Θέση. Η Ιερά Μονή Δοχειαρίου είναι η πρώτη παράκτια μονή στη νοτιοδυτική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου, κτισμένη στο άκρο μιας ανώμαλης κατωφέρειας σε μικρή απόσταση από τη μονή Ξενοφώντος.
Κατέχει τη δέκατη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Κατά την παράδοση η μονή Δοχειαρίου ιδρύθηκε από τον όσιο Ευθύμιο, συνασκητή και μαθητή του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη και φίλος του από την εποχή που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Στην κοινότητα του Αθανασίου στη Λαύρα ο Ευθύμιος είχε το διακόνημα του «δοχειάρη», δηλαδή του υπεύθυνου της αποθήκης τροφίμων.
Σύμφωνα με έγγραφο του 1037, το πρώτο μονύδριο, αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο, ιδρύθηκε δίπλα στον όρμο της Δάφνης, της οποίας έφερε και το όνομα μαζί με την προσωνυμία «του Δοχειαρίου». Η πληροφορία του ίδιου εγγράφου ότι η μονή κατείχε κτήμα «ἐξ ἀμνημονεύτων τῶν χρόνων» καθώς και άλλες ενδείξεις ενθαρρύνουν τη σκέψη ότι η αρχική σύστασή της ανάγεται στο τελευταίο τέταρτο του 10ου αιώνα.
Η μονή μαρτυρείται για πρώτη φορά σε δύο πράξεις της Συνάξεως του 1013 όπου υπογράφει ο Μοναχός Θεόδουλος, «μοναχὸς ὁ τῆς Δάφνης». Ο ίδιος Θεόδουλος υπογράφει επίσης και έγγραφα του 1015 ως «μοναχὸς ὁ τοῦ Δοχειαρίου» και του 1020 ως «μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τῆς Δάφνης».
Σύμφωνα με άλλη άποψη, ιδρυτής και πρώτος ηγούμενός της θεωρείται ο «Ιωάννης μοναχός ο δοχειάρης», που υπογράφει έγγραφο της Λαύρας των αρχών του 11ου αιώνα. Πάντως, εξαιτίας πειρατικών επιδρομών μεταξύ του 1037 και του 1083 οι μοναχοί εγκατέλειψαν τη Δάφνη και κατέφυγαν σε ψηλότερη τοποθεσία από του σημερινού μοναστηριού. Από τότε η μονή έφερε μόνο το όνομα «του Δοχειαρίου».
Οι πρώτοι μεγάλοι ευεργέτες της Δοχειαρίου ήταν οι αυτοκράτορες Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας, μαζί με τη μητέρα του Ευδοκία (1071–1078), και Νικηφόρος Βοτανειάτης (1078–1081). Ο Βοτανειάτης μάλιστα μνημονεύεται και ως κτίτοράς της. Επίσης, το 1089 ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός και η μητέρα του Άννα Δαλασσηνή προστατεύουν κτήσεις και προσόδους του μοναστηριού.
Πριν από το 1089, η Δοχειαρίου παρέμενε αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο. Το 1118 όμως ο ηγούμενος της μονής και Πρώτος Νεόφυτος αναφέρει γραπτώς ότι η μονή τιμάται στο όνομα του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ο Νεόφυτος, πρώην πατρίκιος και φίλος του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, κατάφερε να δώσει νέα λάμψη στο μοναστήρι, αφενός προσελκύοντας αρκετούς μοναχούς με τη σοφία και τον ενάρετο βίο του και αφετέρου διαθέτοντας αρκετά χρήματα που προέρχονταν από τον τότε αυτοκράτορα και μέρος της πατρικής και προσωπικής του περιουσίας για να ανακαινίσει και να επεκτείνει το κτιριακό συγκρότημα. Όπως αναφέρει στη διαθήκη του, «οἰκοδομάς παμπλείστους άνήγειρα καὶ ἀμπελῶνας ἐφύτευσα καὶ πλοῖα κατεσκεύασα ... καὶ τὸν ναὸν τοῦ Ἀρχιστρατήγου ... Μιχαήλ... ἀνήγειρα, ὃν ὡραιότητι πολλῇ κατηγλάισα...». Οι εργασίες ανοικοδόμησης πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 12ου αιώνα. Το πρώτο καθολικό ανήκε μάλλον στον αθωνικό ή αγιορείτικο τύπο —σύνθετος σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακιόνιος ναός με τρούλο και τρεις κόγχες (μια στο ιερό και δύο πλάγιες)—, λιτή και ίσως ενσωματωμένα παρεκκλήσια. Το καθολικό αυτό κατέρρευσε το 1554 και ανακαινίζεται και ιστορείται στα έτη 1562 και 1568. Πάντως από τη σειρά που κατέχει η μονή στα Τυπικά του Αγίου Όρους συμπεραίνεται η ακμή της κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της ζωής της.
Την περίοδο ακμής διαδέχτηκε περίοδος δυσχερειών και δεινών. Λόγω της παραλιακής της θέσης ήταν εκτεθειμένη στις πειρατικές επιδρομές, ιδιαίτερα από το τέλος του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα.
Κατά τον 14ο αιώνα γίνονται προσπάθειες για την ανόρθωσή της. Αρωγοί της αυτή την περίοδο είναι ο βασιλιάς της Σερβίας Στέφανος Δουσάν (1349) και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (1355). Την ίδια εποχή προσαρτήθηκε σ' αυτήν η μονή του Καλλιγράφου, μία από τις μη σωζόμενες σήμερα μονές του Αγίου Όρους.
Τα πλήγματα από τις πειρατικές επιδρομές συνεχίστηκαν και τους δύο επόμενους αιώνες (15ος–16ος αι.). Η τουρκική κατοχή επίσης επηρέαζε κατά καιρούς αρνητικά την ευημερία της μονής. Το 1567/1568, για παράδειγμα, εκδόθηκε φιρμάνι από τον σουλτάνο Σελίμ Β΄ τον Μέθυσο (1566–1574), με το οποίο δημεύθηκε η περιουσία της μονής.
Από τις αρχές του 16ου αιώνα αρχίζουν διάφορες μικρές επισκευές στα κτίρια, οι οποίες μετά τα μέσα του γίνονται πιο συστηματικές. Πρωτεργάτης θεωρείται ο Αδριανουπολίτης ιερέας Γεώργιος, που αφιερώθηκε στην υπηρεσία της μονής μετά τη θεραπεία του στο αγίασμα των Αρχαγγέλων. Ο Γεώργιος έπεισε το ηγεμόνα της Mολδαβίας Αλέξανδρο Β´ Λαπουσνεάνου (1568–1577) και τη σύζυγό του Ρωξάνδρα να συνδράμουν στο έργο της ανοικοδόμησης. Ο μητροπολίτης Μολδαβίας Θεοφάνης επιστάτησε στις εργασίες ανοικοδόμησης και αργότερα εγκαταβίωσε και πέθανε στη μονή. Σύμφωνα με σχετική επιγραφή, η αποπεράτωση του καθολικού, που έγινε το 1568, οφείλεται στον Λεπουσνεάνου. Οι τοιχογραφίες του, από τα καλύτερα δείγματα της Κρητικής Σχολής, συνιστούν την πληρέστερη εικονογραφική σύνθεση καθολικού στο Άγιον Όρος και αποδίδονται στον ζωγράφο Τζώρτζη ή Ζώρζη (1568), πιθανό συνεργάτη του Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά, ενώ σε επιγραφή του κυρίως ναού σημειώνεται ότι το 1855 ο ζωγράφος Γεννάδιος ο Καρεώτης επιζωγράφισε ορισμένες σκηνές. Η εφαπτόμενη στη δυτική πλευρά της μονής τράπεζά της κτίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Πρόχορο και τοιχογραφήθηκε τμηματικά τον 17ο και τον 18ο αιώνα.
Κατά τον 17ο αιώνα κτίστηκε η νότια πλευρά (1602), το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου (1614), οι 4 επάνω όροφοι του πύργου (1617), το παρεκκλήσι των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (1636) και έγινε η αγιογράφηση της τράπεζας (1676 και 1700).
Το 1660 η μονή ανακηρύχθηκε σταυροπηγιακή, με σιγίλιο του πατριάρχη Παρθενίου Δ΄.
Στον επόμενο αιώνα, οι κτιριακές εργασίες συνεχίζονται. Τότε κτίστηκε η βορειοδυτική πλευρά (1723), το κωδωνοστάσιο (1736), θεμελιώθηκε η φιάλη (1765), κατασκευάστηκε το τέμπλο (1783).
Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης η μονή Δοχειαρίου έχασε πολύ έμψυχο υλικό και όλα σχεδόν τα κειμήλιά της. Σώζεται μόνο το βρέβιον (κατάλογος των κινητών αποκτημάτων ή των ακινήτων της μονής). Τα έργα που πραγματοποιούνται αυτή την περίοδο είναι ελάχιστα.
Οι μοναχοί το 1808 ανέρχονταν σε 79, από τους οποίους οι 46 ζούσαν εντός των τειχών της μονής.
Η μονή Δοχειαρίου μετατράπηκε σε κοινόβιο το 1980 με σιγίλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Δημητρίου Α΄. Σήμερα ηγούμενός της είναι ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος.
Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου μεταφέρθηκε στον πύργο της το 1930. Περιλαμβάνει διάφορα πολύτιμα κειμήλια, όπως ένα τμήμα Tιμίου Ξύλου, λειψανοθήκες πολλών αγίων, ιερά σκεύη, άμφια και μήτρες, άλλα χρυσοκέντητα υφάσματα, σταυρούς ξύλινους και συρμάτινους, καθώς και άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, θυμιατά και κανδήλια.
Ανάμεσα στα κειμήλια του Σκευοφυλακίου υπάρχει και ένας δίσκος προσφορών διαμέτρου 38 εκ., κατασκευασμένος από αδιάγνωστο κράμα χαλκού, που φέρει ανάγλυφη παράσταση των πρωτοπλάστων εκατέρωθεν του δέντρου της ζωής. Ο τύπος της παράστασης διαφέρει αισθητά από τον καθιερωμένο τύπο που συναντούμε στην πλειονότητα των δίσκων προσφορών και είναι αρκετά σπάνιος. Προέρχεται πιθανώς από εργαστήριο μεταλλοτεχνίας της Γερμανίας των αρχών του 16ου αιώνα.
Εικονοφυλάκιο. Στo Εικονοφυλάκιο της μονής φυλάσσονται βυζαντινές, μεταβυζαντινές και νεότερες φορητές εικόνες, όσες δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν για λατρευτική χρήση στο καθολικό και στα παρεκκλήσια λόγω του πλήθους τους ή επειδή χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας.
Αξιοπρόσεκτο είναι και ένα μαρμάρινο θωράκιο από το τέμπλο του καθολικού του 11ου αιώνα, όπου παριστάνεται η μυθική ουρανοδρομία του Μεγάλου Αλεξάνδρου πάνω σε δίφρο που σύρεται από δύο γρύπες. Σήμερα το θωράκιο είναι εντοιχισμένο στην εξωτερική πλευρά του ναού.
Βιβλιοθήκη. Κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα η βιβλιοθήκη της μονής Δοχειαρίου στεγαζόταν σε μικρό χώρο πάνω από το νοσοκομείο. Μετά την πυρκαγιά του 1891 στη μονή Σίμωνος Πέτρας και την καταστροφή της εκεί βιβλιοθήκης, για λόγους πυρασφάλειας, η βιβλιοθήκη της Δοχειαρείου μεταφέρθηκε, όπως συνέβη και σε πολλές άλλες μονές, στον πύργο, κατασκευής των αρχών του 16ου αιώνα, που υψώνεται στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας, και καταλαμβάνει τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο όροφο, ενώ μέρος των εντύπων φυλάσσονται και σε χώρους της δυτικής πτέρυγας.
Από το Κέντρο Διαφύλαξης Αγιορειτικής Κληρονομιάς εκπονήθηκε το 2015 μελέτη χωροθέτησης νέου Σκευοφυλακίου και νέας Βιβλιοθήκης.
Αρχείο. Έγγραφο της μονής του έτους 1344 δίνει την πληροφορία ότι το μοναστήρι έχασε το αρχείο του, εξαιτίας «τῆς τῶν Λατίνων ἁλώσεως», ενώ μετά το 1420 μέρος του μεταφέρθηκε για ασφάλεια στη μονή Ξενοφώντος.
Τα παλαιά έγγραφα της μονής είχαν επανειλημμένα ταξινομηθεί κατά καιρούς και πολλά ξενόγλωσσα είχαν μεταφραστεί. Συστηματική όμως προσπάθεια έγινε γύρω στα 1920 με πρωτεργάτη τον Αρχιμανδρίτη Χριστόφορο Κτενά. Η μαρτυρία του για την κατάσταση του αρχείου είναι χαρακτηριστική: «Τὰ παλαιὰ ἔγγραφα τῆς μονῆς, ἅπερ κατὰ τὴν ἐρήμωσιν αὐτῆς εἶχον ἀπολεσθῆ, καὶ ἄγνωστόν ἐστιν ἡμῖν ποῦ καὶ πότε εὑρέθηκαν, καλῶς ποιήσαντες οἱ ἀρχαῖοι προϊστάμενοι αὐτῆς ἔθηκαν ἐντὸς σακκιδίων παννίνων, ἐν οἷς εἶναι ἀδύνατον ἵνα εἰσέλθωσιν οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν, ἥ τε κόνις καὶ ἡ σίλφη καὶ ὁ σής». Ο Χριστόφορος Κτενάς αρίθμησε και ταξιθέτησε τα επισημότερα έγγραφα του αρχείου, το υλικό του οποίου χρησιμοποίησε για τη συγγραφή σειράς μελετών για την ιστορία της μονής, ενώ πολλά από αυτά δημοσίευσε. Τα έγγραφα τα χώρισε σε τέσσερις κατηγορίες: α) κτιτορικά, β) αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, γ) κρίσεις και σχόλια των απογραφέων των διαφόρων θεμάτων του βυζαντινού κράτους, δ) πατριαρχικά σιγίλια και άλλα εκκλησιαστικά έγγραφα. Από τα νεότερα έγγραφα αρίθμησε όσα θεώρησε σημαντικά, ενώ τα υπόλοιπα τα τοποθέτησε σε δεσμίδες κατά χρονολογική σειρά και προέλευση. Δεν ταξινόμησε τα τουρκικά και τα ρουμανικά έγγραφα.
Η τελευταία συστηματική ταξινόμηση του υλικού της βυζαντινής και της πρώιμης μεταβυζαντινής περιόδου (1037–1695) πραγματοποιήθηκε από ομάδα που συνέστησε το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του ΕΙΕ (Βασιλικού τότε Ιδρύματος Ερευνών) μετά από επανειλημμένες επισκέψεις κατά τη δεκαετία του 1960. Η εργασία αυτή δημοσιεύτηκε το 1985 (βλ. Βιβλιογραφία).
Σήμερα, στο Αρχείο της μονής φυλάσσονται 60 βυζαντινά έγγραφα από τον 11ο μέχρι τον 15ο αιώνα, 100 περίπου έγγραφα του 16ου και 17ου αιώνα και ένας πολύ μεγάλος αριθμός αταξινόμητων εγγράφων του 18ου και 19ου αιώνα. Φυλάσσονται ακόμη 900 ρουμανικά και 1.200 τουρκικά έγγραφα.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Στα χρόνια του Ρόμπερτ Κέρζον (1837) η Βιβλιοθήκη της μονής Δοχειαρίου είχε 2.500 κώδικες, από τους οποίους οι 150 περγαμηνοί. Ο Κέρζον φεύγοντας από τη μονή πήρε μαζί του τρία λυτά περγαμηνά φύλλα από Ευαγγελιστάριο σε μεγαλογράμματη γραφή, που το ανάγει στον 9ο αιώνα.
Σήμερα, η Βιβλιοθήκη της μονής περιλαμβάνει 646 χειρόγραφα, από τα οποία 62 περγαμηνά. Αρκετές δεκάδες από τα χειρόγραφα είναι ακαταλογογράφητα, τα προερχόμενα από Κελλιά της μονής ή από παλιές συσταχώσεις, ανάμεσά τους και περγαμηνά σπαράγματα σε μεγαλογράμματη γραφή (8ος–9ος αι.). Μεταξύ των χειρογράφων συγκαταλέγονται και πάνω από είκοσι κώδικες που δημιουργήθηκαν από επώνυμους κωδικογράφους της μονής Δοχειαρίου. Ανάμεσα στα χειρόγραφα υπάρχουν και 9 σλαβικά. Τέλος, η Βιβλιοθήκη διαθέτει μεγάλο αριθμό μουσικών κωδίκων, που ανέρχονται στους 143.
Μεταξύ των χειρόγραφων κωδίκων ξεχωρίζει ένα εικονογραφημένο Μηνολόγιο του 12ου αιώνα (Κώδικας 5), με επιμελημένη γραφή και χρυσοκόκκινες κεφαλίδες. Κοσμείται με είκοσι παραστάσεις αγίων, από τις οποίες μία έχει αποκοπεί. Ξεχωρίζει ακόμη ένα περγαμηνό Ευαγγέλιο του 13ου αιώνα (Κώδικας 7) και το χαρτώο απόγραφό του του έτους 1361 (Κώδικας 76). Επίσης, στη Βιβλιοθήκη της μονής Δοχειαρίου βρίσκεται το αρχαιότερο από τα σωζόμενα αγιορειτικά χειρόγραφα που περιέχει έργα του Λουκιανού.
Από τους 395 κώδικες της μονής που καταλογογράφησε ο Σπυρίδων Λάμπρος μόνο σε οκτώ εντοπίζονται έργα της κλασικής και της ύστερης αρχαιότητας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι Μύθοι του Αισώπου, τα Χρυσά έπη του Πυθαγόρα, οι Επιστολές του Συνέσιου και του Φαλάριδος, κάποιοι λόγοι του Ισοκράτη κ.ά. Άξιος αναφοράς είναι ο Κώδικας 268 του 14ου αιώνα, στον οποίο έχουν συσταχωθεί εκλογές από έργα του Πλουτάρχου και του Λουκιανού με λόγους και επιστολές του Μεγάλου Βασιλείου.
Έντυπα Βιβλία. Ο Χριστόφορος Κτενάς, γύρω στα 1930, αριθμεί 1.273 τόμους εντύπων με ποικίλο περιεχόμενο. Από αυτά τα 48, που ανάγονται στην περίοδο 1499–1600, περιέχουν κλασικά και εκκλησιαστικά έργα.
Σήμερα η Βιβλιοθήκη περιέχει 5.000 περίπου έντυπα βιβλία, μεταξύ των οποίων αρκετά αρχέτυπα και παλαίτυπα. Ξεχωρίζει μια σειρά εκδόσεων κλασικών εκπροσώπων της θύραθεν γραμματείας που χρονολογούνται στον 15ο και τον 16ο αιώνα: Όμηρος, Πίνδαρος, Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Σοφοκλής, Ξενοφών, Λουκιανός, Δημοσθένης.
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους ( σ. 4) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη μονή Δοχειαρίου ανάγεται στο 1498. Πρόκειται για το Κωμῳδίαι ἐννέα του Αριστοφάνη, που τυπώθηκε στη Βενετία apud Aldum. Το αμέσως επόμενο χρονολογικά έντυπο της συλλογής είναι το Ἐτυμολογικὸν Μέγα κατὰ ἀλφάβητον, που τυπώθηκε το 1499 στη Βενετία σε επιμέλεια του Ζαχαρία Καλλιέργη.
Βιβλιογραφία
Αναστασίου, Ι., Το ταξίδι του Robert Curzon Jun στο Άγιον Όρος το 1837», Βυζαντινά 11 (1982), 344.
Androudis, P., À propos d’un plat à offrandes inédit au Monastère Athonite de Docheiariou, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 35 (2014), 403–412.
Gerov, G., A iconographical theme from Mount Athos and its spread in the bulgarian lands: the miracle of Archangels in Docheiariou, Cyrillomethodianum 11 (1987), 215–244.
Κτενάς, Χριστοφόρος αρχιμ., Η εν Αγίω Όρει ιερά, βασιλική, πατριαρχική και σταυροπηγιακή μονή του Δοχειαρίου και αι προς το δούλον Έθνος υπηρεσίαι αυτής (963–1921), Αθήνα 1926.
–––––, Χρυσόβουλλοι λόγοι της εν Άθω ιεράς βασιλικής πατριαρχικής και σταυροπηγιακής μονής του Δοχειαρίου, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 4 (1927), 285–311.
–––––, Σιγιλλιώδη και άλλα πατριαρχικά έγγραφα της εν Άθω ιεράς, βασιλικής, πατριαρχικής και σταυροπηγιακής μονής του Δοχειαρίου, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 5 (1928), 100–130.
Κύριλλος εκ Σμύρνης, Προσκυνητάριον του βασιλικού, πατριαρχικού, σταυροπηγιακού τε και σεβασμίου ιερού μοναστηρίου του Δοχειαρείου, του εν τω Αγιωνύμω Όρει του Άθωνος, Βουκουρέστι 1843.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 233–269.
Οικονομίδης, Ν., Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Κατάλογος του Αρχείου, Βυζαντινά Σύμμεικτα 3 (1979), 197–263.
Oikonomidès, N., Actes de Docheiariou, Archives de l’Athos XIII, Paris 1984.
Πάντος, Δ., Ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Πρόχορος (;–1550) και οι σχέσεις του με τη μονή Δοχειαρίου (πρώτο μισό του 16ου αιώνα), Αθήνα 2009.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα. Αθήνα 2000.
Pavlikianov, C., A Short Catalogue of the Slavic Manuscripts in the Docheiariou Monastery, Βυζαντινά Σύμμεικτα 14 (2001), 301–320.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988).
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.
Zahariuc, P. / Marinescu, F., Documente din arhiva mănăstirii Dohiariu de la Muntele Athos (1655–1678) [Documents from the archive of the Docheiariou monastery from Mount Athos (1655–1678)], Retrospecții medievale. In honorem Professoris emeriti Ioan Caproșu, Iași 2014, 607–653.