Θέση. Η Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου, η νοτιότερη μονή της δυτικής ακτής της χερσονήσου, βρίσκεται πάνω σε μικρό πλάτωμα βράχου, ανάμεσα σε δύο χειμάρρους, στους δυτικούς πρόποδες του Άθωνα, μεταξύ της Νέας Σκήτης και της μονής Διονυσίου, σε υψόμετρο 140 μ.
Κατέχει τη δέκατη τέταρτη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Η παράδοση τοποθετεί την ίδρυσή της στα μέσα του 9ου αιώνα, συγχέοντας ως ιδρυτές δύο διαφορετικά πρόσωπα, τον όσιο Παύλο, φερόμενο ως γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ (811–812), που ίσως μόνασε σε ησυχαστήριο της περιοχής, και του Παύλου του Ξηροποταμηνού, συγχρόνου του Αθανασίου του Αθωνίτη. Ιδρυτής φαίνεται να είναι ο Παύλος ο Ξηροποταμηνός, ο οποίος αρχικά ίδρυσε τη μονή Ξηροποτάμου κοντά στο λιμάνι της Δάφνης. Ο ίδιος, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, ανέγειρε νέα μονή, τη σημερινή Αγίου Παύλου, στην τωρινή της θέση, αλλά με το όνομα «Ξηροποτάμου». Αρχικά δεν ήταν σημαντική, γι’ αυτό και δεν αναφέρεται στο Β΄ Τυπικό του 1046. Η πρώτη φορά που εμφανίζεται επίσημα με το σημερινό της όνομα είναι σε έγγραφο του 1071, όπου υπογράφει ως εκπρόσωπος της μονής κάποιος «... Μιχαὴλ μοναχὸς ἐκ τοῦ μοναστηρίου τοῦ κὺρ Παύλου», η οποία όμως είναι αφιερωμένη στο άγιο Γεώργιο. Οριστικά το όνομα της μονής ως Αγίου Παύλου επιβάλλεται το 1108.
Το 1259 εμφανίζεται σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, με το οποίο αναγνωρίζονται τα κτήματά της. Τώρα είναι πλέον αφιερωμένη στον Σωτήρα Χριστό και κατέχει θέση μικρής μονής στην ιεραρχία του Αγίου Όρους.
Στις αρχές του 14ου αιώνα καταστράφηκε μετά τις επιδρομές των Καταλανών (1303–1309). Υποβιβάστηκε σε Κελλί, δηλαδή σε εξάρτημα, και κηδεμονευόταν από τη μονή Ξηροποτάμου, που ήταν αδελφή μονή από την εποχή της ίδρυσής τους. Κατοχυρώθηκε ξανά ως κυρίαρχη μονή το 1365. Στην ανασυγκρότησή της συνέβαλαν πολλοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου, ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών και, αργότερα, τσάροι της Ρωσίας. Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα την αγόρασαν δύο Σέρβοι άρχοντες και κατόπιν μοναχοί, ο Γεράσιμος Ραδώνια, μέλος της οικογένειας Βράγκοβιτς, και ο Αντώνιος Παγάσης. Με σκληρή προσωπική εργασία την ανοικοδόμησαν και αναδείχθηκαν νέοι κτίτορές της. Βοηθήθηκαν από τον αδελφό του Αντώνιου, τον Νικόλαο Παγάση Βαλδουΐνο, από τον Ραδοσλάβο Σαμπία (1405), από τον Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγο, δεσπότη της Θεσσαλονίκης (1406), από τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1437) και από τους Σέρβους ηγεμόνες Γεώργιο Βράγκοβιτς Σμεντέροβατς (1416) και τον γιο του Λάζαρο (1429). Οι νέοι κτίτορες Γεράσιμος και Αντώνιος κατάφεραν να αναγνωριστεί ως μονή: αναφέρεται στο Γ´ Τυπικό του Μανουήλ Β΄ (1394) και κατέχει τη δέκατη όγδοη θέση μεταξύ 25 μονών. Τα ζητήματα οριοθέτησης της περιοχής της, που παρουσιάστηκαν στα τέλη του 14ου αιώνα, μετά την ίδρυση της γειτονικής μονής Διονυσίου, διευθετήθηκαν το 1401.
Ως ανεξάρτητη από τη μονή Ξηροποτάμου εμφανίζεται για πρώτη φορά σε έγγραφο του πατριάρχη Ματθαίου το 1404. Οι υπογραφές του ηγουμένου είναι σε σερβική γραφή. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκε δίγλωσση σφραγίδα, που διατηρήθηκε για πολλά χρόνια. Το 1813 απέμεινε μοναδική γλώσσα η ελληνική.
Ανάμεσα στους Σέρβους άρχοντες ξεχωρίζει ο ηγεμόνας Γεώργιος Βράγκοβιτς (1428–1456), ο οποίος μαζί με τους γιους του Στέφανο και Γρηγόριο χρηματοδότησαν την ανέγερση μεγαλύτερου καθολικού προς τιμήν του αγίου Γεωργίου, το όνομα του οποίου έφερε ο ιδρυτής του. Ιδιαίτερα η κόρη του Βράγκοβιτς Μάρα, σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β΄ (1421–1451) και θετή μητέρα του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, με τις πλούσιες δωρεές σε χρηματικά ποσά αλλά και σε κτήματα φρόντισε να εξασφαλιστεί για ακόμη μια φορά η άνθηση της μονής. Μετά τον θάνατο του Μουράτ Β΄ (1451) η Μάρα επέστρεψε αρχικά στο δεσποτάτο και στη συνέχεια, από το 1457, εγκαταστάθηκε στο κτήμα της στο Τζέζεβο, στην περιοχή δυτικά του ποταμού Στρυμόνα, που είχε κληρονομήσει από τον Μωάμεθ Β΄. Από εκεί για τρεις ολόκληρες δεκαετίες φρόντιζε ιδιαίτερα τις αγαπημένες της μονές, τη Χιλανδαρίου και την Αγίου Παύλου, θεωρώντας τον εαυτό της κτίτορα.
Στη μονή Αγίου Παύλου άλλωστε αποφάσισε να παραδώσει η Μάρα τα «Δώρα των Μάγων», τα οποία είχαν πέσει στα χέρια των Οθωμανών μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αποβιβάστηκε στην ακτή και στο μέσον της διαδρομής άκουσε μια φωνή που τη διέταζε να γυρίσει πίσω. Μέχρι σήμερα σώζεται παρεκκλήσι στο σημείο αυτό, που θυμίζει την αξιομνημόνευτη επίσκεψη γυναίκας στο Άγιον Όρος. Την επίσκεψη περιέγραψε αναλυτικά ο αρχιμανδρίτης Αντωνίνος Κάπουστιν (1817–1894).
Στους μεγάλους ευεργέτες της μονής ανήκει και ο Στέφανος ο Μέγας, ηγεμόνας της Μολδαβίας (1457–1504). Η ακμή της μονής Αγίου Παύλου συνεχίστηκε και τον 16ο αιώνα με την οικονομική ενίσχυση και επιρροή των επιγόνων της σερβικής δυναστείας των Βράγκοβιτς. Ο βοεβόδας Νεάγκος Βασαράβας (1512–1521) και ο γιος του Θεοδόσιος († 1522) χρηματοδότησαν το 1522 τον οχυρό πύργο στο επάνω μέρος του μοναστηριακού συγκροτήματος, δίπλα στα τείχη.
Η θετική στάση των Σέρβων φτάνει μέχρι τον 17ο αιώνα. Η βοήθειά τους, συνεχώς μειούμενη, σταμάτησε οριστικά το 1710, όταν η πλειοψηφία, που ήταν πλέον ελληνική, ανέλαβε τη διοίκηση. Κατά το διάστημα 1666–1671 οι μοναχοί ανέρχονταν στους 200.
Ακολούθησαν χρόνια μεγάλης οικονομικής κρίσης οφειλόμενης κυρίως στον φόρο των Τούρκων κατακτητών. Χάρη στις συνεχείς προσπάθειες του σκευοφύλακα Γρηγορίου και τους εράνους που οργάνωσε τον 18ο αιώνα στην ανατολική Ευρώπη, συγκεντρώθηκαν σεβαστά χρηματικά ποσά. Στα τέλη όμως του ίδιου αιώνα βρέθηκε και πάλι σε δεινή οικονομική θέση λόγω χρεών. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ένας άλλος μοναχός, ο Άνθιμος Κομνηνός από τη Σηλυβρία, φίλος του οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, ενίσχυσε την ανακαίνιση του μοναστηριού με δωρεές σε γαίες. Το 1815 θεμελιώθηκε το καθολικό, ενώ το 1820 το οικοδομικό συγκρότημα επεκτάθηκε με νέες πτέρυγες.
Η μονή πέρασε μεγάλη δοκιμασία στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Καταστράφηκε εντελώς και ερημώθηκε εξαιτίας των επανειλημμένων τουρκικών επιδρομών. Ανοικοδομήθηκε χάρη στις δωρεές των τσάρων Αλέξανδρου Α΄ και Νικόλαου Α΄. Οι μοναχοί όμως που την επάνδρωσαν ήταν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες.
Το 1844, με τη φροντίδα και τη συνδρομή του Σωφρόνιου Καλλιγά, αποπερατώθηκε το καθολικό. Την επόμενη χρονιά άρχισε η ανακαίνιση κτιρίων, ενώ στη συνέχεια οικοδομήθηκαν η βορειοδυτική και η δυτική πτέρυγα.
Όλα όσα χτίστηκαν τα επόμενα χρόνια καταστράφηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η μονή υπέστη τρεις τεράστιες καταστροφές. Το 1902 πυρκαγιά κατέστρεψε τα μισά οικοδομήματά της, το 1905 υπέστη σοβαρές ζημίες από σεισμό, και το 1911 μεγάλη πλημμύρα ολοκλήρωσε την καταστροφή. Η ανοικοδόμηση των κτιρίων έγινε αυτή τη φορά με σύγχρονα για την εποχή τεχνολογικά μέσα και οικοδομικά υλικά. Είναι η μοναδική μονή που χτίστηκε με τσιμέντο και διαθέτει κιγκλιδώματα και διακοσμητικά στοιχεία από χυτοσίδηρο.
Οι τοίχοι του καθολικού, που είναι αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Κυρίου, δεν είναι τοιχογραφημένοι, αλλά καλύπτονται από μάρμαρο. Μαρμάρινο είναι και το τέμπλο του ναού (1900), γι’ αυτό άντεξε στη φωτιά του 1902.
Από το παλαιό καθολικό των Βράγκοβιτς, που κατεδαφίστηκε το 1839, διατηρείται μόνο ένα μικρό τμήμα των αρχικών τοιχογραφιών, που είναι του έτους 1447. Στη βιβλιοθήκη φυλάσσεται υπόλειμμα τοιχογραφίας με το πρόσωπο του αγίου Αθανασίου.
Η μονή Αγίου Παύλου επαναλειτούργησε κοινοβιακά από το 1839 με σιγίλιο του οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄ και με πρώτον ηγούμενο του κοινοβίου τον αρχιμανδρίτη Στέφανο Διονυσιάτη. Σήμερα εγκαταβιώνουν σε αυτήν 35 μοναχοί και 60 στα εξαρτήματά της. Ηγούμενος είναι ο αρχιμανδρίτης Παρθένιος.
Η μονή Αγίου Παύλου έχει εξαρτήματά της δύο σκήτες, τη Σκήτη Εισοδίων της Θεοτόκου (Νέα Σκήτη) και τη Σκήτη Αγίου Δημητρίου (Λακκοσκήτη). Σε αυτήν ανήκει επίσης και το ιστορικό σπήλαιο του Αγίου Παύλου. Ανάμεσα στα περιβάλλοντα κτίσματά της είναι και το «Προσκυνητάρι της Μάρως», που συνδέεται με την επίσκεψη της κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Βράγκοβιτς στο Όρος προκειμένου να παραδώσει στη μονή τα «Δώρα των Μάγων».
Σκευοφυλάκιο. Από τα κειμήλια που φυλάσσονται στο Σκευοφυλάκιο της μονής Αγίου Παύλου αξιομνημόνευτα είναι:
α) Η υάλινη δέλτος με μικρογραφική παράσταση της Δέησης. Στο κέντρο βρίσκεται ο Χριστός ως Παντοκράτωρ, κρατώντας στο αριστερό του χέρι τη σφαίρα της Γης. Εκατέρωθεν της κεντρικής μορφής η Θεοτόκος και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Στο πάνω μέρος της παράστασης εικονίζονται οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Στο πλαίσιο που περιβάλλει την κεντρική παράσταση ανοίγονται μικρές κοιλότητες, όπου ήταν επικολλημένες οι εικόνες της ευρύτερης ομάδας των αποστόλων. Σήμερα σώζονται μόνο πέντε.
β) Το δίπτυχο, που στις δύο ξύλινες πινακίδες του ανοίγονται κοιλότητες όπου είναι τοποθετημένες συνολικά 26 μικρογραφίες με παραστάσεις του Δωδεκαόρτου, τα σύμβολα των Ευαγγελιστών και άλλα ιερά πρόσωπα. Τα πλαίσια των μικρογραφιών κοσμούνται με μαργαριτάρια.
γ) Ο σταυρός του 13ου αιώνα. Στο κέντρο και στις κεραίες του είναι τοποθετημένες μικρογραφίες ζωγραφισμένες σε μεμβράνη. Στη μεταλλική του βάση, που δεν ανήκει στον αρχικό σταυρό, φέρει δύο σειρές ρητών του Κορανίου σε αραβική γλώσσα.
Αρχείο. Το Αρχείο της μονής Αγίου Παύλου εμφανίζει μεγάλα χάσματα στα τεκμήριά του.
Δεν έχει διασωθεί κανένα πρωτότυπο έγγραφο από την εποχή της ίδρυσής της, που να αφορά άμεσα τη μονή. Για το διάστημα μέχρι το 1383/1384, οπότε ανοικοδομήθηκε από τους δύο Σέρβους, τον Αντώνιο Παγάση και τον Γεράσιμο Ραδώνια, σώζονται μόνο τέσσερα έγγραφα και μάλιστα αντίγραφα. Από τα τέλη όμως του 14ου αιώνα και τα επόμενα 100 χρόνια σώζονται τριάντα έγγραφα, τα περισσότερα πρωτότυπα.
Παράλληλα με τα ελληνικά, στο Αρχείο σώζονται σήμερα δεκαεπτά σερβικά έγγραφα από τον 15ο αιώνα, και δύο από τον 16ο και τον 17ο, ένα για κάθε αιώνα. Από τον 16ο αιώνα σώζονται αρκετά τουρκικά. Από τον 18ο σώζονται περίπου πενήντα έγγραφα, που αφορούν όμως το δεύτερο μισό του αιώνα.
Αρκετές φορές υπάρχουν αναφορές για απώλειες εγγράφων, που σήμερα δεν είναι γνωστό αν και πού σώζονται. Χαρακτηριστική η περίπτωση του χρυσόβουλου του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου για το μετόχι της Λήμνου, που είχε εκδοθεί το 1436. Το περιεχόμενό του είναι γνωστό από αντίγραφο του 17ου αιώνα που είχε δημοσιεύσει το 1893 ο Ζαχαρίας φον Λίνγκενταλ (Zacharia von Lingenthal) (βλ. Βιβλιογραφία). Στο νεότερο αρχείο τη μονής υπάρχει σύγχρονο δακτυλογραφημένο και επικυρωμένο αντίγραφο με ημερομηνία 10.2.1943, που δεν είναι ωστόσο γνωστό με βάση ποιο έγγραφο συντάχθηκε. Η Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών διαθέτει φωτογραφία από το φωτογραφικό αρχείο του Πορφύριου Ουσπένσκι, ο οποίος είχε δει το έγγραφο κατά την επίσκεψή του στη μονή στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Η απουσία παλαιών κωδίκων και τα μεγάλα κενά του αρχείου ερμηνεύονται με την υπόθεση ότι το υλικό καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1902. Τότε έχασε τη ζωή του ο μοναχός Δαβίδ, προσπαθώντας να σώσει το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης.
Δεν σώζεται επίσης ο « Κώδικας», το βιβλίο όπου καταχωρίζονται οι πράξεις της μονής ή και τα παλαιότερα έγγραφα. Οι μη λειτουργικοί κώδικες που σώζονται σήμερα στο αρχείο της μονής (71, 193, 157) δεν είναι παλαιότεροι του τέλους του 18ου αιώνα.
Ελλιπής είναι επίσης η πληροφόρηση σχετικά με τις ταξινομήσεις. Μια προσπάθεια ταξινόμησης θα πρέπει να έγινε στις αρχές του 19ου αιώνα, εποχή που συμπίπτει με τη μεγάλη ανακαινιστική προσπάθεια του αρχιμανδρίτη Άνθιμου Κομνηνού, που θεωρείται ένας από τους κτίτορες.
Στη δεκαετία του 1920, λόγω της απαλλοτρίωσης κτημάτων υπέρ των προσφύγων, ο τότε βιβλιοθηκάριος Βησσαρίων έκανε μια πρώτη ταξινόμηση του νεότερου αρχείου (18ος–19ος αι.). Τα έγγραφα ταξινομήθηκαν με βάση τα μετόχια της μονής και διαχωρίστηκαν σε ελληνικά, ρουμανικά και σλαβικά, στο πρωτότυπο ή σε μεταφράσεις τους.
Η δεύτερη μεγάλη ταξινόμηση έγινε στη δεκαετία του 1950 από τον βιβλιοθηκάριο Θεοδόσιο. Η εργασία του αποτέλεσε τη βάση για τη συγκρότηση του σημερινού βυζαντινού αρχείου της μονής, που αποτελεί το δεύτερο μεγάλο τμήμα του μετά το νεότερο.
Η τρίτη ταξινόμηση έγινε από την επιστημονική αποστολή του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών το 1980.
Στο αρχείο εντάχθηκαν και 56 επίσημα βλαχικά έγγραφα, ενώ στο μεταβυζαντινό τμήμα είναι ενταγμένη μια ξεχωριστή αρχειακή μονάδα με 12 επίσημα έγγραφα του 18ου αιώνα. Το ρουμανικό αρχείο περιλαμβάνει 994 έγγραφα και έχει εκδοθεί υπό μορφή σύντομων περιλήψεων από τον Φλορίν Μαρινέσκου (βλ. Βιβλιογραφία). Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Σέρβος φιλόλογος και πολιτικός Λιούμπομιρ Στογιάνοβιτς (1860–1930), στηριζόμενος σε φωτογραφίες του Ρώσου ερευνητή Πέτρου Σεβαστιάνοφ (1811–1867) που είχε εργαστεί κατά τον 19ο αιώνα στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, δημοσίευσε ένα πρώτο σώμα των σλαβικών εγγράφων. Το τουρκικό αρχείο ταξινομήθηκε τη δεκαετία του 1980 από τον Βασίλη Δημητριάδη και περιλαμβάνει 25 φακέλους, χωρισμένους κατά μετόχια.
Σήμερα το Αρχείο περιλαμβάνει α) τα βυζαντινά έγγραφα μέχρι τον 16ο αιώνα, β) τα μεταβυζαντινά, τοποθετημένα κυρίως κατά μετόχια και γ) το ογκώδες νεότερο αρχείο.
Το 2017 ανακαινίστηκε μαζί με το Σκευοφυλάκιο και το Εικονοφυλάκιο.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Για αιώνες, η Βιβλιοθήκη της μονής Αγίου Παύλου ήταν (μαζί με τη Χιλανδαρίου) από τις σημαντικότερες σερβικές και σλαβικές βιβλιοθήκες του Άθω. Σταδιακά και μέχρι τον 18ο αιώνα αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των χειρόγραφων κωδίκων και των έντυπων βιβλίων χάρη στις δωρεές και τις αντιγραφικές δραστηριότητες μοναχών της.
Η παλαιότερη συλλογή χειρόγραφων κωδίκων της μονής σχηματίστηκε παράλληλα με την ανακαίνισή της, γύρω στο 1385. Οι δύο Σέρβοι μοναχοί Γεράσιμος Ραδώνια και Αντώνιος Παγάσης, που ανοικοδόμησαν τη μονή γύρω στα 1383–1384, δώρισαν συγχρόνως πολλά βιβλία και ιερά σκεύη για «την ευπρέπεια και τη διακόσμηση του ναού». Ο Αντώνιος Παγάσης, πρώτος ηγούμενός της μετά την ανοικοδόμηση, άνθρωπος με μεγάλη μόρφωση, που μετέφρασε μάλιστα διάφορα έργα από τα ελληνικά στα σλαβονικά, αύξησε σημαντικά το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης.
Στον εμπλουτισμό της συνέβαλαν και δύο Κελλιά εντός των ορίων της μονής, του Αγίου Μιχαήλ και της Αγίας Άννης. Σε αυτά απαγορευόταν οποιαδήποτε αγροτική εργασία ώστε οι μοναχοί να διαθέτουν τον χρόνο τους στην αντιγραφή και τη στάχωση βιβλίων, στην κατασκευή ξυλόγλυπτων αντικειμένων ή κεντημάτων, κλπ. Πολλά χειρόγραφα που βρίσκονται στη μονή Αγίου Παύλου και στο νέο Ερμιτάζ φέρουν σημειώσεις γραφέων από τα δύο αυτά Κελλιά.
Στα τέλη του 15ου ή στις αρχές του 16ου αιώνα μεταφέρθηκε στη μονή Αγίου Παύλου από το Χιλανδάρι για στάχωση, όπως μαρτυρούν οι σφραγίδες και η επιγραφή στο εξώφυλλο, το Ευαγγέλιο του Μιροσλάβ, που γράφτηκε στα τέλη του 12ου αιώνα και είναι από τα παλαιότερα τεκμήρια που διασώθηκαν στη σλαβονική γλώσσα. Το γεγονός αυτό βεβαιώνει πως εκεί υπήρχε ανεπτυγμένη βιβλιοδετική δραστηριότητα.
Κατά τον 15ο αιώνα η μονή Αγίου Παύλου είχε τη βοήθεια των Σέρβων ηγεμόνων. Ο δεσπότης και σπουδαίος συγγραφέας Στέφανος Λαζάρεβιτς, προστάτης των τεχνών και του πολιτισμού, ενδιαφερόταν για τη βιβλιοθήκη της μονής, αφού μια σειρά βιβλίων συγγράφηκαν με εντολή του.
Ο αρχιμανδρίτης Λεωνίδας Κάβελιν πιστεύει πως το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του Αγίου Παύλου αυξήθηκε σημαντικά κατά τα μέσα του 15ου αιώνα από τα βιβλία της μονής Ρεσάβας. Λόγω της τουρκικής κατάκτησης, μέρος των μοναχών της, που κουβαλούσαν μεταξύ άλλων μαζί τους μεγάλο αριθμό χειρογράφων, αναζήτησαν καταφυγή στα σημαντικότερα σερβικά μοναστήρια του Αγίου Όρους, του Χιλανδαρίου και του Αγίου Παύλου.
Ο πλούτος και η σημασία της βιβλιοθήκης του Αγίου Παύλου καταδεικνύεται και από το γεγονός πως ο Αρσένιος Σουχάνοφ, όταν με εντολή του Ρώσου πατριάρχη Νίκωνα (1652–1660) ταξίδεψε στο Άγιον Όρος για να συλλέξει σημαντικά λειτουργικά χειρόγραφα, τα περισσότερα τα πήρε από τη βιβλιοθήκη αυτή —ο τότε προϊστάμενος της μονής Ακάκιος ανταμείφθηκε μάλιστα γενναιόδωρα για την υπηρεσία που προσέφερε.
Στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα ο αριθμός των Σλάβων μοναχών άρχισε να μειώνεται σε σχέση με τους Έλληνες. Το 1717, η αδελφότητα της μονής, αδυνατώντας να αποπληρώσει τους βαρείς δασμούς, ενεχυρίασε διάφορα ασημένια αντικείμενα, μία μίτρα και ένα Ευαγγέλιο με επένδυση. Το 1725, όταν ο Μπάρσκι την επισκέφτηκε για πρώτη φορά, βρήκε ότι η μονή είναι φτωχή και η γλώσσα σερβική. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1744, κατά τη δεύτερη επίσκεψή του, βρίσκει μόνον Έλληνες μοναχούς και αναφέρει πως στην πρώτη του επίσκεψη στο Άγιον Όρος, η ανάγνωση και η υμνωδία και όλη η εξουσία ήταν στα βουλγαρικά. Και παρατηρεί πως «σήμερα δεν σώζεται τίποτε από αυτά, εκτός από τη σλαβονική βιβλιοθήκη, όπου βρίσκονται πολλά και διάφορα βιβλία, τυπωμένα και χειρόγραφα». Κατά την περίοδο αυτή θα πρέπει να αφαιρέθηκε μεγάλος αριθμός σλαβικών κυρίως χειρογράφων και εντύπων από τη μονή. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Μπάρσκι σχετικά με τα χειρόγραφα, «οι μοναχοί που εγκαταβιούν εκεί άρχισαν άλλα να τα μοιράζουν κι άλλα να τα ξεπουλούν για να ξεριζώσουν την παλιά βουλγάρικη δόξα και μνήμη».
Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, η βιβλιοθήκη αντιμετώπισε την πιο δύσκολη περίοδο της σχεδόν μισής χιλιετίας ύπαρξής της. Οι μοναχοί, μη έχοντας επαρκή γνώση για την αξία και τη σημασία των χειρογράφων, επέτρεπαν σε επισκέπτες ποικίλων προθέσεων και κινήτρων να πάρουν μαζί τους τα πιο πολύτιμα.
Μετά το 1830, τα ευρωπαϊκά μέρη της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου του Αγίου Όρους, απέκτησαν ενδιαφέρον για πολλούς ερευνητές και ταξιδιώτες, τόσο της Δυτικής Ευρώπης όσο και της Ρωσίας. Οι πολυάριθμοι επισκέπτες της περιόδου οικειοποιήθηκαν μεγάλο αριθμό βιβλίων. Τα χειρόγραφα που αφαίρεσαν είναι μοναδικά και βρίσκονται σήμερα σε διάφορες βιβλιοθήκες. Βάσει σημειωμάτων στο περιθώριο των κωδίκων, πολλά από αυτά, που ήταν αρχαιότερα από την ανακαίνιση του 14ου αιώνα, προέρχονται από τη βιβλιοθήκη της μονής της Θεοτόκου Μεσονησιώτισσας στην Έδεσσα, που ήταν μετόχι της μονής Αγίου Παύλου από το 1385.
Ένας από τους πρώτους ταξιδιώτες της περιόδου, που άφησε γραπτές παρατηρήσεις για την παραμονή του στο Άγιον Όρος το 1831, ήταν ο Άγγλος ταξιδιωτικός συγγραφέας Ρόμπερτ Κέρζον, ο οποίος περιγράφει τη βιβλιοθήκη της Αγίου Παύλου ως εξής:
Η βιβλιοθήκη στεγαζόταν σε ένα μικρό φωτεινό καμαράκι. Τα βιβλία ήταν καθαρά και παραταγμένα σε νέα ράφια. Υπήρχε μόνο ένα ελληνικό χειρόγραφο, αντίγραφο των Ευαγγελίων, του 12ου ή 13ου αιώνα. Τα σερβικά και βουλγαρικά χειρόγραφα αριθμούσαν περίπου τα 250: από αυτά τρία ήταν αξιόλογα.
Το πρώτο ήταν ένα χειρόγραφο Τετραευάγγελο, σε τέταρτο σχήμα, γραμμένο με κεφαλαιογράμματη γραφή, ύψους 19,5 χιλιοστά, κολοβό.
Το δεύτερο ήταν επίσης ένα Ευαγγέλιο, σε σχήμα φόλιο, με κεφαλαιογράμματη γραφή, με υπέροχες παραστάσεις στην αρχή του κάθε Ευαγγελίου και με ένα μεγάλο και θαυμάσιο πορτρέτο ενός πατριάρχη στο τέλος. Όλες οι στάσεις του κειμένου ήταν σημειωμένες με χρυσό. Κάποια γράμματα επίσης ήταν γραμμένα με χρυσό.
Το τρίτο ήταν επίσης ένα Ευαγγέλιο σε σχήμα φόλιο, στην παλιά βουλγαρική γλώσσα. Όπως τα δύο προηγούμενα και αυτό σε κεφαλαιογράμματη γραφή. Αυτό το χειρόγραφο ήταν γεμάτο με μικρογραφίες από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο βιβλίο στην Ανατολή. Σχεδόν έπεσα από τα σκαλιά στα οποία είχα σκαρφαλώσει με την ανακάλυψη ενός τόσο σπάνιου τόμου.
Είδα ότι αυτά τα βιβλία ήταν φροντισμένα, οπότε δεν ήθελα και τόσο να ρωτήσω αν θα τα αποχωρίζονταν οι μοναχοί. Ειδικότερα, επειδή η κοινότητα ήταν εμφανώς ευημερούσα και δεν είχε καμία ανάγκη να πουλήσει κάτι από τα αγαθά της. Αφού περπάτησα στο μοναστήρι με τους μοναχούς, καθώς έφευγα, ο ηγούμενος είπε ότι θα ήθελε να μου χαρίσει κάτι ως ανάμνηση της επίσκεψής μου στο μοναστήρι του Αγίου Παύλου. Ακολούθησε μια έντονη συζήτηση από αμοιβαίες φιλοφρονήσεις και είπα ότι θα ήθελα να πάρω ένα βιβλίο. «Ω, βεβαίως!» είπε, «δεν χρησιμοποιούμε τα παλιά βιβλία και θα ήταν χαρά μας αν δεχόσασταν ένα».
Γυρίσαμε στη βιβλιοθήκη, και ο ηγούμενος πήρε τυχαία ένα, σαν να έπαιρνε ένα τούβλο ή μια πέτρα από ένα σωρό, και μου το έδειξε. Τότε του είπα: «Αν δεν σας νοιάζει ποιο είναι το βιβλίο και είσαστε τόσο πρόθυμος να μου δώσετε ένα, τότε επιτρέψτε μου να σας δείξω ένα που μου αρέσει ιδιαίτερα». Και λέγοντας αυτά, κατέβασα ένα εικονογραφημένο βουλγαρικό ευαγγέλιο σε σχήμα φόλιο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν ξύπνιος, όταν ο ηγούμενος το έβαλε στα χέρια μου. Ίσως η κορύφωση του θράσους μου ήταν όταν ρώτησα αν μπορούσα να αγοράσω άλλο ένα. Εκείνος όμως επέμενε να μου χαρίσει επίσης και το άλλο. Έτσι πήρα άλλα δύο αντίτυπα των Ευαγγελίων που αναφέρθηκαν παραπάνω, και τα τρία ως πρόθυμα δώρα. Ένιωσα σχεδόν ντροπή που δέχτηκα αυτά τα δύο τελευταία βιβλία, αλλά ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί, γνωρίζοντας ότι αυτά τα βιβλία ήταν εντελώς άχρηστα για τους μοναχούς και θα μπορούσαν να καταλήξουν στις αγορές της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης ή κάποιας γειτονικής πόλης; Ωστόσο, πριν φύγω από το μοναστήρι, άφησα κάποια χρήματα για να ηρεμήσω τη συνείδησή μου.
Μετά τον θάνατο του Κέρζον, η συλλογή του κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Μεταξύ άλλων απόκεινται και δύο Τετραευάγγελα, ένα στα βουλγαροσλαβικά, δωρεά του Βούλγαρου τσάρου Ιωάννη Γ΄ Αλεξάνδρου, και ένα στα σερβοσλαβικά, δωρεά του Σέρβου μητροπολίτη Ιακώβ, τα οποία γράφτηκαν στη μονή Αγίου Παύλου από τον Κάλλιστο το 1355.
Ο Σλάβος ιστορικός Βίκτορ Γρηγόροβιτς (1815–1876) ξεκίνησε πρώτος συστηματικές εργασίες στα αρχεία και στις βιβλιοθήκες των μονών του Αγίου Όρους. Την περίοδο 1844–1847 ταξίδεψε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα στα εδάφη των σλαβικών χωρών, που εξακολουθούσαν να αποτελούν μέρος της. Σε αυτά τα ταξίδια του επισκέφτηκε και το Άγιον Όρος. Έμεινε στην Αγίου Παύλου από 1ης έως 7 Νοεμβρίου 1844. Συντάσσοντας ένα σύντομο κατάλογο των σλαβικών βιβλίων της μονής (μαζί με την έκδοση δύο μεγαλύτερων εργασιών του σχετικά με τα αρχεία), ήταν ο πρώτος που υπέδειξε στο επιστημονικό κοινό τους θησαυρούς της. Ανάμεσα στα 60 περίπου σλαβικά χειρόγραφα που συγκέντρωσε από τα ταξίδια του, η συλλογή του περιλαμβάνει και κώδικες από τη βιβλιοθήκη της μονής του Αγίου Παύλου. Μετά τον θάνατό του, μέρος της συλλογής δόθηκε στην Αυτοκρατορική Δημόσια Βιβλιοθήκη (που ιδρύθηκε το 1795 από τη Μεγάλη Αικατερίνη) και μέρος στη Ρωσική Κρατική Βιβλιοθήκη της Μόσχας.
Ο Πορφύριος Ουσπένσκι (1804–1885) βρέθηκε στο Άγιον Όρος δύο φορές: το 1845/1846 και το 1859. Στο πρώτο του ταξίδι διέμεινε στην Αγίου Παύλου από τις 8 έως τις 24 Οκτωβρίου 1845. Εκεί εντόπισε το περίφημο Ευαγγέλιο του Ράντοσλαβ, του αφαίρεσε 12 φύλλα, που εκτίμησε ότι ήταν τα πιο πολύτιμα, και τα πήρε μαζί με άλλα. Αυτά τα φύλλα από το Ευαγγέλιο του Ράντοσλαβ κατέληξαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας στην Αγία Πετρούπολη. Ο υπόλοιπος κώδικας δεν βρέθηκε πουθενά.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας ονομαζόταν Αυτοκρατορική Δημόσια Βιβλιοθήκη από το 1795 έως το 1917, Ρωσική Δημόσια Βιβλιοθήκη από το 1917 έως το 1925 και Κρατική Δημόσια Βιβλιοθήκη από το 1925 έως το 1992 (Κρατική Δημόσια Βιβλιοθήκη στο Λένινγκραντ 1925 έως 1932 και Κρατική Δημόσια Βιβλιοθήκη Σαλτικόφ-Στσεντρίν έπειτα).
Ο αρχιμανδρίτης Αντωνίνος (Αντρέι Ιβάνοβιτς) Κάπουστιν (1817–1894) βρέθηκε στο μοναστήρι στις 25 Αυγούστου 1859 και άφησε μια πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία, την οποία δημοσίευσε σε περιοδικό της Θεολογικής Ακαδημίας Κιέβου (βλ. Βιβλιογραφία). Εκτός από την περιγραφή του μοναστηριακού συγκροτήματος, τις πολυάριθμες μαρτυρίες και τα ιστορικά στοιχεία που κατέγραψε, ήταν ο πρώτος που ενημέρωσε αναλυτικά το ευρύτερο επιστημονικό κοινό για το περιεχόμενο της μοναστηριακής βιβλιοθήκης. Μετά από ανασκόπηση και συνοπτική παρουσίαση ολόκληρης της συλλογής, επέλεξε τα πιο σημαντικά και όμορφα βιβλία και έδωσε έμφαση σε αυτά. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, όπως λέει, «εξέτασε, μετακίνησε και μάλιστα τακτοποίησε όλα τα σλαβικά βιβλία της βιβλιοθήκης», ενώ τονίζει πως το «ελληνικό τους μισό», δηλαδή τα υπόλοιπα χειρόγραφα, είναι ιδιαίτερα φτωχό. Το γεγονός ότι διέμεινε στη μονή μόνο μία μέρα καθόρισε βέβαια σε μεγάλο βαθμό το εύρος της δουλειάς του.
Την ίδια σχεδόν περίοδο, ο αρχιμανδρίτης Λεωνίδας Κάβελιν (1822–1891) επισκέφτηκε τον Άθω και έκανε την πληρέστερη περιγραφή της βιβλιακής συλλογής του Αγίου Παύλου. Αρχικά δημοσίευσε την εργασία του στη Ρωσία το 1875 και στη συνέχεια, σε σερβική μετάφραση, το 1877 στη Σερβία (βλ. Βιβλιογραφία). Ο Κάβελιν εντόπισε έναν κατάλογο των σλαβικών βιβλίων, συνταγμένο από έναν «Ρώσο που εργάστηκε σκληρά», του οποίου δεν αναφέρει το όνομα. Ο κατάλογος περιείχε 180 χειρόγραφα και 45 έντυπα. Από τα 180 χειρόγραφα, τα 11 ήταν γραμμένα σε περγαμηνή και τα 169 σε χαρτί.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αλεξέι Αφανασίεβιτς Διμιτρίγιεφσκι, Ρώσος βυζαντινολόγος και καθηγητής στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου (1856–1929), επισκέφτηκε τον Άθωνα. Πέρασε και από τη μονή του Αγίου Παύλου, και έτσι στη συλλογή του, που απόκειται τώρα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας, υπάρχουν και βιβλία από αυτό το μοναστήρι.
Το 1902, από μεγάλη πυρκαγιά καταστράφηκε ολοσχερώς μια από τις σημαντικότερες σλαβικές βιβλιοθήκες στον Άθω. Σήμερα δεν υπάρχει σλαβικό χειρόγραφο στη μονή. Χειρόγραφα ή μικρότερα τμήματά τους, που κάποτε ανήκαν στο μοναστήρι, έχουν βέβαια διασωθεί, αλλά παραμένουν διάσπαρτα στις βιβλιοθήκες της Μόσχας, της Αγίας Πετρούπολης, του Λονδίνου, του Παρισιού, της Βιέννης και του Βερολίνου.
Ο μοναχός της μονής Κοσμάς Βλάχος αναφέρει το 1903 πως στη βιβλιοθήκη της απόκεινται 94 ελληνικά χειρόγραφα, από τα οποία τα πέντε περγαμηνά που χρονολογούνται από τον 9ο έως τον 13ο αιώνα, ενώ τα υπόλοιπα χαρτώα, από τον 14ο έως τον 18 αιώνα, πληροφορία που ταιριάζει με την καταμέτρηση του Σπυρίδωνος Λάμπρου.
Η Βιβλιοθήκη, που περιλαμβάνει 494 χειρόγραφα, στεγάζεται σήμερα σε όροφο της νοτιοδυτικής πτέρυγας της μονής και θεωρείται πολύ καλά οργανωμένη, αφού το 2017 ανακαινίστηκε πλήρως ο εξοπλισμός της. Η επιμελημένη οργάνωσή της είναι έργο του λόγιου μοναχού Θεοδοσίου Αγιοπαυλίτη, συγγραφέα του έργου Ο αγνοημένος θησαυρός, όπου τονίζεται η σημασία της συχνής θείας Μεταλήψεως.
Αξίζει να σημειωθεί πως η συλλογή μουσικών χειρογράφων της μονής είναι από τις μεγαλύτερες στο Άγιον Όρος με 117 χειρόγραφα και πως στην ελληνική συλλογή χειρογράφων δεν εντοπίζεται κανένα έργο ή κείμενο κλασικού συγγραφέα ή συγγραφέα της ύστερης αρχαιότητας.
Το σημαντικότερο από τα χειρόγραφα της μονής είναι ο περγαμηνός Κώδικας 2. Χρονολογείται στον 10ο ή 11ο αιώνα. Στο σωζόμενο μέρος του περιέχει τις Πράξεις των Αποστόλων με παρασελίδια σχόλια.
Άξιος μνείας είναι και ο Κώδικας 456, το μοναδικό χειρόγραφο της μονής γραμμένο σε κυριλλικό αλφάβητο. Πρόκειται για Ευαγγέλιο με 304 χαρτώα φύλλα που κοσμείται με περίτεχνα επίτιτλα και πρωτογράμματα, καθώς και τρεις σωζόμενες ολοσέλιδες μικρογραφίες των Ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά.
Από τα μουσικά χειρόγραφα ξεχωρίζει ο Κώδικας 146. Χρονολογείται στο 1758 και περιέχει τον Ακάθιστο Ύμνο και Κρατηματάριο. Είναι έργο του γραφέα Θεοδοσίου του Χίου, ιεροδιακόνου και πρωτοψάλτη της Σμύρνης.
Έντυπα Βιβλία. Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους ( σ. 3) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη μονή Αγίου Παύλου ανάγεται στο 1488. Πρόκειται για τη Γραμματική του Μανουήλ Χρυσολωρά Ἐρωτήματα. Εἰς πόσα διαιροῦνται τὰ εἴκοσι τέσσαρα γράμματα, ἃ καὶ στοιχεῖα λέγεται, που τυπώθηκε στη Βενετία per Peregrinum Bononiensem (πρβλ. και μονή Παντοκράτορος). Το αμέσως επόμενο χρονολογικά έντυπο της συλλογής είναι ένα Μηναίο του μηνός Σεπτεμβρίου, τυπωμένο στη Βενετία το 1555 από τον Χριστόφορο Ζανέτο (Cristoforo Zanetti). Τα έντυπα έργα της συλλογής που τυπώθηκαν μέχρι το τέλος του 16ο αιώνα είναι αποκλειστικά λειτουργικά: 1557 (Μηναίο Φεβρουαρίου), 1558 (Ακολουθίες Ιουνίου, Ακολουθίες Ιουλίου), 1559 (Τριώδιο), 1565 (Τριώδιο), 1588 (Ευαγγέλιο), 1592 (Μηναία Ιουνίου και Ιουλίου), 1595 (Μηναία Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου), 1599 (Μηναίο Φεβρουαρίου και Ευαγγέλιο). Επίσης, η παραγωγή στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα εκπροσωπείται στη βιβλιοθήκη της μονής αποκλειστικά με λειτουργικά και πάλι βιβλία. Εξαίρεση αποτελεί ένα αντίτυπο του 1639 που περιέχει το Συναξάριο του Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου, σε επιμέλεια Ματθαίου Κιγάλα και με τυπογράφο τον Ιωάννη Ιουλιανό.
Σήμερα η συλλογή των έντυπων βιβλίων της μονής Αγίου Παύλου περιλαμβάνει 20.000 περίπου αντίτυπα, κατά βάση εκδόσεις μετά το 1900.
Βιβλιογραφία
Binon, St., Les origines légendaires et l’histoire de Xéropotamou et de Saint-Paul de l’Athos, Louvain 1942.
Кавелин, Л., Славяно-сербские книгохранилища на Святой Афонской Горе, в монастырях Хиландаре и Святом Павле [Kavelin, L., Slavic-Serbian book depositories on Mount Athos, in the monasteries of Hilandar and St. Paul], Чтенiя въ императорсконжмъ общрствѣ исторiи и древностей россiйскихъ при Московскомъ университетѣ 1 (1875), 1–52.
–––––, Словено-српска књижница на Св. Гори Атонској, у манастиру Хиландару и Св. Павлу [Kavelin, L., Slovene-Serbian library at St. Mount Athos, in the monastery of Hilandar and St. Paul], Гласник Српског ученог друштва 44 (1877), 262–300.
Капустин, А., Замѣтки поклонника Святой Горы [Notes from a worshiper of the Holy Mountain], Труды Киевской Духовной Академии 1 (1863), 30–54.
Κοτζαγεώργης, Φ.Π., Αγιορειτική παρουσία στο Βόρειο Αιγαίο: το τουρκικό αρχείο της Ι. Μ. Αγίου Παύλου για τη Λήμνο (15ος–16ος αι.), Μακεδονικά 32 (1999–2000), 125–165.
–––––, Η αθωνική μονή Αγίου Παύλου κατά την οθωμανική περίοδο, Θεσσαλονίκη 2002.
–––––, Αρχείο της Ι.Μ. Αγίου Παύλου. Επιτομές εγγράφων, 1010–1800, Αθωνικά Σύμμεικτα 12, Αθήνα 2008.
Kotzageorgis, Ph., Limitations on the study of ottoman documents in monastery archives. The case of the athonite monastery of St. Paul, Balkanlar ve italya'da şehir ve Manastır Arşivlerindeki Türkçe Belgeler Semineri (Kassim 2000), Ankara 2003, 9–12.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 19–27.
Λιάκος, Δ., Η στάχωση του κώδικα 456 στην αγιορειτική μονή Αγίου Παύλου, Αρχονταρίκι. Αφιέρωμα στον Ευθύμιο Ν. Τσιγαρίδα, Αθήνα 2021, 255–266.
Μαρινέσκου, Φ., Ρουμανικά έγγραφα του Αγίου Όρους. Αρχείο Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου, Αθήνα 2002.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα. Αθήνα 2000.
Παπουλίδης, Κ., Ο ελληνικός κόσμος του Αντωνίνου Kapustin (1817–1894). Συμβολή στην πολιτική της Ρωσίας στη χριστιανική ανατολή το 19ο αιώνα, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1993.
Petronel, Z., / Marinescu, Fl., Câteva documente privitoare la mănăstiri din Galaţi păstrate în Arhiva Mănăstirii Sfântul Pavel de la Muntele Athos [Some documents regarding the monasteries from Galaţi, kept in the Archive of the Saint Paul Monastery from Mount Athos], Arhiva Istorică a României, serie nouă 1.2 (2004), 35–57.
Popovic, M., Η χριστιανὴ σουλτάνα Μάρα Μπράνκοβιτς και η ιερὰ μονὴ Αγίου Παύλου, Επιστημονική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου 6/2 (2015), 137–152.
Пузовић, Љ., Библиотека Манастира Светог Павла на Светој Гори [Library of the Monastery of St. Paul on Mount Athos], Читалиште 25 (новембар 2014), 45–53.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους 1903/1988.
Sindik, D., Srpske povelje u svetogorskom manastiru Svetog Pavla, Mešovita građa 6 (1978), 181–205, εδώ 183–184.
Суботић, Г., Обнова манастира Светог Павла у XIV веку [Subotič, G., The restoration of the monastery of Saint Paul in the 14th century], Зборник Радова Византолошког Института 22 (1983), 207–258.
–––––, Манастир Богородице Месонисиотисе [Subotič, G., The Monastery of the Virgin Mesonisiôtissa], Зборник радова Византолошког института 26 (1987), 125–171.
Ταβλάκης, Ιω., Νέα ευρήματα από το αρχαίο καθολικό της μονής Αγίου Παύλου (10ος–11ος αι.), Δεκάτη 1 (2003–2004), 44–47.
Țârlescu Ion Andrei, Relațiile țărilor Române cu Muntele Athos și manuscrisele românești din bibliotecile acestuia. Mănăstirea Sfântul Pavel. Date noi [The relations of the Romanian countries with Mount Athos and the Romanian manuscripts from its libraries. St. Paul's Monastery. New data], Studiiși cercetări de Istoria Artei. Teatru, Muzicâ, Cinematografie, serie nouă, 13(57) (2019), 45–62.
Χρυσοχοΐδης, Κρ., Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Κατάλογος του αρχείου, Σύμμεικτα 4 (1981), 251–301.
Zacharia von Lingenthal, Einige ungedrücte Chrysobullen, Mémoires de l’Académie imperiale des sciences de St. Petersburg 44/4 (1893), 19–20.