Μια δεύτερη βιβλιοθήκη έχει εντοπιστεί στην έπαυλη του Αδριανού στο Τίβολι, η ταυτότητα της οποίας συμπεραίνεται και αυτή τη φορά αποκλειστικά και μόνο από τις ορθογώνιες, συμμετρικά διατεταγμένες εσοχές που χαρακτηρίζουν τον χώρο της. Η αίθουσα αυτή αποτέλεσε υπόδειγμα για την αναπαράσταση μιας ρωμαϊκής βιβλιοθήκης στο Μουσείο Ρωμαϊκού Πολιτισμού. Πρόκειται για κτίσμα που βρίσκεται στην τοποθεσία όπου υπήρχε παλαιότερα μια έπαυλη, χρονολογούμενη στα χρόνια της Ελεύθερης Πολιτείας και πάνω στην οποία αναπτύχθηκε ένα περιστύλιο. Στη νότια πλευρά του περιστυλίου αυτού και κατά μήκος ενός οριζόντιου άξονα βρίσκεται η είσοδος της βιβλιοθήκης, η οποία γειτνιάζει με δύο συμμετρικούς χώρους εκατέρωθεν, δυτικά και ανατολικά, και με μια εσωτερική στοά που καλύπτει τη νοτιότερη πτέρυγα της βιβλιοθήκης. Το πρώτο πράγμα που έχει κάποιος να παρατηρήσει, από αρχιτεκτονική σκοπιά, είναι ότι η αίθουσα της βιβλιοθήκης δεν μοιάζει να φωτίζεται από πουθενά, δεν διαθέτει καμία βοηθητική έξοδο και ως εκ τούτου το μόνο φυσικό φως που θα μπορούσε να εισέρχεται στο εσωτερικό της ήταν ίσως από κάποιο υαλοστάσιο στην πλευρά της εισόδου. Κατά τα άλλα η βιβλιοθήκη αυτή δεν διαφέρει από την κλασική τυπολογία των ρωμαϊκών δημόσιων και αυτοκρατορικών βιβλιοθηκών: το άγαλμα κάποιας θεότητας δεσπόζει στον χώρο ακριβώς απέναντι από την είσοδο, εκατέρωθεν του οποίου ήταν ανεπτυγμένα συμμετρικά τα οκτώ βιβλιοστάσια σε σχήμα Π. Πρόσβαση στα βιβλιοστάσια-ερμάρια έδιναν δύο αναβαθμοί, εκ των οποίων ο υψηλότερος χρησίμευε και ως υποστύλωμα για τους κίονες και τους παραστάτες των ερμαρίων, οι οποίοι με τη σειρά τους στέφονταν από ένα επιστύλιο που κατέληγε σε μια θολωτή οροφή. Στο σχέδιο του Χέρμαν Βίννεφελντ (Hermann Winnefeld) πρόκειται για την Αίθουσα C (πίνακας VIII) και πράγματι προσφέρει όλα τα αρχιτεκτονικά διακριτικά στοιχεία μιας βιβλιοθήκης των αυτοκρατορικών χρόνων: συμμετρικά διατεταγμένες εσοχές στις τρεις πλευρές της αίθουσας, διαφοροποιημένη την κατά μήκος του άξονα πλευρά ως προς το σχήμα του τοίχου της και με μια περίσταση σε σχήμα Π να προστατεύει τις πλευρές με τις ενσωματωμένες εσοχές για τα βιβλιοστάσια. Κατά την αντίθετη άποψη όμως, δεν πρόκειται για βιβλιοθήκη αλλά για νυμφαίο, όπως υποστηρίζεται από τον Πιερ Γκουσμάν (Pierre Gusman).
Μια ακόμη αίθουσα που έχει προταθεί ως βιβλιοθήκη της έπαυλης του Αδριανού είναι η επονομαζόμενη Αίθουσα L (πίνακας V), σύμφωνα με τον Βίννεφελντ και πάλι, γνωστή και ως «Αίθουσα των Φιλοσόφων». Βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της Ποικίλης Στοάς και αποτελεί συνδετικό κρίκο με το Ναυτικό Θέατρο (Teatro Marittimo). Η αίθουσα αυτή έχει τη μορφή βασιλικής και οι εσοχές είναι έτσι διατεταγμένες ώστε να παραπέμπουν στην αρχιτεκτονική τυπολογία του Απολλόδωρου από τη Δαμασκό, όπως διαπιστώνεται από τις βιβλιοθήκες στις Θέρμες του Τραϊανού. Το τμήμα όπου θα μπορούσαν να θησαυρίζονται βιβλία βρίσκεται στην ημικυκλική πτέρυγα απέναντι από την είσοδο, με ορθογώνιες εσοχές, στις οποίες έδινε πρόσβαση μια αντίστοιχη εξέδρα. Την είσοδο ορίζουν δύο κίονες, οι οποίοι χρησίμευαν και για τη στήριξη των σταθερών και κινητών πετασμάτων, δηλαδή της θύρας και των υαλοστασίων, δίνοντας ταυτόχρονα άπλετο φως στην αίθουσα, καθώς είχε μάλιστα και βορινό προσανατολισμό. Δύο συμμετρικές δίοδοι στην κάθε κατά μήκος πτέρυγα του κτίσματος έδιναν πρόσβαση στην Ποικίλη Στοά και στο Ναυτικό Θέατρο αντίστοιχα. Εύλογα μπορεί να εκφράσει κάποιος την απορία του για την απουσία από το «θερινό ανάκτορο» του Αδριανού μιας βιβλιοθήκης αντιπροσωπευτικής των βαθύτερων ενδιαφερόντων του ίδιου αλλά και του άμεσου κύκλου του για τον κόσμο του βιβλίου, απορία που εκφράζεται και για την ομώνυμη βιβλιοθήκη που δώρισε στους Αθηναίους.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 139–142.