Η βιβλιοθήκη της συγκεκριμένης μονής παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς ξεφεύγει από τα πρότυπα του Μικελότσο. Το μοναστήρι των Λευκών Βενεδικτίνων είχε ιδρυθεί το 1221, αλλά το 1423 η κοινότητα είχε πλέον αφανισθεί, ενώ το 1436 στη βούλα του πάπα Ευγένιου Δ΄ γίνεται λόγος για το συγκρότημα, το οποίο περιγράφεται ως ερείπιο. Το 1446 η μονή ανασυντάσσεται και ήδη από το 1443 είχε αρχίσει να χτίζεται και η βιβλιοθήκη της. Σπουδαίες δωρεές, όπως οι 101 τόμοι του Μπαττίστα νταλ Λενιάμε το 1455, τα 90 συγγράμματα του Πιέτρο ντα Μοντανιάνα το 1478, τα 521 χειρόγραφα του Τζοβάννι Μαρκανόβα (1410/1418–1467), καθηγητή της ιατρικής στο τοπικό στούντιουμ (σπουδαστήριο) έως το 1467, καθώς και σεβαστός αριθμός μικρότερων δωρεών, υπαγόρευσαν την απόφαση ανέγερσης ειδικού χώρου για τη στέγασή τους. Η ακριβής χρονολογία έναρξης των εργασιών δεν μνημονεύεται, θα πρέπει ωστόσο να τοποθετηθεί μετά τη δωρεά του Μαρκανόβα ή λίγο πριν από τη χρονολογία ανάθεσης κατασκευής των εδράνων στον Πιέτρο Αντόνιο ντέλι Αμπάτι το 1492. Ο αρχιτέκτονάς της δεν αναφέρεται, δεν αποκλείεται όμως να ήταν ο Λορέντζο ντα Μπολόνια (1530–1577).
Η βιβλιοθήκη καταλαμβάνει το δεύτερο επίπεδο κτίσματος μεταξύ στοών, νότια και παράλληλα του ναού. Πρόκειται για μια αίθουσα που καλύπτεται από καμάρα, η οποία συνδέεται με τους πλευρικούς τοίχους διαμορφώνοντας αψιδωτές εσοχές, τα τόξα των οποίων καταλήγουν σε παραστάδες. Δημιουργούνται έτσι φατνώματα, στα οποία ανοίγονται υαλοστάσια και στρογγυλοί φεγγίτες εναλλάξ. Οι πλευρικοί τοίχοι καλύπτονται με νωπογραφίες που αντιστοιχούν στις διαστάσεις των υαλοστασίων και απεικονίζουν ανθρώπους των γραμμάτων σε χώρους εργασίας. Οι δύο είσοδοι που οδηγούν προς τη βιβλιοθήκη πλαισιώνουν την κόγχη του ιερού, καθώς κάποια στιγμή η αίθουσα ανασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως παρεκκλήσι νοσοκομείου.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 291–292.