ξεχώρισαν ήταν αυτή της Γαλλικής Κυβέρνησης, η οποία έστειλε στην υπό ανασύσταση Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας δέκα χιλιάδες τόμους βιβλίων.
Για περίπου πενήντα χρόνια η Βιβλιοθήκη φιλοξενήθηκε σε πτέρυγα των Παλαιών Ανακτόρων, ενώ κατά τη δεκαετία του 1990 το υλικό της έμεινε για τρία χρόνια αποθηκευμένο στο Πρεβαντόριο Μπενιτσών και αργότερα σε χώρο του κτιρίου της Αγροτικής Τράπεζας στο λιμάνι. Από το 1997 και μέχρι σήμερα η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας στεγάζεται σε τμήμα του κτιρίου των Αγγλικών Στρατώνων του Παλαιού Φρουρίου.
Συλλογές & Οργάνωση. Η Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας αποτελεί –όπως δηλώνει και ο προσδιορισμός «ιστορική» στον τίτλο της– την παλαιότερη δημόσια βιβλιοθήκη της χώρας, καθώς μετρά τρεις αιώνες λειτουργίας. Η ιστορικότητά της αντανακλάται και μέσω της ιστορικής αξίας των βιβλίων της. Παρά την ολοκληρωτική καταστροφή της συλλογής της το 1943, σήμερα διαθέτει βιβλία σπουδαίας ιστορικής αξίας που χρονολογούνται από το 1480 (αρχέτυπα), ενώ μεγάλο μέρος της συλλογής της χρονολογείται από το 1500 έως το 1850 (παλαίτυπα). Επίσης, συγκαταλέγει 39 μεγαλόσχημα βιβλία (βλ. «Βιβλιογραφία»), χειρόγραφα και χάρτες.
Οι συλλογές της Δημόσιας Βιβλιοθήκης αριθμούν συνολικά περίπου 75.000 έντυπα που αφορούν θεματικές από όλο το φάσμα γνώσεων. Περίοπτη θέση μεταξύ των συλλογών κατέχει η Επτανησιακή Συλλογή, η οποία περιλαμβάνει σπάνια βιβλία, μονόφυλλα, δίφυλλα, φυλλάδια, εφημερίδες, περιοδικά, χειρόγραφα και χάρτες. Το υλικό της Επτανησιακής Συλλογής αποτελεί πρωταρχική και μοναδική, εξειδικευμένη πηγή για τους ερευνητές των επτανησιακών σπουδών και συγκεκριμένα της ιστορίας της Κέρκυρας. Τα παλαιότερα (προ του 1900) και σπάνια τεκμήρια της Επτανησιακής Συλλογής, αλλά και των υπόλοιπων συλλογών της Βιβλιοθήκης, δεν δανείζονται αλλά δύνανται να παραχωρηθούν για μελέτη στο κοινό μετά από έγκριση αιτιολογημένου αιτήματος από τη Διεύθυνση της Βιβλιοθήκης. Επίσης δεν δανείζονται εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, χάρτες και το οπτικοακουστικό υλικό. Σημειώνεται ότι για να δανειστεί κάποιος ενδιαφερόμενος υλικό της Βιβλιοθήκης οφείλει να είναι μέλος της (αριθμεί συνολικά 13.000 μέλη, με ενεργά περισσότερα από 5.000).
Η Βιβλιοθήκη διαθέτει ακόμα Παιδικό Τμήμα, το οποίο περιλαμβάνει ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά βιβλία, ειδικά για παιδιά. Επίσης, διοργανώνει και υλοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα, εκθέσεις βιβλίων, καθώς και παιδαγωγικές, ψυχαγωγικές ή εκπαιδευτικές δραστηριότητες, άλλοτε με δική της πρωτοβουλία και ενίοτε σε συνεργασία με συγγραφείς, εκπροσώπους της πολιτιστικής ζωής του τόπου, σχολεία και άλλους φορείς. Σταθερή συνεργασία όμως διατηρεί και με το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και ειδικότερα με τα Τμήματα Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας, Ιστορίας και Πληροφορικής, τα οποία προσφέρουν τεχνογνωσία στη Βιβλιοθήκη και στέλνουν φοιτητές τους για εθελοντική εργασία και πρακτική άσκηση στους χώρους της. Τμήμα της Βιβλιοθήκης συνιστά και το Δημόσιο Κέντρο Πληροφόρησης, οι υπολογιστές του οποίου είναι διαθέσιμοι προς χρήση για τα εγγεγραμμένα μέλη της Βιβλιοθήκης.
Μια αίθουσα της Βιβλιοθήκης φιλοξενεί την Αμερικάνικη Γωνιά (λειτουργεί σε έξι συνολικά βιβλιοθήκες της Ελλάδας), το οποίο είναι ένα πρόγραμμα σε συνεργασία με την Αμερικάνικη Πρεσβεία, μέσω του οποίου πραγματοποιούνται δράσεις και εκδηλώσεις τόσο εντός της Βιβλιοθήκης όσο και γενικότερα στην κοινωνία της Κέρκυρας, με κεντρικό άξονα την πληροφόρηση του κοινού για θέματα σχετικά με τις ΗΠΑ.
Τέλος, αναφορικά με την οργάνωση του υλικού της, η Βιβλιοθήκη διαθέτει ηλεκτρονικό κατάλογο, ο οποίος αρχικά δημιουργήθηκε με τη χρήση του προγράμματος ΑΒΕΚΤ 2.00 και συνεχίστηκε το 2003 με το πρόγραμμα ΑΒΕΚΤ 5.5. Πλέον για την ψηφιοποίηση του καταλόγου χρησιμοποιείται το λογισμικό πρόγραμμα KOHA. Η ταξινόμηση γίνεται σύμφωνα με το Διεθνές Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης DEWEY.
Βιβλιογραφία για τη Βιβλιοθήκη
Ζαρίδη, Κατερίνα, «Ατομικές και μοναστηριακές συλλογές βιβλίων στην Κέρκυρα τον 16ο αιώνα», Το Έντυπο Ελληνικό Βιβλίο 15ος–19ος αιώνας: Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Δελφοί 16–20 Μαΐου 2001, Αθήνα 2004, σ. 147–161 (ανάτυπο).
Ηχώ της Ιονίου, φ. 37–38 (147–148), Αύγ.–Σεπτ. 1949, σ. 19.
Κανονισμός της Βιβλιοθήκης της Ιονίου Ακαδημίας, Κέρκυρα, Εν τη Τυπογραφία της Κυβερνήσεως, 1841.
Μεγάλα Βιβλία – Κατάλογος Έκθεσης Παλαιών Βιβλίων Μεγάλου Σχήματος, στο πλαίσιο του 13ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Κέρκυρας, 2004.
Μπόμπου-Σταμάτη, Βασιλική, Η Βιβλιοθήκη του Λόρδου Guilford στην Κέρκυρα (1824–1830), Τετράδια Εργασίας 31, Αθήνα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, 2008.
Soldatos, C., «La bibliothèque publique de Corfou», L’Hellénisme Contemporain 1, 1947, σ. 372–385.