Θέση. Η Ιερά Μονή Εσφιγμένου βρίσκεται στη μέση ενός μικρού και κλειστού ορμίσκου της βορειοανατολικής πλευράς της Αθωνικής χερσονήσου, μετά το νεώριο της μονής Χιλανδαρίου. Αποπλέοντας από το λιμάνι της Ιερισσού, είναι το πρώτο παραθαλάσσιο, κατά κυριολεξία, μοναστήρι που συναντάμε, αφού βρέχονται από το κύμα ακόμη και τα θεμέλιά του. Στην περιοχή του πρέπει να βρισκόταν το αρχαίο πόλισμα Δίον.
Η μονή Εσφιγμένου κατέχει τη δέκατη όγδοη θέση στην ιεραρχία των είκοσι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Σύμφωνα με την παράδοση, κτίτορες της μονής θεωρούνται η αυτοκράτειρα Πουλχερία και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ (ο μικρός) (5ος αι.), ενώ άλλη παράδοση προσθέτει και την Ευδοκία, σύζυγο του Θεοδοσίου. Το πρώτο ιστορικό τεκμήριο για την ύπαρξή της ανάγεται στο 998, όπου, σε πράξη της μονής Βατοπαιδίου, καταγράφεται ως μονή «Εσφαγμένου», με πιθανότερη την εκδοχή ότι οφείλει το όνομά της σε κάποια αποτρόπαιη σφαγή μοναχού από πειρατές. Μια άλλη όχι αβάσιμη ίσως εκδοχή είναι πως η έκφραση είναι συνώνυμη της έκφρασης «Εσταυρωμένου», λόγω της αφιέρωσης του ναού της στον Σωτήρα, ο οποίος ως εσταυρωμένος ονομαζόταν και εσφαγμένος.
Για πρώτη φορά η μονή αναφέρεται με το σημερινό όνομα στο εγκλητικό λεγόμενο γράμμα του Παύλου Ξηροποταμηνού (1016), όπου ο Θεόκτιστος υπογράφει ως ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου. Στη συνέχεια η ονομασία αυτή εμφανίζεται στη διαθήκη του μοναχού Δημητρίου του Χαλκέως (1030), όπου ως εκτελεστής της υπογράφει ο «Θεόκτιστος μοναχός καί καθηγούμενος της μονής Εσφιγμένου». Επίσης, το 1035 καταχωρίζεται σε έγγραφο η πώληση προς τον ηγούμενό της Θεόκτιστο αγροτεμαχίου από το κοντινό μοναστήρι των Πλακίων.
Για τη ονομασία Εσφιγμένου υπάρχουν επίσης διάφορες υποθέσεις. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οφείλεται στη θέση της, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στους τρεις λόφους, της Ζωοδόχου Πηγής, της Σαμάρειας και της Γριμποβίτσας, από τους οποίους κατά κάποιο τρόπο μοιάζει να περισφίγγεται. Σχετικά με αυτό ο Ιωάννης Κομνηνός στο Προσκυνητάριον γράφει: «’Ονομάζεται τοῦ Ἐσφιγμένου, διότι εἶναι ἀνάμεσα σὲ τρία βουνάκια περιωρισμένο σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν». Άλλοι υποστηρίζουν ότι το όνομα σχετίζεται με τον ιδρυτή ή ανακαινιστή της, που ήταν κάποιος μοναχός «μονοχίτων σχοινίῳ σφιγκτῷ ἐζωσμένος». Τις δύο αυτές ερμηνείες τις είχε προβάλει ο πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (14ος αι.) στο Εγκώμιό του για τον Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά ο ίδιος αμφιβάλλει και για τις δύο.
Το 1015 η μονή κατέχει την έκτη θέση, την πέμπτη θέση κατέχει στο Β΄ Τυπικό του Μονομάχου (1045) και την ένατη στο Γ΄ Τυπικό (1394), στο οποίο υπέγραφε ο ηγούμενος Εσφιγμένου Κύριλλος. Την ίδια χρονιά υπέστη μεγάλες ζημιές από καταβύθιση, γεγονός που προκάλεσε την καταστροφή οικοδομών της. Συνήλθε γρήγορα, αφού απέκτησε μερικά αξιόλογα κτήματα. Παρά ταύτα από τα τέλη του 11ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 13ου περνά σχεδόν στην αφάνεια και στο αρχείο της περιλαμβάνεται μόνο ένα αντίγραφο μιας πράξης από αυτήν την περίοδο.
Στους επόμενους δύο αιώνες και μέχρι την οθωμανική κατάκτηση διέρχεται περίοδο ακμής, στην οποία συντέλεσαν αυτοκράτορες του Βυζαντίου και ηγεμόνες άλλων ορθόδοξων χωρών, όπως ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγος, ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν, ο δεσπότης Γεώργιος Βράγκοβιτς.
Την περίοδο αυτή ανάμεσα στους μοναχούς της συγκαταλέγονται και κάποιες προσωπικότητες, όπως ο μοναχός Ακάκιος, μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος (1289–1293, 1303–1311), και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που διετέλεσε για λίγο ηγούμενός της (1333–1334), σε εποχή που είχε 200 μοναχούς. Στον άγιο Γρηγόριο είναι αφιερωμένο παρεκκλήσιο στην ανατολική πλευρά της μονής, όπου υπάρχει και αγίασμα του αγίου.
Η παραθαλάσσια θέση της μονής και ο προστατευόμενος από τον καιρό όρμος της την καθιστούσαν εύκολο στόχο πειρατικών επιδρομών, λεηλασιών και πυρπολήσεων. Οι περιπέτειες αυτές αποτυπώνονται σε ενθυμήσεις σε τρία χειρόγραφα της μονής (αρ. 4, 14 και 296). Στο ένα αναφέρεται ότι τρεις φορές «ἐκουρσεύθη ἡ βασιλικὴ μονὴ τοῦ Ἐσφιγμένου· ἡ πρώτη εἰς τοὺς ˏςτπα΄(=873) χρόνους, ἡ δευτέρα εἰς τοὺς ˏςφνε΄ (=1047) καὶ ἡ τρίτη, ἡ τελεία ἐρήμωσις, ἔγινεν εἰς τοὺς ˏζμβ΄ (=1533) ὑπὸ τῶν ἀθέων Ἀγαρηνῶν». Στις 26 Ιουνίου του 1533 έγινε, όπως σημειώνεται σε περγαμηνό κώδικα του 11ου αιώνα (αρ. 14), «ἡ ἅλωσις τοῦ Ἐσφιγμένου». Μετά δέκα ημέρες για δεύτερη φορά άλλοι Αγαρηνοί πήραν τα πάντα, έκαψαν τη μονή και αιχμαλώτισαν εννέα μοναχούς μαζί με τα πλοία τους. Οι δηώσεις βέβαια της μονής δεν περιορίζονται σε τρεις. Το 1469, π.χ., προκειμένου να βγει από τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ύστερα από πειρατική επιδρομή, πούλησε το κτήμα της στον Πρόβλακα στη χήρα του σουλτάνου Μουράτ Β΄, ενώ το 1491 πυρκαγιά προκάλεσε νέες καταστροφές. Την ίδια τύχη είχε και το έτος 1634, ενώ σοβαρό πλήγμα υπέστη και με τη δεύτερη δήμευση των κτημάτων της από τον Σελίμ.
Εντούτοις η μονή κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί, καθώς φαίνεται από έγγραφο του έτους 1569, στο οποίο αναφέρεται ότι 51 μοναχοί εργάζονταν δραστήρια για την ανασυγκρότησή της.
Το 1610 χρειάστηκε να καταβάλει το ποσό των 4.000 άσπρων προς τον Πακή Τζελεπή για την εξαγορά κτήματος στην Πορταριά, που είχε αρπαγεί. Οι έρανοι στις ελληνικές και τις παραδουνάβιες χώρες, αλλά και στη Ρωσία, με άδεια του τσάρου Αλεξίου Μιχαήλοβιτς το 1655, βοήθησαν στην ανασυγκρότησή της. Όμως τη δεκαετία του 1660 λόγω χρεών έκλεισε για ένα διάστημα και οι μόλις 6 με 7 μοναχοί της αναγκάστηκαν να κρύψουν τα κειμήλιά της στο βουνό της Σαμάρειας για να τα διασώσουν.
Κατά την ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας τέσσερις τουλάχιστον μητροπολίτες εγκαταβίωσαν στη μονή και την ευεργέτησαν με αξιόλογες δωρεές. Έτσι η Εσφιγμένου περνά σε μια νέα φάση ζωής και ακμής. Από τους μητροπολίτες αυτούς, ο Μελενίκου Γρηγόριος, παραιτούμενος από τον θρόνο του, πρωτοστάτησε ως μοναχός Γεράσιμος τον 18ο αιώνα στην υλική αποκατάστασή της. Ενδιαφέρθηκε για τη συντήρηση και την ανασυγκρότησή της, ενώ παράλληλα πρόσφερε από το προσωπικό του ταμείο 5.000 γρόσια στον εβραίο τοκογλύφο Ισαάκ, στον οποίο η μονή χρωστούσε 100.000 άσπρα. Επίσης, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δανιήλ συντέλεσε στην πνευματική αναμόρφωσή της, κυρίως με τη μετατροπή της μονής σε κοινοβιακή το 1797, με σιγίλιο του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, που αντικαταστάθηκε από άλλο του Καλλινίκου Ε΄ το 1801. Κατά τη μετατροπή της σε κοινόβιο την ηγουμενία ανέλαβε κάποιος Ακάκιος. Εξαιτίας της ολιγόμηνης διάρκειας της ηγουμενίας του, ως πρώτος ηγούμενος θεωρείται ο Ευθύμιος και δεύτερος, από το 1804, ο περίφημος λόγιος Θεοδώρητος.
Τη μονή τίμησαν και ευεργέτησαν επίσης οι πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄ (1746–1821) και Άνθιμος ΣΤ΄ ο Κουταλιανός (1782–1877), ο οποίος κατατάσσεται μεταξύ των μοναχών της. Το 1802 ο Γρηγόριος Ε΄ ανακαίνισε μεγάλο τμήμα της νότιας πλευράς που είχε καταρρεύσει. Στις αρχές επίσης του αιώνα, με τη στιβαρή διοίκηση των ηγουμένων Ευθυμίου Μοσχονησιώτη (ο οποίος είναι μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία) και Θεοδωρήτου Ιωαννίτη, απέκτησε μεγάλη ευρωστία. Με τη φροντίδα του Ανθίμου ΣΤ΄ απέκτησε ως δωρεά τη μονή Φλωρέστι (Ρουμανίας) στις ηγεμονίες. Οι μοναχοί της το 1808 ήταν 42, από τους οποίους 36 ζούσαν εντός των τειχών.
Τον Φεβρουάριο του 1821 έφτασε στη μονή ο Εμμανουήλ Παπάς με εντολή να οργανώσει την επανάσταση στη Μακεδονία με γρήγορους ρυθμούς. Κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη μονή, ο Εμμανουήλ Παπάς, συνοδευόμενος από τον ηγούμενό της Ευθύμιο, απέπλευσε για την Ύδρα, ώστε να εξασφαλιστεί βοήθεια από τον νότο. Η αποστολή τους είχε άδοξο τέλος.
Κατά τα έτη 1854–1858 η μονή ανακαινίστηκε. Νέες οικοδομές ανεγέρθηκαν κατά τα έτη 1854, 1857 και 1858 και έτσι η επιφάνειά της διπλασιάστηκε. Επί ηγουμένου Αγαθαγγέλου Καλλιπολίτη (1833–1871) έγινε συνολική ανακαίνιση και περαιτέρω επέκταση της μονής με δωρεές από τη Ρωσία.
Την ίδια περίπου εποχή λειτούργησε κατά διαστήματα (1871–1872, 1885–1889, 1891–1899) στη μονή σχολή αγιογραφίας υπό τον ηγούμενο Λουκά Β΄, διάδοχο του Αγαθαγγέλου.
Από τη δεκαετία του 1960, η μονή Εσφιγμένου δεν αναγνωρίζει την πνευματική πατρότητα του πατριαρχείου, λόγω των κινήσεων του πατριάρχη Αθηναγόρα προς τα άλλα δόγματα. Τον Ιούνιο του 1972 η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους αποφάσισε την αποπομπή του αντιπροσώπου της μονής, η οποία είχε ήδη διακόψει με διαδοχικές ενέργειες την επικοινωνία με τις λοιπές αγιορείτικες μονές και τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, έχοντας αυτοανακηρυχθεί ζηλωτική και αποδεχθεί ως εκκλησιαστική κεφαλή τον τότε αρχιεπίσκοπο μερίδας των λεγόμενων «Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» (παλαιοημερολογητών) Αυξέντιο. Σήμερα τα κεντρικά κτίριά της θεωρείται πως κατέχονται παράνομα από αυτούς τους μοναχούς.
Το 2002 σχηματίσθηκε νέα αδελφότητα, που διαμένει όμως στις Καρυές. Απαρτίζεται από 23 μοναχούς, με ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίο.
Το νέο καθολικό της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της αυλής, είναι αφιερωμένο στην Ανάληψη του Κυρίου. Θεμελιώθηκε από τον ηγούμενο Θεοδώρητο το 1808 και εγκαινιάστηκε από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ το 1811. Έγινε με σχέδια του Τήνιου αρχιτέκτονα Παύλου και χρηματοδότηση του μητροπολίτη Κασσανδρείας Ιγνατίου. Αντικατέστησε το παλιό καθολικό που είχε δύο νάρθηκες και εξωνάρθηκα με περιστύλιο. Τα μαρμάρινα στοιχεία του μεταφέρθηκαν από την Τήνο. Ο ναός ιστορήθηκε τμηματικά: ο κυρίως ναός το 1811, το Ιερό Βήμα το 1818 από τους Γαλατσιάνους αγιογράφους Βενιαμίν, Ζαχαρία και Μακάριο, και η λιτή το 1841 από τους αδελφούς της μονής Ιωάσαφ, Νικηφόρο, Γεράσιμο και Άνθιμο. Το ξυλόγλυπτο κοιλόκυρτο τέμπλο είναι χαρακτηριστικής τέχνης και ομορφιάς. Κατασκευάστηκε το 1813 και αργότερα επιχρυσώθηκε. Φέρει πλούσια φυτική διακόσμηση και σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.
Λόγιοι της μονής. Ο Θεοδώρητος Ιωαννίτης μόνασε αρχικά στη Σκήτη της Αγία Άννης για πολλά χρόνια και στη συνέχεια στη Μεγίστη Λαύρα. Το 1802 ορίστηκε ηγούμενος της μονής Εσφιγμένου, για την ανασυγκρότηση της οποίας εργάστηκε με ζήλο και αποτελεσματικότητα. Αργότερα αποσύρθηκε σε Κελλί της Λαύρας, όπου ασχολήθηκε με μελέτες και συγγραφές. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η τυπική μόρφωσή του, εκτός του ότι υπήρξε μαθητής του Κυρίλλου Αγραφιώτη στην Αθωνιάδα. Διακρινόταν πάντως για την ευρυμάθεια και τη φιλοπονία του. Το 1800 είχε μεταβεί στη Λιψία για την έκδοση του έργου του Ἑρμηνεία εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν, που θεωρήθηκε τολμηρό ως προς τις αλληγορίες του και απαγορεύτηκε, πράγμα που μάλλον είχε προβλέψει, γι’ αυτό και δημοσιεύτηκε ανώνυμα. Αργότερα έστειλε στο πατριαρχικό τυπογραφείο το χειρόγραφο της Ἑρμηνείας εἰς τὸν Δανιήλ. Η δημοσίευση αυτή τη φορά δεν πραγματοποιήθηκε. Το έργο απορρίφθηκε «διὰ τὸ ἀξιόμεμπτον τῆς ἀλληγορικῆς ἐξηγήσεως», όπως τον πληροφορεί ο πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ΄ με γράμμα. Βάση της ερμηνείας του Θεοδωρήτου ήταν η συμβολική σύνδεση των σκηνών των δύο αποκαλυπτικών αυτών κειμένων με την προσδοκία για την ανάσταση του Γένους.
Ο Θεοδώρητος, μολονότι σφοδρός αντίπαλος των Κολλυβάδων, είχε αγαθές σχέσεις με έναν εκ των επικεφαλής του παραδοσιοκρατικού και αντιευρωπαϊκού αυτού κινήματος, τον Νικόδημο τον Αγιορείτη. Όταν μάλιστα βρισκόταν στη Λιψία δέχτηκε την παράκληση εκ μέρους του Νικόδημου να επιστατήσει στην έκδοση του Πηδαλίου. Εκτός όμως από την επιστασία της έκδοσης, ο Θεοδώρητος προσπάθησε να διασαφήσει το περιεχόμενο και παρενέβη με δικά του σχόλια, αντίθετα προς εκείνα του Νικοδήμου. Το γεγονός προκάλεσε τη διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών.
Το κυριότερο έργο του Θεοδώρητου δεν σώζεται. Ήταν η ιστορία του Αγίου Όρους, την οποία συνέταξε μετά από πολύχρονη έρευνα στις βιβλιοθήκες και τα αρχεία των μονών. Σύμφωνα με την παράδοση μπήκαν στο Κελλί του ληστές, δεν βρήκαν χρήματα, και εξοργισμένοι κατέστρεψαν μεταξύ άλλων και τα χειρόγραφά του. Από την απελπισία του ο Θεοδώρητος πέταξε στη φωτιά ό,τι είχε απομείνει. Εύλογο είναι να υποθέσει κανείς πως το Κελλί του λεηλατήθηκε το 1822, κατά την εισβολή του τουρκικού στρατού στον Άγιον Όρος, και ότι αυτός διέφυγε χωρίς να πάρει μαζί του τα χειρόγραφα. Τελικά κατέφυγε πρόσφυγας στην Προύσα της Μικράς Ασίας, όπου πέθανε το 1823.
Φαίνεται ότι ένα μέρος της συλλογής του Θεοδώρητου το παρέλαβε ο ανιψιός του Ιάκωβος Νεοσκητιώτης, ακαταπόνητος κωδικογράφος, και το χρησιμοποίησε στην Αθωνιάδα του, ενώ άλλο τμήμα του, ίσως μεγαλύτερο, το ιδιοποιήθηκε ο Πορφύριος Ουσπένσκι.
Ο Παχώμιος Εσφιγμενίτης έγραψε τα έργα Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου (σε 3 τόμους) και Ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821, αδημοσίευτα και τα δυο, που σώζονται σε χειρόγραφα της μονής.
Ο Γερμανός Εσφιγμενίτης εξέδωσε στο Ναύπλιο το περιοδικό Εὐαγγελικὴ Σάλπιγξ (1834–1838) και συνέγραψε τον βίο του οσιομάρτυρα Αγαθάγγελου Εσφιγμενίτη (1819). Πέθανε στα Τρίκαλα Κορινθίας ως δάσκαλος.
Στην Εσφιγμένου εγκαταβίωσε και ο μητροπολίτης Γρεβενών Κλήμης, ο οποίος είχε σπουδάσει με έξοδα της μονής. Απεβίωσε το 1898.
Ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης ήταν ο εκδότης της εφημερίδας Προμηθεὺς και πολλών εκκλησιαστικών και θεολογικών έργων. Πέθανε στον Βόλο το 1902.
Εικονοφυλάκιο. Το Εικονοφυλάκιο στεγάζεται προσωρινά στην αίθουσα του συνοδικού, στο παλαιό ηγουμενείο. Εδώ φυλάσσονται φορητές εικόνες διαφόρων εποχών, όπως του Χριστού και της Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Ξεχωρίζει τρίπτυχο με κεντρικό θέμα τον άγιο Νικόλαο. Το βασικό όμως σύνολο των εικόνων της μονής είναι τοποθετημένες για λατρευτική χρήση στο καθολικό.
Στο Εικονοφυλάκιο φυλάσσεται και μια αρχαιότατη εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα με μικροσκοπικές ψηφίδες. Παριστάνει τον Χριστό ολόσωμο να ευλογεί με το δεξιό χέρι και να κρατάει ευαγγέλιο στο αριστερό. Τοποθετείται στον 14ο αιώνα, αλλά ίσως είναι παλαιότερη. Περιβάλλεται από ασημένιο πλαίσιο (του 1792) στο οποίο εικονίζονται οι απόστολοι, ενώ στο κάτω μέρος του είναι τοποθετημένα μικρά τεμάχια από λείψανα αγίων.
Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής Εσφιγμένου στεγάζεται προσωρινά μαζί με τη Βιβλιοθήκη πάνω από τον νάρθηκα του καθολικού. Εδώ φυλάσσονται χρυσοκέντητα άμφια διαφόρων εποχών, σταυροί, ευαγγέλια, λειτουργικά σκεύη (αρτοφόρια, δισκοπότηρα) και άλλα αντικείμενα. Πολλά σκεύη είχαν κατασκευαστεί στη Βλαχία και στη Βιέννη, με τη φροντίδα του Νείλου, μετέπειτα μητροπολίτη Πενταπόλεως, που έγινε μοναχός στη μονή Εσφιγμένου το 1868.
Στον χώρο είναι αναρτημένο και τεμάχιο κεντητού υφάσματος από τη σκηνή στην οποία διέμενε ο Μέγας Ναπολέων κατά την εκστρατεία του στην Αίγυπτο. Είναι δώρο του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στη μονή και χρησιμοποιείται μια φορά τον χρόνο την ημέρα της Αναλήψεως που εορτάζει η μονή ως πέτασμα στη βασίλειο πύλη του καθολικού. Στο Σκευοφυλάκιο φυλάσσεται επίσης ένα ιστορικό λάβαρο από την περίοδο της εθνεγερσίας. Ακόμη, εκτίθενται δύο επιτραχήλια, ένα του Πέτρου Ράρες, βοεβόδα Μολδαβίας, του 1537, και ένα άλλο που είχε κατασκευαστεί λίγο πριν από την Άλωση.
Αρχείο. Το Αρχείο της μονής Εσφιγμένου στεγάζεται σε ιδιαίτερο χώρο, ένα μέρος του όμως φυλάσσεται στην παλαιά Βιβλιοθήκη, στον χώρο πάνω από το καθολικό.
Ο πρώτος από τους επισκέπτες του Αρχείου που μας παραδίδει ακριβείς πληροφορίες είναι ο Ρώσος Βασίλι Μπάρσκι το 1744. Αναφέρεται σε δέκα χρυσόβουλα που είδε, τα πέντε βυζαντινά (τρία από αυτά δεν υπάρχουν σήμερα). Ο λόγιος Εσφιγμενίτης ηγούμενος Θεοδώρητος αντέγραψε στις αρχές του 19ου αιώνα σημαντικό τμήμα του αρχείου. Στα διασωθέντα αντίγραφά του προβάλλει ζωντανό το περιεχόμενο των εγγράφων. Το 1846 επισκέφτηκε τη μονή ο Πορφύριος Ουσπένσκι. Στον κατάλογο των εγγράφων του Αγίου Όρους που δημοσίευσε το 1847 αναφέρονται και 20 έγγραφα της Εσφιγμένου. Επίσης, πιθανότατα το 1859, ο Πέτρος Σεβαστιάνοφ φωτογράφισε τουλάχιστον 17 βυζαντινά έγγραφα του Αρχείου, που χρησιμοποιήθηκαν στην έκδοση του 1906 από τους L. Petit και W. Regel.
Ο Εσφιγμενίτης Γεράσιμος Σμυρνάκης μελέτησε το 1903 το αρχείο και άντλησε πολλές πληροφορίες που τις χρησιμοποίησε στην ιστορία της μονής.
Πρώτος ο Μανουήλ Γεδεών δημοσίευσε το 1888 έντεκα έγγραφα από το Αρχείο της μονής Εσφιγμένου. Οι εκδότες του ελληνικού αρχείου της το 1906, ο L. Petit και ο W. Regel, στην έκδοση των βυζαντινών εγγράφων συμπεριέλαβαν και 21 μεταβυζαντινά, που χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα έως και το 1848 —ανάμεσά τους σλαβικά έγγραφα, μεταφράσεις τουρκικών και ρουμανικών εγγράφων, καθώς και αντίγραφα από έγγραφα άλλων αρχειακών συλλογών. Η έκδοση του 1973 (βλ. Βιβλιογραφία) εστιάστηκε κυρίως στα βυζαντινά έγγραφα. Το 2008, στη σειρά «Αθωνικά Σύμμεικτα», εκδόθηκε η έρευνα του Ζήση Μελισσάκη για τα ελληνικά μεταβυζαντινά έγγραφα. Η έκδοση περιλαμβάνει τις επιτομές 105 εγγράφων, που χρονολογούνται από το 1527 έως το 1801.
Στο Αρχείο σώζεται χειρόγραφος κατάλογος, που συντάχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, πολλά όμως έγγραφα απουσιάζουν από αυτόν. Έχει τον τίτλο: Κατάλογος τῶν ἐγγράφων τῆς ἱερᾶς καὶ σεβασμίας βασιλικῆς καὶ πατριαρχικῆς μονῆς τοῦ Ἐσφιγμένου ἐν Ἄθῳ.
Από τα χρυσόβουλα ας αναφερθούν εκείνα του Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου (1357), του Στεφάνου Δουσάν Δ΄ Ούρος (1347), του Γεωργίου Βράγκοβιτς (1429) και του τσάρου Αλεξίου Μιχαήλοβιτς (1655). Άξιο αναφοράς είναι και το χρυσόβουλο της Μάρως, του 1428, που απεικονίζει τη σερβική οικογένεια του ηγεμόνα Βράγκοβιτς.
Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη βρίσκεται επίσης πάνω από το νάρθηκα του καθολικού. Διαθέτει 400 περίπου χειρόγραφα, από τα οποία τα 75 περγαμηνά, καθώς και μερικά ειλητάρια. Στον ίδιο χώρο βρίσκονται επίσης και 2.000 έντυπα βιβλία, ενώ πάνω από 7.000 έντυπα βιβλία φυλάσσονται σε άλλο σημείο, στον δεύτερο όροφο της βορεινής πλευράς της μονής.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία, η μονή Εσφιγμένου είχε πλούσια και μακρά πνευματική ζωή και ως εκ τούτου πλούσια συλλογή χειρογράφων.
Το 1533, όταν λεηλατήθηκε, οι Αγαρηνοί πειρατές πήραν πολλά κειμήλια, αιχμαλώτισαν εννέα μοναχούς, έβαλαν φωτιά και έφυγαν παίρνοντας μαζί τους αρκετά βιβλία και έγγραφα. Σημείωμα σε περγαμηνό κώδικα του 11ου αιώνα (αρ. 14) μας παραδίδει τα εξής: «Ἔτυχε τότε ὁ κὺρ Ἀκάκιος ὁ ἐκ τῆς Μονῆς Κοχλιαρᾶ καὶ ἐψώνησε βιβλία τοῦ μοναστηρίου ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, μικρὰ καὶ μεγάλα, καὶ μερικὰ χρυσόβουλλα». Στη συνέχεια απαριθμούνται τα βιβλία, που ήταν κυρίως λειτουργικά και θεολογικά, και επισημαίνεται: «ταῦτα τὰ βιβλία ἐψωνήσατο ὁ προῤῥηθείς κὺρ Ἀκάκιος καὶ δέδωκεν αὐτὰ εἰς τοῦ Σφιγμένου τὸ μοναστήριον».
Στον Κώδικα 23 της μονής, που είναι επίσης περγαμηνός του 11ου αιώνα, υπάρχει σημείωμα με χρονολογία 1570: «ἐτοῦτο τὸ εὐαγγέλιο τὸ ἀγόρασε ὁ Παπὰ Ἀργυρὸς ἀπὸ τοὺς Προσάνικους, τοῦ παπᾶ Κύρκου υἱός, ἐπάρτην ἡ ἀρμάδα τῶν Τούρκων εὶς τὸν Ἔπακτον καὶ ἔδωκεν ἄσπρα ἑκατόν».
Ο περιηγητής Ρόμπερτ Κέρζον επισκέφτηκε τη μονή το 1837. Ο χώρος της Βιβλιοθήκης βρισκόταν και τότε πάνω από το καθολικό. Υπολογίζει τα βιβλία της σε 1.500, με τα μισά να είναι χειρόγραφα, γραμμένα κυρίως σε χαρτί, και όλα με θεολογικό περιεχόμενο. Μεταξύ των χειρογράφων επισημαίνει τέσσερα Ευαγγέλια και δύο Πραξαποστόλους, ενώ τα υπόλοιπα ήταν τα συνηθισμένα χειρόγραφα με εκκλησιαστικές ακολουθίες και έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Εντυπωσιάστηκε με ένα εικονογραφημένο Τετραευάγγελο, ρωσικό ή βουλγαρικό, με παραστάσεις στην αρχή κάθε ευαγγελίου και γραμμένο σε κεφαλαιογράμματη γραφή. Νιώθει απογοητευμένος από το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης, γιατί περίμενε πως ένα τόσο αρχαίο μοναστήρι θα έχει και αρκετά αρχαία χειρόγραφα. Αποδίδει την απουσία τους στις ποικίλες ληστρικές επιθέσεις που δέχτηκε.
Ο Γεράσιμος Σμυρνάκης, μη λαμβάνοντας υπόψη του τη διάκριση μεταξύ χειρογράφων και εντύπων του Κέρζον, εσφαλμένα σημειώνει πως το 1837 στη Βιβλιοθήκη της μονής υπήρχαν περίπου 1.500 χειρόγραφοι κώδικες, οι μισοί χαρτώοι, θεολογικού κατά βάση περιεχομένου. Σύμφωνα πάντα με τον Σμυρνάκη, το 1880 οι κώδικες μειώνονται στους 320, με 71 από αυτούς σε περγαμηνή. Το 1882 αποσπάστηκαν από κάποιον ιεροδιάκονο Ησύχιο δύο περγαμηνοί κώδικες, ο Κώδικας 3 του 12ου αιώνα, που περιείχε το Ἐγχειρίδιον του Επικτήτου και κείμενα του Νείλου, και ο Κώδικας 30, ένα Τετραευάγγελο του 14ου αιώνα. Το 1896–1898 από τον βιβλιοφύλακα Γρηγόριο ανακαλύφθηκε και η αφαίρεση δύο ακόμη περγαμηνών κωδίκων: ο Κώδικας 65, Πραξαπόστολος του 14ου αιώνα, και ο Κώδικας 71, Ωρολόγιο του 13ου αιώνα. Σε περαιτέρω έρευνα ανακαλύφθηκε η αφαίρεση και άλλων δώδεκα κωδίκων. Πάντως ο Σπυρίδων Λάμπρος την ίδια περίοδο βρήκε και κατέγραψε 320 κώδικες.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Οι χειρόγραφοι κώδικες που φιλοξενεί η Βιβλιοθήκη ανέρχονται στους 400.
16 από τους 320 ελληνικούς κώδικες της μονής που κατέγραψε ο Σπυρίδων Λάμπρος περιέχουν κείμενα της κλασικής γραμματείας. Καλύπτουν μάλιστα μια αρκετά μεγάλη ποικιλία έργων, τα οποία είναι μοναδικά σε κάθε κώδικα, εκτός από τους Διαλόγους του Λουκιανού. Μεταξύ αυτών απαντούν τα Χρυσᾶ ἔπη του Πυθαγόρα, τη Βατραχομυομαχία του Ομήρου, την Κύρου παιδεία του Ξενοφώντος, τη Ῥητορικὴ τέχνη του Ερμογένη, το έργο Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας Ἱστορίαι του Ηρωδιανού, τα Στοιχεῖα του Ευκλείδη, τα Προγυμνάσματα του Αφθονίου. Στη συλλογή της μονής ξεχωρίζει και ο περγαμηνός Κώδικας 3, του 12ου αιώνα, ο οποίος είναι ο αρχαιότερος από τους 65 ανά τον κόσμο που διασώζουν το Ἐγχειρίδιον του Επικτήτου.
Αξιοσημείωτο εικονογραφημένο χειρόγραφο είναι το Μηνολόγιο (αρ. 14), που ανάγεται στον 11ο αιώνα. Περιέχει 78 μικρογραφίες, μερικές σύνθετες, οι οποίες διαχωρίζονται οριζόντια σε επάλληλες διπλές ή τριπλές παραστάσεις, και 8 μεγάλες παραστάσεις από τη Γέννηση του Χριστού. Κάποιες από τις μικρογραφίες του έχουν αποκοπεί. Τις συνηθισμένες αγιολογικές παραστάσεις συνοδεύουν ειδυλλιακές και βουκολικές σκηνές. Ο κώδικας περιέχει επίσης άφθονα επίτιτλα και πρωτογράμματα με ανθρωπόμορφες παραστάσεις και φυτική διακόσμηση.
Ενδιαφέροντα είναι ακόμη ένα Ευαγγελιστάριο, επίσης του 11ου αιώνα, με εικόνες των τεσσάρων Ευαγγελιστών, ο Κώδικας 13, γραμμένος το 937 «διὰ χειρὸς Ἰωάννου μοναχοῦ καὶ ἁμαρτωλοῦ» (πρόκειται για τον καλλιγράφο Ιωάννη της Λαύρας, που ήταν σύγχρονος του Αθανάσιου του Αθωνίτη), και ο παλίμψηστος περγαμηνός Κώδικας 27 που περιέχει ένα Ευαγγέλιο του 14ου αιώνα.
Έντυπα Βιβλία. Στον ίδιο χώρο με τα χειρόγραφα στεγάζονται ακόμη περί τα 2.000 έντυπα βιβλία, ενώ πάνω από 7.000 φυλάσσονται στον δεύτερο όροφο της βορεινής πλευράς της μονής.
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους ( σ. 7) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη μονή Εσφιγμένου είναι ένα παλαίτυπο του 1523. Το βιβλίο αυτό του 16ου αιώνα είναι ιδιαίτερα σπάνιο στις κοσμικές και τις ιδιωτικές συλλογές, αλλά θησαυρίζεται σε επτά αγιορείτικες βιβλιοθήκες. Πρόκειται για το Λεξικό του Βαρίνου Φαβωρίνου, που εκδόθηκε και τυπώθηκε με την επιμέλεια του Ζαχαρία Καλλιέργη στη Ρώμη.
Βιβλιογραφία
Αθανάσιος, ηγούμενος Εσφιγμενίτης, Ιερά Μονή Εσφιγμένου, Περιγραφή και συνοπτική ιστορία αυτής, Αθήνα 1973.
Cacharelias, D., The Mount Athos Esphigmenou 14 codex: Pagan and Christian Myth in Middle Byzantine Manuscript Illumination, New York 1995.
Curzon, R., Visit to monasteries in the Levant, Λονδίνο 1849.
Цветковић, Бр., Есфигменска повеља Деспота Ђурђа Бранковића: Фантастична архитектура, Жича, Есфигмен или небески станови? [Cvetković Branislav, The Esphigmenou Chrysobull of Despot Djuradj Branković: Fantastic Architecture, Žiča, Esphigmenou or the Celestial Dwellings?], Σύμμεικτα. Collection of Papers Dedicated to the 40th Anniversary of the Institute for Art History, Faculty of Philosophy, University of Belgrade, 2012, 347–363.
Γεδεών, Μ., Θεόδωρος ο καλλιγράφος της μονής Εσφιγμένου, Εκκλησιαστική Αλήθεια 8 (1887–1888), 391–393· 9 (1888–1889), 78–80, 94–96, 101–104, 109–112.
Θησαυροί του Αγίου Όρους. Έκθεση κειμηλίων στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στα πλαίσια της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, Β, 200–204.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 170–199.
Lefort, J., Actes d’Esphigménou (Archives de l'Athos VI), Paris 1973.
Μελισσάκης, Ζ., Αρχείο της Ι. Μ. Εσφιγμένου. Επιτομές μεταβυζαντινών εγγράφων [Αθωνικά Σύμμεικτα 11], Αθήνα 2008.
–––––, Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων, Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83
Pavlikianov C., The relations between the athonite monasteries of Esphigmenou and Zographou from the 16th to the 18th century - A recently discovered archive evidence, Göttinger Beiträge zur Byzantinischen und Neugriechischen Philologie 3 (2003), 47–60.
Petit, L. / Regel, W., Actes d'Esphigrninou (Actes de l'Athos 3), Vizantiiski Vremennik 12, Sankt Petersburg 1906.
Πολυβίου, Μ., Το τέμπλο του καθολικού της μονής Εσφιγμένου. Οι πληροφορίες των πηγών για την κατασκευή του», στο: Το Αρμολόι. Χαριστήριος τόμος στον καθηγητή Π.Π. Πετρονώτη, Θεσσαλονίκη 2021, 55–76.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους 1903/1988.
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.
Επίσημες ιστοσελίδες της μονής Εσφιγμένου:
http://esfigmenou.blogspot.com/
https://www.esphigmenou.com/
https://www.esphigmenou.gr/