Θέση. Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος βρίσκεται σε παραθαλάσσιο τμήμα της νοτιοδυτικής πλευράς του Άθωνα, σε κοντινή απόσταση από τη μονή Δοχειαρίου, και είναι το δεύτερο μοναστήρι που συναντά κανείς παραπλέοντας προς νότον την αθωνική χερσόνησο. Ευδιάκριτη είναι η επέκταση της μονής προς βορρά που έγινε στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε σχεδόν τριπλασιάστηκε η έκτασή της.
Κατέχει τη δέκατη έκτη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Η μονή Ξενοφώντος ιδρύθηκε λίγο προ του 998 και είναι αφιερωμένη στον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο. Κατά το 998 ο κτίτοράς της και πρώτος ηγούμενος Ξενοφών υπογράφει σε βατοπαιδινό έγγραφο ως «Ξενοφών μοναχός και Ηγούμενος της μονής του Αγίου Γεωργίου». Η ίδρυσή της δεν πρέπει να έγινε πολύ πριν από το έτος αυτό, αφού στο Τυπικό του Ιωάννη Τσιμισκή, το 973, δεν υπογράφει εκπρόσωπος της μονής. Η προσωνυμία «του Ξενοφώντος» πρωτοεμφανίζεται στις αρχές του 11ου αιώνα, ενώ αναφέρεται και στον Βίο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, με τον οποίο ο κτίτορας Ξενοφών φαίνεται πως διατηρούσε δεσμούς. Για τελευταία φορά ο Ξενοφών μνημονεύεται σε έγγραφο του 1018, χωρίς την ιδιότητα του ηγουμένου. Στο ίδιο έγγραφο ως ηγούμενος υπογράφει ο Θεόδωρος, μάλλον αδελφός του κτίτορα, στον οποίο ο υπερήλικας Ξενοφών παρέδωσε την ηγουμενία. Ο Θεόδωρος μαρτυρείται ως ηγούμενος μέχρι το 1035.
Στον σημερινό χώρο της μονής προϋπήρχε το μονύδριο του Αγίου Δημητρίου, του οποίου σώζεται ναΐσκος.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη (1078–1081), ο Στέφανος, που καταγόταν από αθηναϊκή αριστοκρατική οικογένεια και ήταν «μέγας δρουγγάριος της Βίγλης», δηλαδή ναύαρχος, έγινε αρχικά μοναχός, και λίγο αργότερα ηγούμενος, έχοντας πάρει το όνομα Συμεών. Μαζί του στο μοναστήρι έφερε και τρεις ανήλικους συγγενείς του. Μετά από πρόσκληση του Αλεξίου Κομνηνού, που ήταν τότε στρατηγός του Νικηφόρου Βοτανειάτη, να μεσολαβήσει ο Συμεών στην υπόθεση του σφετεριστή του θρόνου Βασιλάκη, ο οποίος είχε καταφύγει στη Θεσσαλονίκη, και την επιτυχή έκβαση της παρέμβασής του δημιουργήθηκε στενός δεσμός μεταξύ των δύο ανδρών, που αποδείχτηκε ευεργετικός για τη μονή και τον ίδιο προσωπικά. Ο νέος κτίτορας παρέλαβε το μοναστήρι σε ημιερειπιώδη κατάσταση. Με έξοδα δικά του αλλά και με την εύνοια του αυτοκράτορα, το μοναστήρι, που ήταν «ἠμελημένον πάντῃ καὶ πολλῆς δεόμενον ἐπικουρίας», ανασυγκροτήθηκε. Ο Συμεών οικοδόμησε τα τείχη και τον αμυντικό πύργο, εξωράισε το καθολικό, ανέγειρε διάφορα άλλα κτίρια και προίκισε τη μονή με κειμήλια, κτήματα και μετόχια, φέρνοντας επίσης πολλές εικόνες και βιβλία, ιδιοκτησίας δικής του, αλλά και του αυτοκράτορα. Το ανακαινιστικό έργο του Συμεών διακόπηκε προσωρινά, όταν εκδηλώθηκε η εχθρότητα του Πρώτου και της Σύναξης λόγω της παραμονής στη μονή των αγενείων συγγενών του (άλλωστε και ο ίδιος ο Συμεών ήταν ευνούχος, άρα αγένειος) και λόγω της εκτροφής ζώων, για τα οποία υπήρχε ρητή απαγόρευση. Εγκατέλειψε λοιπόν τον Άθω, πριν από το 1081, αλλά επανήλθε μαζί με τους τρεις ανήλικους συγγενείς του, εφοδιασμένος με αυτοκρατορικό πρόσταγμα του παλιού του γνώριμου Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και αποκαταστάθηκε στην ηγουμενία. Ο Συμεών άφησε στους διαδόχους του ένα ακμαίο μοναστήρι, με 55 μοναχούς το 1089 και μεγάλη κτηματική περιουσία.
Μετά τον Συμεών και έως τις αρχές του 14ου αιώνα η ιστορία της μονής παραμένει σκοτεινή, πάντως υπέστη μεγάλες καταστροφές τον 13ο αιώνα από επιδρομές Λατίνων πειρατών και στις αρχές του 14ου από τους Καταλανούς.
Τον 14ο αιώνα η εύνοια των Βυζαντινών αυτοκρατόρων συναγωνίζεται τη στήριξη των άλλων ορθόδοξων ηγεμόνων, και η μονή Ξενοφώντος κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί. Ήδη από το 1300 ονομάζεται βασιλική, ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα (1394) κατέχει την όγδοη θέση στην ιεραρχία των 25 τότε μονών του Όρους.
Το 1424 το Άγιον Όρος πέρασε στην οθωμανική επικράτεια, γεγονός που είχε ως συνέπεια την επιβολή δυσβάστακτης φορολογίας, την απώλεια ακίνητης περιουσίας και τις αυθαιρεσίες των κρατικών υπαλλήλων. Κατά την περίοδο αυτή η Ξενοφώντος κινείται μεταξύ ερήμωσης και ευδοκίμησης, ενώ έως τη δεκαετία του 1480 λείπουν σχεδόν παντελώς πληροφορίες για τη μονή και τους μοναχούς της. Από τις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα φαίνεται πως εκεί εγκαταβίωναν σλαβόφωνοι μοναχοί. Σχετική ανάκαμψη παρατηρείται στα τελευταία χρόνια του 15ου αιώνα, οφειλόμενη στη βοήθεια ηγεμόνων και αξιωματούχων της Βλαχίας.
Η ανάκαμψη ήταν πρόσκαιρη, αφού του 1569 ο σουλτάνος Σελίμ Β΄ δήμευσε την ακίνητη περιουσία όλων των μονών της επικράτειάς του, εξαναγκάζοντας τους μοναχούς να την εξαγοράσουν. Οι συνέπειες της δήμευσης προφανώς αγγίζουν και τη μονή Ξενοφώντος, που το 1581 έχει περιπέσει σε βαρύτατο χρέος. Τότε τη διακυβέρνησή της ανέλαβε η μονή Σιμωνόπετρας που επωμίστηκε το χρέος των 200.000 άσπρων, για το οποίο οι Ξενοφωντινοί πλήρωναν δυσβάστακτους τόκους. Τον Μάιο του ίδιου έτους, ο πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ επικύρωσε την κηδεμονία. Ο ηγούμενος της Σιμωνόπετρας Ευγένιος και είκοσι τουλάχιστον μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην Ξενοφώντος. Ήδη όμως το 1586 οι Σιμωνοπετρίτες είχαν επιστρέψει στη μονή τους.
Το 1607, ο ηγεμόνας Ραντού Σερμπάν καθιέρωσε ετήσια συνδρομή 9.000 άσπρων και επιπλέον ποσό 700 άσπρων για τον μοναχό που θα μετέβαινε στη Βλαχία προκειμένου να τα εισπράξει. Για την προσφορά του αυτή η μονή όφειλε να τον αποκαλεί νέο κτίτορα και να τον μνημονεύει μαζί με την οικογένειά του στο διηνεκές. Το 1624 της δωρήθηκε από τον μοναχό Παχώμιο το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στην Ολτενία (περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, στη δυτική Βλαχία), γνωστό με το όνομα «σκήτη της Ροάμπα». Το 1636, ο ηγεμόνας Ματθαίος Βασσαράβας όρισε ετήσια επιχορήγηση 10.000 πιάστρων και 1.000 επιπλέον για τον παραλήπτη μοναχό. Ο ίδιος επικύρωσε τις κτήσεις της μονής και χρηματοδότησε την ιστόρηση του προνάρθηκα του Καθολικού. Το 1663, ο αρχιμανδρίτης Θεοφάνης αναφέρει 50 μοναχούς μέσα στη μονή και 60 αναχωρητές στα κελλιά.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η μονή περιπίπτει και πάλι σε δυσχέρεια. Ο Ιωάννης Κομνηνός στο Προσκυνητάριον, που το συνέταξε το 1698, αναφέρει ότι εκεί υπήρχαν Σέρβοι και Βούλγαροι μοναχοί. Ο Ιησουΐτης Φραγκίσκος Μπρακοννιέ (François Braconnier), που επισκέφτηκε τη μονή το 1706, συνάντησε Βούλγαρους μοναχούς. Ο Βασίλι Μπάρσκι, κατά την πρώτη του επίσκεψη (1726), βρήκε τη μονή καταχρεωμένη, κυρίως στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, με 15.000 λέβα και με μόνο 3 ή 4 σλαβόφωνους μοναχούς —πολλά εκκλησιαστικά σκεύη μάλιστα είχαν δοθεί ως ενέχυρο στους δανειστές. Στο δεύτερο ταξίδι του, το 1744, φαίνεται πως υπήρξε αλλαγή, αφού τώρα η μονή είναι στα χέρια των Ελλήνων. Παρά την αλλαγή, η μονή δεν ανακάμπτει ουσιαστικά, αφού το 1762 παρουσιάζεται διοικητικό κενό, που αναπληρώνεται από κοινοτικούς επιτρόπους. Το 1776 η Ξενοφώντος απογυμνώθηκε βίαια από πολλά πολύτιμα αντικείμενα και, με εντολή του Χασάν Καλπουρτζή ογλού, από 5.775 γρόσια, με αιτιολογία ανεξόφλητο δάνειο. Το 1787, ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Υψηλάντης για να τη βοηθήσει της παραχωρεί τα έσοδα αλυκής, που ανέρχονταν σε 300 γρόσια.
Όταν το 1784, με σιγίλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ Δ΄, η Ξενοφώντος επέστρεψε, πρώτη από τις μονές του Όρους, από το ιδιόρρυθμο καθεστώς στην κοινοβιακή τάξη, με πρώτο ηγούμενο τον ιερομόναχο Παΐσιο Καυσοκαλυβίτη από τη Μυτιλήνη, το χρέος προς τους κοσμικούς δανειστές ανερχόταν σε 25.000 γρόσια. Την ίδια χρονιά όμως αρχίζει μια περίοδος ανόρθωσης και ακμής. Ο Παΐσιος ήταν εξαιρετικά δραστήριος μοναχός, γνωστός όχι μόνο στο Άγιον Όρος. Ο Καισάριος Δαπόντες τον περιλαμβάνει μάλιστα στον Ιστορικό κατάλογο, περιγράφοντας τις δραστηριότητές του. Πρώτο μέλημα του Παϊσίου ήταν η αντιμετώπιση του χρέους και των τόκων του. Καθοριστική υπήρξε η παρέμβαση του βαθύπλουτου έμπορου Δημητρίου Σκαναβή από τη Χίο. Αυτός ήταν παλαιός γνώριμος του Παϊσίου και ρύθμισε το χρέος της μονής με διακανονισμό, που επικυρώθηκε με πατριαρχικό γράμμα του Γαβριήλ Δ΄. Ο Παΐσιος απεβίωσε το 1801 και τον διαδέχτηκε ο Ιγνάτιος, επίσης από τη Μυτιλήνη. Ο σχεδιασμός για την επέκταση της μονής άρχισε επί ηγουμενίας Παϊσίου, συνεχίστηκε όμως και επί του διαδόχου του. Κατά την απογραφή του 1808 οι μοναχοί της ήταν 80, από τους οποίους οι 53 ζούσαν εντός των τειχών.
Το 1817 μεγάλη πυρκαγιά προξένησε καταστροφές στη νεόδμητη πτέρυγα απέναντι στο καθολικό, την οποία ανακατασκεύασε ο πρώην επίσκοπος Σαμακόβου (Θράκης) Φιλόθεος, που είχε αποσυρθεί να μονάσει στην Ξενοφώντος. Αυτή την περίοδο η Ξενοφώντος είχε μετόχια στην Καλαμαριά, στην Κασσάνδρα, στον Λογγό, στη Σκόπελο και τη Ροάμπα στις ηγεμονίες.
Το οικοδομικό πρόγραμμα σταμάτησε απότομα με την Επανάσταση του 1821. Ο μοναχός Γεδεών Ξενοφωντινός υπήρξε από τους άμεσους συνεργάτες του Εμμανουήλ Παπά. Οχυρώθηκε στη μονή, αλλά η επανάσταση έληξε άδοξα. Ο επίσκοπος Φιλόθεος μαζί με άλλους μοναχούς κατέφυγε στη Σκόπελο, όπου απεβίωσε. Στο μοναστήρι εγκαταστάθηκε το 1822 τουρκική φρουρά και του επιβλήθηκε οικονομική επιβάρυνση 60.000 γρόσια. Επίσης, από την εποχή αυτή εμφανίζονται αρκετά ονόματα Ξενοφωντινών νεομαρτύρων. Από το 1821 έως το 1830 ο αριθμός των μοναχών της μονής μειώνεται δραματικά.
Με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από το Άγιον Όρος, το 1830, έληξε η περίοδος δυσπραγίας. Ο αριθμός των μοναχών άρχισε πάλι να αυξάνεται σταδιακά. Το 1834 εγκαταβιούν στη μονή 53 μοναχοί, το 1842 60, το 1846 67 και το 1884 134. Αρχικά, κεντρικό θέμα αποτέλεσε η οικοδόμηση του νέου καθολικού. Η αποπεράτωσή του συντελέστηκε σταδιακά με χρήματα από τη ζητεία για να ολοκληρωθεί μετά το 1837.
Η μονή δεν φαίνεται να ανέκαμψε θεαματικά ούτε μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους και την ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος. Τα οικονομικά μάλιστα προβλήματα της μονής επιδεινώθηκαν μετά το 1922, με την απαλλοτρίωση των κτημάτων υπέρ των προσφύγων. Ακολούθησε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και μια δραματική οικονομική συρρίκνωση, που ανακόπηκε με την εγκατάσταση νέας αδελφότητας το 1976 και με ηγούμενο τον γέροντα Αλέξιο.
Τον 19ο αιώνα η μονή ανέδειξε λόγιους μοναχούς, όπως τον Λεόντιο Καισαρέα, τον Νικηφόρο Κολίντζη και τον Νικηφόρο Καλογερά, καθώς και τον νεομάρτυρα Χρύσανθο, που μαρτύρησε την ίδια μέρα με τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄.
Εκτός από το μεγάλο νέο καθολικό σώζεται και το αρχαιότερο, του οποίου η αρχική μορφή ανάγεται στην πρώτη περίοδο λειτουργίας της μονής (τέλη 10ου αι.). Ήταν αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο. Στο δάπεδο διατηρούνται περίτεχνα μαρμαροθετήματα και πίσω από το αξιόλογο ξυλόγλυπτο τέμπλο (17ος αι.) διατηρείται επίσης το προγενέστερο, αρχαϊκής μορφής μαρμάρινο, με δύο ανάγλυφα θωράκια του 11ου αιώνα. Τα κιονόκρανα είναι παλαιοβυζαντινά, παρμένα από αρχαιότερο ναό, και χρονολογούνται στην εποχή του Ιουστινιανού. Οι κρητικής τεχνοτροπίας τοιχογραφίες ανάγονται στο 1544 και είναι έργο του Αντωνίου του Κρητός (επιζωγραφισμένες το 1902), ενώ εκείνες της λιτής ζωγραφίστηκαν το 1563–1564, «διὰ χειρὸς Θεοφάνους μοναχοῦ».
Το νέο καθολικό άρχισε να ανεγείρεται το 1817 (ή το 1819) και ολοκληρώθηκε με αρκετή καθυστέρηση (1837). Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος από τα αθωνικά καθολικά. Το τέμπλο του νέου καθολικού είναι μαρμάρινο (1873), έργο του Αντωνίου Λύτρα από την Τήνο, ενώ οι τοίχοι του αγιογραφήθηκαν αργότερα από Ξενοφωντινούς μοναχούς σύμφωνα με τα παλαιολόγεια πρότυπα. Είναι αφιερωμένο κι αυτό στον άγιο Γεώργιο.
Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής Ξενοφώντος αποτεφρώθηκε σε πυρκαγιά το 1817. Το 1998 διαμορφώθηκαν οι εκθεσιακοί του χώροι στο τμήμα της νοτιοδυτικής πτέρυγας όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα. Περιλαμβάνει πολλά και αξιόλογα κειμήλια, μεταξύ των οποίων σταυρούς, χρυσοκέντητα άμφια, λειτουργικά σκεύη και αντικείμενα.
Εικονοφυλάκιο. Ως Εικονοφυλάκιο της μονής Ξενοφώντος λειτουργούν τα παρεκκλήσια της, καθώς και o ειδικά διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό χώρος του Σκευοφυλακίου της στη νοτιοδυτική πτέρυγα. Επίσης έχει διαμορφωθεί και άλλος αυτοτελής χώρος στον πρώτο όροφο του πύργου του κωδωνοστασίου. H μονή διαθέτει αρκετές βυζαντινές εικόνες, μεταξύ των οποίων της Μεταμόρφωσης του Χριστού (τέλη 12ου αι.), καθώς και την εφέστια εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, με επιζωγράφιση, για την οποία η παράδοση αναφέρει ότι ήλθε το έτος 1730 από τη μονή Βατοπαιδίου. Αξιοσημείωτες επίσης είναι οι δύο μεγάλες ψηφιδωτές εικόνες των αγίων Γεωργίου και Δημητρίου, που έχουν χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, καθώς και ένα ανάγλυφο εικονίδιο σε στεατίτη λίθο με την παράσταση της Μεταμόρφωσης, από τον 12ο επίσης αιώνα. Επίσης υπάρχουν πολλές αξιόλογες μεταβυζαντινές και νεότερες εικόνες, όπως του Τιμίου Προδρόμου (17ος αι.). Τέλος, θα πρέπει να μνημονευθεί το βημόθυρο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (16ος αι.).
Βιβλιοθήκη. H Βιβλιοθήκη της μονής Ξενοφώντος στεγάζεται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους σύγχρονων προδιαγραφών στη νοτιοδυτική πτέρυγα, χώρους όμορους του Σκευοφυλακίου, και καταλαμβάνει δύο ορόφους. Κατά τη σύγχρονη εποχή, το 1986, γίνεται η πρώτη αρχιτεκτονική παρέμβαση με διάφορες μικροεπισκευές. Στον πάνω όροφο φυλάσσονται τα χειρόγραφα και τα παλαίτυπα, ενώ στον κάτω τα νεότερα έντυπα. Περιέχει περί τα 15.000 έντυπα βιβλία, παλαιά έγγραφα, καθώς και περισσότερους από 700 χειρόγραφους κώδικες.
Η πρώτη αναφορά για τη βιβλιοθήκη ανάγεται στο 1089, όταν ο Συμεών εμπλούτισε τη μονή με 136 χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία και το λαμπρό περγαμηνό ευαγγέλιο, δώρο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού.
Το 1554, ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Αλέξανδρος Λαπουσνεάνου δώρισε το ειδικά φιλοτεχνημένο για το μοναστήρι σλαβονικό περγαμηνό Τετραευάγγελο με πολύτιμη στάχωση, που φέρει παραστάσεις της Ανάστασης στην πρόσθια όψη και του αγίου Γεωργίου στην οπίσθια.
Το 1596, η μονή αναγκάστηκε να πουλήσει στη μονή Ξηροποτάμου άγνωστο αριθμό χειρογράφων.
Το 1744, ο Βασίλι Μπάρσκι, που επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη, λέει ότι διαθέτει πολλά χειρόγραφα, τα περισσότερα σερβικά και βουλγαρικά, ενώ τα ελληνικά είναι ελάχιστα και πρόκειται μόνο για βιβλία λειτουργικά.
Όταν το 1784 ο Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης ανέλαβε την ηγεσία της μονής Ξενοφώντος, μετέφερε από τα Καυσοκαλύβια και τη βιβλιοθήκη του. Ανάμεσα στα χειρόγραφα που απόκεινται στη μονή και έχουν περιγραφεί, 16, με περιεχόμενο θεολογικό, λειτουργικό αλλά και φιλοσοφικό, ανήκαν σε αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για μεγάλο, αλλά απροσδιόριστο ακόμη, αριθμό βιβλίων.
Η Βιβλιοθήκη καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1817, όπως τεκμαίρεται από τα έντονα ίχνη της φωτιάς σε χειρόγραφα που αποδεδειγμένα ανήκαν στη μονή πριν από το συμβάν.
Το 1820, ο μητροπολίτης Ηρακλείας Μελέτιος, εκτός από την αρχιερατική στολή που αφιέρωσε στη μονή, εμπλούτισε και τη βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία.
Το 1837, ο Ρόμπερτ Κέρζον, μετά από πολλές συζητήσεις, αγόρασε έναντι 22 λιρών ένα Ευαγγέλιο του 1083, το δώρο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, ενώ το αξιολογότερο, ένα σχολιασμένο Τετραευάγγελο του 9ου ή του 12ου αιώνα, του δόθηκε ως δώρο. Σύμφωνα με τον Κέρζον, η βιβλιοθήκη της Ξενοφώντος φιλοξενεί 1.500 έντυπα βιβλία, 19 χειρόγραφους κώδικες σε χαρτί, 11 σε περγαμηνή και 3 ειλητάρια σε περγαμηνή. Από τους περγαμηνούς κώδικες ξεχωρίζει τρεις: έναν με μέρος από τα έργα του Ιωάννη Χρυσοστόμου, ένα σχολιασμένο Τετραευάγγελο, του 11ου ή του 12ου αιώνα, βασιλική δωρεά, που ήταν ντυμένο με ξεθωριασμένο κόκκινο βελούδο και είχε ασημένια κουμπώματα, και το Ευαγγελιστάριο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, ένα τεράστιο τετράγωνο 16 ιντσών, όπως λέει ο Κέρζον, δεμένο με πράσινο ή μπλε βελούδο, και με το κείμενο σε κάθε σελίδα γραμμένο σε σχήμα σταυρού.
Ο Γεράσιμος Σμυρνάκης αναφέρει ότι στην εποχή του (1903) η βιβλιοθήκη είχε 163 χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων περγαμηνούς κώδικες και ειλητάρια του 12ου–14ου αιώνα.
Αρχείο. Η πυρκαγιά του 1817 προξένησε καταστροφές και στο Αρχείο της μονής, αποτεφρώνοντας τα περισσότερα ελληνικά έγγραφα, καθώς και το οθωμανικό αρχείο, που κάλυπταν την περίοδο έως τον 18ο αι.
Το ρουμανικό αρχείο της μονής περιλαμβάνει 98 έγγραφα, μερικά από τα οποία είναι στα σλαβικά και τα υπόλοιπα στα ρουμανικά. Ξεκινάει από το 1614 και φτάνει μέχρι το 1862.
Οι περιηγητές του 18ου και του 19ου αιώνα ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τη μονή Ξενοφώντος και ακόμη λιγότερο για το αρχείο της. Ο πρώτος από αυτούς, ο Ρώσος Βασίλι Μπάρσκι, δίνει ελάχιστες και σύντομες πληροφορίες από την επίσκεψή του στη μονή, χωρίς να αναφέρεται καθόλου σε κάποιο αρχειακό της έγγραφο. Έναν αιώνα αργότερα, ο Πορφύριος Ουσπένσκι εργάστηκε στα αρχεία και τις βιβλιοθήκες των αθωνικών μοναστηριών κατά τα έτη 1845 και 1846. Καρπός της εργασίας αυτής ήταν η σύνταξη καταλόγου, που περιέχει περισσότερα από 500 βυζαντινά και μεταβυζαντινά έγγραφα. Από το αρχείο της μονής Ξενοφώντος υπάρχουν μόνον έξι έγγραφα της βυζαντινής περιόδου. Μετά τον κατάλογο του Ουσπένσκι, ο Γιόζεφ Μύλλερ (Josef Müller) δημοσίευσε το 1851 με χρονολογική σειρά περίπου είκοσι σλαβικά έγγραφα.
Ο Λουί Πετί (Louis Petit), το 1901, μετέγραψε 15 έγγραφα του αρχείου, 11 από τα οποία είναι της βυζαντινής περιόδου. Με την έκδοσή τους το 1903, ξεκίνησε τη σειρά «Actes de l’Athos», που αποτέλεσε το πρώτο παράρτημα του 10ου τόμου του ρωσικού περιοδικού Византийский Временник (Βυζαντινά Χρονικά).
Στη δεκαετία του 1940, ο Βιταλιάν Λωράν (Vitalien Laurent), προετοιμάζοντας μια έκδοση των ξενοφωντινών εγγράφων με βάση τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Γκαμπριέλ Μιλλέ (Gabriel Millet) το 1918, τα μετέγραψε, τα τακτοποίησε και τα αρίθμησε με χρονολογική σειρά.
Τέλος, το 1986, στη σειρά «Archives de l’Athos», τα 33 βυζαντινά έγγραφα (1089–1452) του αρχείου της μονής, δημοσιευμένα από τη Διονυσία Παπαχρυσάνθου, κατέλαβαν τον 15ο τόμο της.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο έχουν καταγραφεί συνολικά 163 κώδικες. Σήμερα, η συλλογή της μονής αποτελείται από 700 χειρόγραφα, από τα οποία τα 11 περγαμηνά (επτά κώδικες, τρία ειλητάρια και ένα σπάραγμα), όλα ελληνικά, που χρονολογούνται από τον 12ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Αρκετά από τα νεότερα δεν έχουν ακόμη καταλογογραφηθεί. Σημαντικός είναι ο αριθμός των μουσικών χειρογράφων.
Πρόσφατα εντοπίσθηκε άγνωστο περγαμηνό σλαβονικό Τετραευάγγελο των αρχών του 13ου ή των αρχών του 14ου αιώνα. Είναι δώρο του ηγεμόνα της Μολδαβίας Αλεξάνδρου Λαπουσνεάνου (1554), φιλοτεχνημένο ειδικά για τη μονή με μικρογραφίες και πολύτιμη στάχωση.
Από τους κώδικες της Βιβλιοθήκης, οι εννέα περιέχουν έργα της κλασικής γραμματείας, που τα περισσότερα συνοδεύονται από διάστιχη εξήγηση. Οι κώδικες αυτοί χρονολογούνται στον 18ο και τον 19ο αιώνα. Στον Κώδικα 74 υπάρχει Μαθηματάριο με έργα του Δημοσθένη, του Λιβανίου και του Ισοκράτη και τις μεταφράσεις τους στη νεοελληνική. Επίσης, σε έξι κώδικες υπάρχουν κείμενα με τη μορφή σχολίων και εξηγήσεων σε έργα όπως οι τραγωδίες του Ευριπίδη, ο Πανηγυρικός του Ισοκράτη, ο Ολυνθιακός Α΄ του Δημοσθένη, οι Διάλογοι του Λουκιανού κ.ά. Τέλος, η συλλογή της μονής περιλαμβάνει ένα έργο με τα θεωρήματα του Αρχιμήδη, μοναδικό σε όλο το Άγιον Όρος.
Έντυπα Βιβλία. Η βιβλιοθήκη της μονής Ξενοφώντος διαθέτει μια συλλογή από έντυπα της περιόδου 1535–1799 που ανέρχονται περίπου σε 1.000 τίτλους. Επίσης, η συλλογή των εντύπων περιλαμβάνει και περί τις 15.000 νεότερες εκδόσεις.
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους ( σ. 10) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που έχει εντοπίσει στη μονή Ξενοφώντος ανάγεται στο 1535. Πρόκειται για το Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ τῆς καισαρείας τῆς καππαδοκίας ἀρχιεπισκόπου συγγράμματά τινα, που τυπώθηκε στη Βενετία per Stephanum de Sabio.
Βιβλιογραφία
Θησαυροί του Αγίου Όρους. Έκθεση κειμηλίων στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στα πλαίσια της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, Δ, σ. 226–232.
Ιερά Μονή Ξενοφώντος (επιμ.), Το Νέο Καθολικό Της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος. Επετειακή έκδοση 200 ετών από της ανεγέρσεώς του (1819 - 2019), Άγιον Όρος 2019.
Καδάς, Σ., Σημειώματα χειρογράφων του Αγίου Όρους - Μονή Ξενοφώντος, Βυζαντινά 15 (1989), 431–466.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 60–74.
Μελισσάκης, Ζ., Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων, Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83.
Morris, Rosemary, Symeon the Sanctified and the refoundation of Xenophontos, Founders and Refounders, Papers of the fifth Belfast Byzantine International Colloquium, Belfast 2007, 443–464.
Müller, J., Historische Denkmäler in den Klöstern des Athos, Slavische Bibliothek I, Vienne 1851, 147–199.
Παζαράς, Θ., Ο γλυπτός διάκοσμος του παλαιού καθολικού της μονής Ξενοφώντος στο Άγιον Όρος, Δελτίον Xριστιανικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας 14 (1987–1988), 33–48.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα. Αθήνα 2000.
Papachryssanthou, Denisse (ed.), Actes de Xénophon, Archives de l’Athos XV, Paris 1986.
Πασχαλίδης, Σ., Προσκυνητάριον Ιεράς Μονής Ξενοφώντος, Άγιον Όρος 2012.
Petit, L., Actes de l 'Athos I. Actes de Xénophon, Vizantiiskij Vremennik 10 (1903), Supp. 1 (2η έκδ., Amsterdam 1964).
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988).
Τραΐου, Ελευθερία (επιμ.), Ιερά Μονή Ξενοφώντος - Χίλια χρόνια ιστορικού βίου, Επτά Ημέρες Καθημερινής, Αφιέρωμα (20.12.1998), Αθήνα 1998.
Τσιγάρας, Γ., Ο νέος κτήτωρ της Μονής Ξενοφώντος Παΐσιος Καυσοκαλυβίτης και η ανασύσταση των αθωνικών κοινοβίων, Μνήμη Ιακώβου. Τόμος εις μνήμην του Μητροπολίτου Πριγκηποννήσων κυρού Ιακώβου Σωφρονιάδη (1947–2018) (επιμ. Μ. Γ. Βαρβούνης / Π. Δ. Ριζόπουλος), Θεσσαλονίκη 2020, 295–324.
Fotić, A., Xenophontos in the Ottoman Documents of Chilandar (16th–17th C.), Hilandarski Zbornik 12 (2008), 197–213.
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.
Χρυσοχοΐδης, Κρ., Ιστορία (998-1998), Ιερά Μονή Ξενοφώντος - Εικόνες, Άγιον Όρος 1998, 17–44.
Zahariuc, P. / Marinescu, F., Documente românesti din arhiva Mănăstirii Xenofon de la Muntele Athos [=Romanian documents from the archive of the Xenophon Monastery on Mount Athos], Iaşi 2010.