Η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη συγκροτήθηκε με σκοπό να αποτελέσει την κιβωτό της θεολογικής σκέψης και να υποστηρίξει την ορθόδοξη πίστη απέναντι στις συνεχείς διαμάχες για την ορθή ερμηνεία των Γραφών, μέσα από τα πατερικά κείμενα, τα έργα δογματικού περιεχομένου, καθώς και τα αντιρρητικά και ερμηνευτικά συγγράμματα. Η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη ιδρύθηκε την ίδια εποχή με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και αντιπροσωπεύει ίσως την αρχαιότερη θεολογική βιβλιοθήκη της Χριστιανοσύνης.
Τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (11 Μαΐου 330) και η οργάνωση της Εκκλησίας σήμαναν και τη μετάθεση του πνευματικού κέντρου από τη Δύση στην Ανατολή. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ιστορία της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης στην Κωνσταντινούπολη αρχίζει κατά κάποιον συμβολικό τρόπο με την πρωτοβουλία του Μεγάλου Κωνσταντίνου να παραγγείλει στον Ευσέβιο, επίσκοπο της Καισαρείας στην Παλαιστίνη, πενήντα αντίτυπα της Αγίας Γραφής. Τα βιβλία αυτά προορίζονταν μάλλον για να εφοδιάσουν τις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να αποκλείεται ορισμένα να κατέληξαν σε κάποια συλλογή βιβλίων, η οποία αποτέλεσε αργότερα τον πυρήνα μιας από τις μεγάλες βιβλιοθήκες στην Κωνσταντινούπολη.
Ελάχιστες πληροφορίες διαθέτουμε για την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη έως τον 7ο αιώνα και οι υπολογισμοί μας σχετικά με τον πλούτο και την οργάνωσή της αποτελούν ουσιαστικά εικασίες. Άγνωστος παραμένει και ο ακριβής χώρος όπου φυλάσσονταν τα βιβλία, όπως και η διαρρύθμιση στην αίθουσα της βιβλιοθήκης. Γνωρίζουμε μόνο ότι κατά εποχές η βιβλιοθήκη στεγαζόταν κοντά στην κατοικία του πατριάρχη, στο λεγόμενο επισκοπείον ή ιερόν ανάκτορον που βρισκόταν κοντά στον ναό της Αγίας Σοφίας. Από τον 7ο αιώνα όμως, και ιδιαίτερα από την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610–641), η ιστορία της βιβλιοθήκης ιχνηλατείται ευκολότερα. Την εποχή εκείνη χτίστηκε, πιθανότατα από τον πατριάρχη Θωμά Α´ (607–610), ένα λαμπρό οικοδόμημα για να στεγαστεί ο Πατριαρχικός Οίκος, ο «Θωμαΐτης Τρίκλινος». Εκεί μάλλον οργανώθηκε και ο χώρος της βιβλιοθήκης που λειτούργησε έως το 791, οπότε ολόκληρο το οίκημα του Θωμαΐτη παραδόθηκε στις φλόγες. Το έργο του Θωμά συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο ο διάδοχός του Σέργιος Α´ (610–638), ο οποίος μάλιστα υμνήθηκε από τον Γεώργιο Πισίδη για τη μεγάλη του συνεισφορά στον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης με ένα επίγραμμα: Εις την κατασκευασθείσαν βιβλιοθήκην υπό Σεργίου πατριάρχου.
Μετά την Άλωση, το Πατριαρχείο φιλοξενήθηκε σε διάφορους χώρους, προτού καταλήξει στη σημερινή του θέση στο Φανάρι. Αρχικά στο γυναικείο μοναστήρι της Παμμακαρίστου όπου παρέμεινε 132 χρόνια και εν συνεχεία του παραχωρήθηκε κάποιο κτίσμα των ηγεμόνων της Βλαχίας, κοντά στην Παναγία των Παλατίων. Για το χρονικό αυτό διάστημα, κανένα στοιχείο ή πληροφορία δεν μας διαφωτίζει για την τύχη και το καθεστώς της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης. Το Πατριαρχείο, με πρωτοβουλία του πατριάρχη Ματθαίου Β´ (1598–1602), μεταφέρθηκε το 1599 από τον ναό του Αγίου Δημητρίου της Ξυλόπορτα στο Φανάρι, όπου βρισκόταν ένας μικρός ενοριακός ναός του Αγίου Γεωργίου και, σύμφωνα με την παράδοση, γυναικείο μοναστήρι. Η βιβλιοθήκη και το αρχείο φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν σε έναν πύργο που σώζεται έως σήμερα και ο οποίος αποτέλεσε τον πυρήνα της βιβλιοθήκης και του μετέπειτα τυπογραφείου του Πατριαρχείου.
Αρχιτεκτονική. Η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη στεγάζεται σήμερα σε ένα διώροφο κτίσμα, που αποτελεί προέκταση του πύργου ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως βιβλιοθήκη από τον 16ο αιώνα και αντιπροσωπεύει τυπικό δείγμα αρχιτεκτονικής της εποχής εκείνης. Το νέο κτίσμα, που οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, ακολούθησε το σχεδιαστικό ύφος του πύργου. Στο πρώτο επίπεδο (ισόγειο) στεγάζεται ποικίλο έντυπο υλικό (εφημερίδες και περιοδικά), καθώς και τα κατάλοιπα του πατριαρχικού τυπογραφείου. Στο δεύτερο επίπεδο φυλάσσεται το σύνολο των χειρογράφων και μια επιλογή παλαιοτύπων, ενώ στο αντίστοιχο επίπεδο του πύργου έχει ταξινομηθεί το αρχείο.
Εκτός από τις μοναστηριακές βιβλιοθήκες, για την αρχιτεκτονική των οποίων γνωρίζουμε ορισμένα πράγματα, δεν έχουμε κανένα στοιχείο για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, τη διαρρύθμιση και το ύφος των μεγάλων βιβλιοθηκών της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, η ανασυγκρότηση της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης έγινε με βάση τη βυζαντινή αρχιτεκτονική παράδοση, αφού λήφθηκαν υπόψη και τα νέα δεδομένα της τυπογραφικής τέχνης, τα οποία άλλαξαν ριζικά τον εσωτερικό σχεδιασμό της βιβλιοθήκης. Ο νέος κεντρικός χώρος της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης σχεδιάστηκε, με αυτά τα δεδομένα, από τον Κ.Σπ. Στάικο και δεν χρησιμεύει ως αναγνωστήριο αλλά έχει μάλλον μουσειακό και εκθεσιακό χαρακτήρα. Μια αίθουσα διαστάσεων 15×18 μ. βλέπει μέσα από δύο μεγάλα παράθυρα με πολύχρωμα βιτρό προς τον Κεράτιο Κόλπο. Η οροφή δημιουργεί έναν νοητό διαχωρισμό σε τρία κλίτη, καθώς ο κεντρικός θόλος, από τον οποίο κρέμεται ένας ξύλινος πολυέλαιος του 17ου αιώνα (χορός), πλαισιώνεται από δύο τοξοειδείς οροφές. Το δάπεδο καλύπτεται από δρύινη επένδυση, η οποία περάστηκε με πορφυρό χρώμα και περιβάλλει ορθογώνιες ενθέσεις από παλαιά πλακάκια τύπου Isnik, που κάλυπταν το δάπεδο από τις αρχές του αιώνα. Η είσοδος στη βιβλιοθήκη γίνεται από δύο δίφυλλες πόρτες, μία σιδερένια εξωτερική και μία ξύλινη σκαλιστή, εκατέρωθεν της οποίας αναπτύσσονται τα βιβλιοστάσια, που καλύπτουν όλους τους περιφερειακούς τοίχους. Τα βιβλιοστάσια, που καταλήγουν στη βάση του θόλου και των τοξοειδών οροφών, χαρακτηρίζονται από τις ξυλόγλυπτες κολόνες, σχεδιασμένες με στοιχεία από την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική παράδοση των βυζαντινών χρόνων, που στηρίζουν τα κινητά ράφια της βιβλιοθήκης, τα οποία είναι και συρταρωτά στο τμήμα των χειρογράφων. Το μαόνι και η οξιά που χρησιμοποιήθηκαν για τα βιβλιοστάσια περάστηκαν με ένα διάφανο πορφυρό χρώμα και από πάνω με μια πατίνα σε ανταύγειες χρυσής, κόκκινης και σμαραγδένιας απόχρωσης.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 206–213.