Η Βοδληιανή Βιβλιοθήκη στην Οξφόρδη αναπτύχθηκε σε τρεις διαδοχικές περιόδους.
Πρόγονος της Βοδληιανής είναι η αίθουσα που διαμορφώθηκε ως βιβλιοθήκη πάνω από το λεγόμενο Congregation House, με τη χορηγία του Τόμας Κόμπαμ, πολίτη της Οξφόρδης και επισκόπου του Ουόρστερ. Οι εργασίες άρχισαν γύρω στο 1320, ενώ όταν πέθανε ο Κόμπαμ το 1327 δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί. Ο σχεδιασμός και ο εξοπλισμός της βιβλιοθήκης δεν απομακρύνεται από τα μεσαιωνικά πρότυπα: ένας ορθογώνιος, απρόσωπος χώρος, με μεγάλα υαλοστάσια σε κάθε πλευρικό τοίχο και με μια δίρριχτη ξύλινη οροφή. Τα έδρανα προφανώς θα είχαν τοποθετηθεί κάθετα στους πλευρικούς τοίχους, εκατέρωθεν ενός κεντρικού διαδρόμου.
Η δωρεά του δούκα του Γκλόστερ. Η δωρεά μιας ιδιαίτερα σημαντικής βιβλιοθήκης στο Πανεπιστήμιο από τον δούκα του Γκλόστερ, Χάμφρεϊ, υποχρέωσε τους αξιωματούχους του ιδρύματος να αναζητήσουν νέα στέγη για τη βιβλιοθήκη. Έτσι, αποφασίστηκε να αναγερθεί μια νέα αίθουσα πάνω από το πλέον σημαντικό δείγμα αρχιτεκτονικής της Οξφόρδης, τη Σχολή Ντιβίνιτυ (Divinity School). Η απόφαση πάρθηκε το 1444 και υλοποιήθηκε χάρη στην οικονομική ενίσχυση του επισκόπου του Λονδίνου Τόμας Κεμπ. Η νέα αίθουσα άνοιξε για το ακαδημαϊκό κοινό το 1488 και η εικόνα της ήταν πανομοιότυπη με αυτή του Κόμπαμ. Μια σειρά από συμμετρικά υαλοστάσια στους πλευρικούς τοίχους όριζαν και τη θέση των εδράνων, αφήνοντας έναν κεντρικό διάδρομο ελεύθερο. Η οροφή, δίρριχτη, με εμφανή την ξυλοκατασκευή της, ήταν καλυμμένη με σανίδες, ενώ οι φέρουσες δοκοί στήριξης ενισχύονταν από τοξοειδή ξύλινα υποστηλώματα.
Η βιβλιοθήκη αυτή δεν έμελλε να εξυπηρετήσει το ακαδημαϊκό κοινό περισσότερο από εξήντα χρόνια και ο βασικός λόγος του μαρασμού της ήταν η έλλειψη πόρων για τον εμπλουτισμό και τη συντήρησή της. Παράλληλα, η εξοργιστική αδιαφορία του υπεύθυνου απέναντι στον αλόγιστο δανεισμό πολύτιμων χειρογράφων είχε ως αποτέλεσμα την οριστική απώλεια σοβαρού τμήματος του πλούτου της. Το τελικό χτύπημα δόθηκε με τη μεταφορά των καταλοίπων της βιβλιοθήκης το 1550 από τους βασιλικούς επιτρόπους, ενώ το 1556 πλέον στην άλλοτε βιβλιοθήκη δεν είχαν απομείνει παρά μόνο τα έδρανα. Από τότε και για σαράντα χρόνια, το Πανεπιστήμιο θα λειτουργήσει χωρίς βιβλιοθήκη.
Ο Τόμας Μπόντλεϊ στις 23 Φεβρουαρίου του 1598 πρότεινε, με επιστολή του στο Πανεπιστήμιο, να αναλάβει τα έξοδα για την ανάπλαση της βιβλιοθήκης. Η πρότασή του έγινε αποδεκτή και έκτοτε έως τον θάνατό του δεν έπαψε να προσφέρει πολλαπλές υπηρεσίες στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη.
H χειρονομία του Τόμας Μπόντλεϊ. Πρώτο μέλημά του ήταν η αποκατάσταση της αίθουσας της βιβλιοθήκης και ο επανεξοπλισμός της. Για την ανάπλασή της ο Μπόντλεϊ, έχοντας ως σύμβουλο και μόνιμο συνεργάτη τον Χένρυ Σάβιλ, χρησιμοποίησε στρατό μαστόρων και τεχνιτών με σκοπό να αποδώσει την παλαιότερη αίγλη της. Το κέλυφος της βιβλιοθήκης δεν άλλαξε, ούτε τα βασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία της, όπως η είσοδος και τα υαλοστάσια.
Η περίτεχνη και πολύχρωμη οροφή ήταν και το μόνο αρχιτεκτονικό στοιχείο που διαφοροποιούσε την αίθουσα της βιβλιοθήκης από εκείνη του δούκα Χάμφρεϊ, καθώς οι επιτοίχιες διακοσμήσεις είχαν περιοριστεί στην εμφανή λιθοδομή που διακρίνει και το εσωτερικό της Σχολής Ντιβίνιτυ. Ουσιαστική αλλαγή στον εξοπλισμό της βιβλιοθήκης επέφεραν τα νέα βιβλιοστάσια, τα οποία ήταν διατεταγμένα κάθετα στους πλευρικούς τοίχους και σε συγκεκριμένη θέση ως προς τα υαλοστάσια, σύμφωνα με τις μεσαιωνικές αντιλήψεις.
Η βιβλιοθήκη που χρηματοδότησε ο Μπόντλεϊ και εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 1602, αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη και τη λαμπρότερη εκείνης της εποχής και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τις μελλοντικές σπουδαίες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες της Αγγλίας. O Μπόντλεϊ δεν περιορίστηκε στην ανακατασκευή της προϋπάρχουσας βιβλιοθήκης αλλά χορήγησε επιπλέον χρήματα για την κατασκευή μιας νέας. Η βιβλιοθήκη αυτή αναπτύχθηκε στην ανατολική πτέρυγα, που συνορεύει με την κυρίως αίθουσα και ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τον θάνατό του, το 1613. Είναι η γνωστή έως και σήμερα Βιβλιοθήκη Arts End και διαθέτει βιβλία της Σχολής των Τεχνών.
Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της διαφέρουν μόνο ως προς το σχέδιο των βιβλιοστασίων. Η οροφή είναι πανομοιότυπη με την προηγούμενη, αλλά κατά πολύ υψηλότερη. Τα βιβλιοστάσια είναι επιτοίχια και μάλιστα καλύπτουν το σύνολο των πλευρικών τοιχών, δημιουργώντας δύο ζώνες που ορίζονται από έναν εξώστη, ο οποίος τρέχει σε όλο το μήκος των βιβλιοστασίων. Η πρόσβαση στο δεύτερο επίπεδο γίνεται μέσω μιας μικρής κλίμακας, ενσωματωμένης στην όλη ξύλινη κατασκευή, η οποία στηρίζεται σε κίονες και πάγκους, που χρησίμευαν στην ανάγνωση. Η διζωνική αυτή βιβλιοθήκη είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αναφορικά και με την ταξινόμηση των βιβλίων, καθώς οι ογκώδεις και μεγαλόσχημοι τόμοι τοποθετήθηκαν στην πρώτη σειρά των βιβλιοστασίων, ενώ στη δεύτερη ταξινομήθηκαν τα μικρότερου σχήματος βιβλία.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 343–347.