Ιστορική αναδρομή. Η Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού βρίσκεται στο νοτιανατολικό τμήμα της Θήρας (Σαντορίνη), στην κορυφή του ομώνυμου όρους, το οποίο είναι το ψηλότερο του νησιού (567 μέτρα) και βρίσκεται τρία χιλιόμετρα μακριά από το χωριό Πύργος Καλλίστης.
Το 1711 είναι το έτος ίδρυσης της Μονής και κτήτορές της ήταν δύο ιερομόναχοι και εφημέριοι στον Πύργο, όπου είχαν γεννηθεί, ο Γαβριήλ και ο Ιωακείμ, γιοί του Αντωνίου Μπελώνια και της Αικατερίνης Ιωάννου Σιγάλα. Στο όρος προϋπήρχαν δύο εξωκλήσια, αφιερωμένα στον προφήτη Ηλία και στην Υπαπαντή του Κυρίου αντιστοίχως. Όπως προκύπτει από τους τίτλους αγοραπωλησίας και τα έγγραφα που φυλάσσονται στο Αρχείο της Μονής, ο Προφήτης Ηλίας ανήκε αρχικά στον Κωνσταντίνο Πραγιώτη και αργότερα περιήλθε στον ιεροδιάκονο Γεώργιο Σιγάλα, συγγενή των κτητόρων, ο οποίος ανέλαβε την ανοικοδόμηση του εξωκλησιού της Υπαπαντής. Ο χώρος όπου βρίσκονταν οι δύο ναοί τελούσε διοικητικά υπό την εποπτεία του επισκόπου Ζαχαρία Γύζη, ο οποίος τον παραχώρησε στα δύο αδέλφια πραγματοποιώντας έτσι την επιθυμία τους να απομονωθούν από τα εγκόσμια και να ιδρύσουν μοναστήρι.
Για την ανέγερση της Μονής του Προφήτου Ηλιού ο Γαβριήλ και ο Ιωακείμ αναζήτησαν οικονομική βοήθεια, χωρίς όμως αντίκρισμα λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που επικρατούσε στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Έτσι, ο Γαβριήλ αναγκάστηκε να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μαζί του ειδικές συστατικές επιστολές από τον επίσκοπο Ζαχαρία και άλλους προύχοντες Θηραίους, και να απευθυνθεί στην ακμάζουσα τότε εκεί θηραϊκή παροικία για την ανεύρεση χρηματοδοτών, μια προσπάθεια που στέφθηκε τελικά από επιτυχία.
Παράλληλα με την εξασφάλιση χρηματοδότησης για την ανέγερση της Μονής, ο Γαβριήλ κατόρθωσε, με τη μεσολάβηση του αρχιμανδρίτη Αζαρία, να αναγορευτεί η Μονή σε Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή (το πατριαρχικό γράμμα υπογράφτηκε τον Μάιο του 1712). Αυτό σήμαινε ότι η Μονή θα υπαγόταν απευθείας στον Πατριάρχη, απολαμβάνοντας σημαντικά οικονομικά και διοικητικά προνόμια. Το 1798, τα σταυροπηγιακά δικαιώματα ανανεώθηκαν από τον Γρηγόριο Ε΄.
Κατά την περίοδο 1711–1724 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εργασίες ανοικοδόμησης των δύο παρεκκλησίων ώστε να οικοδομηθεί αρχικά το Καθολικό του Μοναστηριού και μια σειρά κελιών για τους μοναχούς. Οι πρώτες αυτές κτιριακές εργασίες δεν ακολούθησαν κάποιον αρχιτεκτονικό ρυθμό, καθώς, λόγω και των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων των δύο μοναχών, η μοναδική μέριμνα των κτητόρων ήταν το νέο κτίριο να παρέχει επαρκείς χώρους και ασφάλεια, αφήνοντας κατά μέρος τη μορφολογική ομοιογένεια.
Αν και οι πληροφορίες είναι ελλιπείς, μέχρι το 1850 δεν φαίνεται να πραγματοποιείται κάποια επέκταση. Ωστόσο, η επίσκεψη του βασιλιά Όθωνα στη Θήρα το 1849 και η συνεπακόλουθη χρηματοδότηση, ύψους 17.000 δραχμών, επέτρεψε την επέκταση της Μονής, η οποία σταδιακά έλαβε τη σημερινή της μορφή. Οι τελευταίες σημαντικές κτιριακές εργασίες έγιναν το 1956 με αφορμή τον σεισμό 7,5 Ρίχτερ που σχεδόν ισοπέδωσε τη Σαντορίνη. Να σημειωθεί ότι η Μονή έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη χορήγηση βοήθειας στους σεισμόπληκτους κατοίκους της Θήρας, παραχωρώντας τους κτήματα και χρήματα για την εκ νέου ανέγερση των σπιτιών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το χωριό Καμάρι χτίστηκε εξ ολοκλήρου σε κτήματα της Μονής.
Η πολύπλευρη προσφορά της Μονής. Μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα το 1821, η προσφορά της Μονής σε εθνικό και τοπικό επίπεδο υπήρξε αξιοσημείωτη. Το 1822 οι 16 μοναχοί της, με επικεφαλής τον ηγούμενο Γεράσιμο Μαυρομμάτη, προσφέρθηκαν, απευθύνοντας επιστολή στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, να συμμετάσχουν στον ένοπλο Αγώνα. Επιπλέον, η Μονή παραχώρησε ιερά σκεύη, 1.600 γρόσια και το ιδιόκτητο εμπορικό πλοίο «Άγιος Γεώργιος» που μετατράπηκε σε πολεμικό για τις ανάγκες της Επανάστασης.
Κατά την Τουρκοκρατία, σημαντική ήταν η συνεισφορά της και στον χώρο της παιδείας, αφού, όπως είχε διατρανώσει ο Αδαμάντιος Κοραής, «το έθνος θα απελευθερωθεί αν μορφωθεί». Όμως, η έλλειψη δασκάλων, όπως και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των μοναχών, ανάγκασε τις κοινότητες του νησιού να αναθέσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους είτε στην Ελληνογαλλική Σχολή της παπικής Εκκλησίας που βρισκόταν στη συνοικία Φράγκικα των Φηρών είτε σε Ιησουίτες μοναχούς ή καθολικούς ιερείς. Ως αποτέλεσμα, εκτός από τον εκλατινισμό της εκπαίδευσης των νέων, παρατηρούνταν και μια ραγδαία εξάπλωση του καθολικισμού στη Σαντορίνη. Έτσι, στα τέλη του 18ου αιώνα οι πρόκριτοι του νησιού αποφάσισαν την ίδρυση Ελληνικού Σχολείου στην περιοχή της Μαρτινούς, έξω από το χωριό Πύργος, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να ανακόψουν τα παραπάνω φαινόμενα.
Η Μονή, στηρίζοντας την προσπάθεια αυτή, παραχώρησε κτήματα για την ανέγερση του σχολείου και χορήγησε 7.500 γρόσια, τα οποία εξασφάλισε μάλιστα μέσω δανείου. Το κτίσιμο της Ελληνικής Σχολής Μαρτινούς ολοκληρώθηκε το 1806 και η Σχολή λειτούργησε μέχρι το 1845, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας και την πνευματική αναγέννηση του τόπου.
Στο εκπαιδευτικό έργο της Μονής εντάσσεται και η ίδρυση του νέου Ελληνορθόδοξου Σχολείου Θήρας το 1831, με μέριμνα και δαπάναις της, ενώ χορήγησε το ποσό των 40 δραχμών επί δύο έτη (1845–1847) για τη χρηματοδότηση των αναγκών της Δημοτικής Σχολής της Οίας.
Η Μονή επέδειξε επίσης σημαντικό κοινωνικό έργο, ενισχύοντας οικονομικά πολλές φτωχές οικογένειες και σπουδαστές και φιλοξενώντας στα κτίριά της άπορους και ασθενείς. Επίσης, η Μονή συνεισέφερε ετησίως για τις τρέχουσες ανάγκες των ασθενών και την αντιμετώπιση των εξόδων του Λεπροκομείου Θήρας, το οποίο ιδρύθηκε πριν από το 1839 και ήταν το μοναδικό ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας που λειτουργούσε στο νησί.
Βιβλιοθήκη της Μονής. Η μεγάλη πνευματική συνεισφορά της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού στη Θήρα και στο έθνος γενικότερα, αποτιμάται και μέσω της Βιβλιοθήκης της, η οποία περιλαμβάνει μεγάλη συλλογή κωδίκων και έντυπων βιβλίων που εκδόθηκαν από το 1528 έως το 1900 και αποτελείται από 2.000 περίπου τόμους (τίτλοι).
Η συλλογή των βιβλίων άρχισε από την ίδρυση της Μονής, το 1711, περιλαμβάνοντας κυρίως βιβλία λειτουργικά. Από το 1740 και μετά οι προσκτήσεις βιβλίων αυξήθηκαν σημαντικά, με τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης να συνεχίζεται αμείωτος μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Ανάμεσα στις επιλογές των ηγουμένων και των μοναχών ήταν εκδόσεις πατερικών κειμένων, κυριακοδρομίων και ερμηνειών της Καινής Διαθήκης. Ενδεικτικά αναφέρεται η σειρά των απάντων (Άπαντα τα Ευρισκόμενα) του Ιωάννου Χρυσοστόμου στην έκδοση του D. Bernard de Montfaucon (1734). Επιπλέον, στη Βιβλιοθήκη θησαυρίζονται πολλά βιβλία δογματικής, καθώς και διάφορες εκδόσεις αρχαίων ελληνικών κειμένων, όπως και αναγνωστικών, γραμματικών και συντακτικών, που πρέπει να συνδέονταν με την εκπαιδευτική δραστηριότητα της Μονής.
Πολλές εκδόσεις της Βιβλιοθήκης, και μάλιστα από τις πιο σπάνιες, όπως η έκδοση της Αγίας Γραφής του Άριου Μοντανού (1569) και του Εορτολογίου του Σεβαστού Κυμινήτη (1701), είναι δωρεά του λογίου Ιωάννη Αγά, ο οποίος έζησε τον 18ο αιώνα και επισκέφτηκε τη Μονή. Τα βιβλία που δώρισε συνιστούν το σημαντικότερο τμήμα της Βιβλιοθήκης. Ανάμεσα στις δωρεές ξεχωρίζουν και αυτές του Νεοφύτου Η΄ (1833–1909), Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από το 1891 έως το 1894.
Από το 1930 στη Βιβλιοθήκη της Μονής ανήκει και η Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Παναγίας της Καλαμιώτισσας που βρίσκεται στην Ανάφη. Η από το 1798 Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας συγχωνεύτηκε, λόγω της ερήμωσής της, με την Ιερά Μονή του Προφήτου Ηλιού στις 30 Απριλίου 1930 και έκτοτε αποτελεί μετόχι της. Η δική της βιβλιοθήκη αριθμούσε 136 τόμους, οι οποίοι χρονολογούνται μεταξύ του δεύτερου τετάρτου του 18ου αιώνα και των μέσων του 19ου αιώνα. Τα βιβλία της είναι θεματικά συναφή με τα βιβλία της Μονής του Προφήτου Ηλιού και σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα έχουν προέλθει από την ίδια πηγή.
Κατάλογος των εντύπων και Κατάλογος των χειρογράφων. Στον Κατάλογο των εντύπων που εκδόθηκε το 2002, με την επιμέλεια του Βασίλειου Τσακίρη, από τις εκδόσεις Θεσβίτης της Ιεράς Μονής, περιλαμβάνεται το σύνολο των βιβλίων από το 1528 έως το 1900. Η έλλειψη συστήματος διαχείρισης και ταξινόμησης της Βιβλιοθήκης έκανε τον συντάκτη του Καταλόγου, που εργάστηκε με τη βοήθεια του αρχαιολόγου Νίκου Σιγάλα, να ταξινομήσει θεματικά τα βιβλία και έπειτα να τα αριθμήσει. Η παλαιότερη έκδοση που κατέχει η Βιβλιοθήκη (1528) είναι οι λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού (Basilii Magni, et Gregorii Nazanzeni, Theologorum, Epistolae Graecae, nunquam antea editae). Ανάμεσα στα σημαντικά βιβλία της είναι τα Άπαντα του επισκόπου Αχρίδος Θεοφύλακτου (1754–5, 1758), Άπαντα τα ευρισκόμενα του Συμεών του Νέου Θεολόγου (Βενετία 1790), η Εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου (Βενετία 1793), καθώς και χειρόγραφοι κώδικες (λειτουργικά ευαγγέλια, κυριακοδρόμια, ύμνοι προς την Παναγία κ.λπ.) και εκδόσεις κλασικών συγγραφέων (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ισοκράτης, Ξενοφώντας, Λυσίας κ.ά.).
Η Βιβλιοθήκη της Μονής του Προφήτου Ηλιού διαθέτει ακόμα μια συλλογή 45 χειρογράφων που χρονολογούνται από τον 12ο έως τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τον συνοπτικό Κατάλογο που συνέταξε το 1995 ο Ευθύμιος Λίτσας, το παλαιότερο χειρόγραφο (12ος αι.) είναι οι ομιλίες του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Ομιλίαι εις τας επιστολάς του Παύλου) και το πιο σύγχρονο (1879) το Σχολικόν —έκδοση με μεταφράσεις έργων αρχαίων συγγραφέων, ανάμεσά τους και οι μύθοι του Αισώπου.
Αρχείο εγγράφων της Μονής. Η Μονή διαθέτει αρχείο λυτών εγγράφων, τα οποία σχετίζονται με την οργάνωση του πολιτικού και κοινωνικού βίου των Θηραίων κατά την Τουρκοκρατία, με την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 και με την εμφάνιση και οργάνωση του μοναχικού βίου στη Θήρα. Επίσης, θησαυρίζει σημαντικό αριθμό εγγράφων, όπως σιγίλια, πατριαρχικά γράμματα, σουλτανικά φιρμάνια, χειρόγραφα μοναχών κ.ά., με τα οποία μπορεί να σκιαγραφηθεί η ιστορία της Μητροπόλεως Θήρας. Ωστόσο, το πλούσιο αρχείο των εγγράφων παραμένει αταξινόμητο και ως εκ τούτου αμελέτητο.
Οργάνωση και διοίκηση της Ιεράς Μονής. Αρχικά η Μονή οργανώθηκε ως ιδιόρρυθμη, με τους μοναχούς να ακολουθούν περισσότερο χαλαρούς κανόνες. Με τα χρόνια οι μοναχοί αυξήθηκαν, με συνέπεια να εισαχθεί το κοινοβιακό σύστημα που διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα. Κατόπιν, το Μοναστήρι λειτούργησε πάλι ως ιδιόρρυθμο μέχρι το 1998, έτος που επανδρώθηκε από τη σημερινή αδελφότητα, με καθηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Γαβαλά. Ο αριθμός των μοναχών έως το 1850 κυμάνθηκε από 15 έως 20, ιδιαίτερα υψηλός για τις μονές του ελλαδικού χώρου, με εξαίρεση το Άγιο Όρος. Από το 1880, όμως, το δυναμικό της Μονής συνεχώς ελαττώνεται και σήμερα εγκαταβιώνουν εκεί ελάχιστοι.
Από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εκτιμούσε ιδιαίτερα τη Μονή λόγω μάλιστα της συνεχούς ανάπτυξής της σε συνδυασμό με τη συνέπεια που επιδείκνυε στις οικονομικές υποχρεώσεις της προς αυτό. Το Πατριαρχείο επιπλέον θεωρούσε νευραλγική τη θέση της Μονής για τη διατήρηση της μοναστηριακής ενότητας στις Κυκλάδες. Επιθυμώντας να αποτυπώσει και εμπράκτως τη θέση του αυτή, αποφάσισε στα τέλη του 19ου αιώνα να παραχωρήσει στον ηγούμενο της Μονής το λίαν τιμητικό αξίωμα του Πατριαρχικού Έξαρχου, ο οποίος ως απευθείας αντιπρόσωπος του Πατριάρχη, φρόντιζε για την τήρηση της τάξης στα μοναστήρια της δικαιοδοσίας του και την είσπραξη των οφειλομένων.
Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης
Κατάλογοι
Τσακίρης, Β., Κατάλογος των εντύπων της Βιβλιοθήκης Ι. Μ. Προφήτου Ηλιού Θήρας και Παναγίας Καλαμιωτίσσης Ανάφης, Θήρα, Θεσβίτης, 2002.
Διάφορα
Boumazhnov, D.F., Μοναχός εστί... Μια έρευνα στις απαρχές του όρου, Θήρα, Θεσβίτης, 2004.
Γαρίτσης, Κ., Ο Νεκτάριος Τέρπος και το έργο του, Θήρα, Θεσβίτης, 2002.
Γαρίτσης, Κ., Ο Χριστόφορος Άγγελος († 1638) και τα έργα του, τόμ. Α΄ και Β΄, Θεσβίτης, 2008.
Γαρίτσης, Κ., Βιβλίον ιστορικόν καλούμενον Ιουστίνος, Θήρα, Θεσβίτης, 2009.
Segneri, P., Ο μετανοών διδασκόμενος, Θεσβίτης, 2005.
Segneri, P., Ο Πνευματικός Διδασκόμενος, Θεσβίτης, 2005.
Βιβλιογραφία για τη Βιβλιοθήκη
Γαρίτσης, Κ., Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Προφήτου Ηλιού Θήρας, Θήρα, Θεσβίτης, 2005.
Λίτσας, Ε., «Συνοπτικός κατάλογος χειρογράφων Μονής Προφήτου Ηλιού Θήρας», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, 12 (1995), σ. 374–384.
Μηνδρινός, Μ., Η εν Θήρα Ιερά Μονή του Προφήτου Ηλιού. Η ιστορία και το έργον της, Αθήνα 1970.